Γενικά σχόλια
Η παρούσα νομοθετική πρωτοβουλία πραγματοποιείται σε μια ιδιαίτερα δύσκολη χρονιά, όπου η χώρα μας δοκιμάστηκε σκληρά από φυσικές καταστροφές. Οι καταστροφές αυτές θα έπρεπε να αποτελέσουν την αφορμή ώστε να αλλάξει η κουλτούρα του εκ του αποτελέσματος αποτυχημένου συστήματος διαχείρισης φυσικών καταστροφών και να υπάρξει ριζική στροφή προς την πρόληψη και την αναζήτηση λύσεων που να συμβαδίζουν με την αειφόρο διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος, τη συνεργασία των αρμόδιων αρχών, της επιστημονικής κοινότητας και φορέων της κοινωνίας των πολιτών. Τετοιες καταστροφές, σε άλλα κράτη, αποτελούν αφορμή για γενναίες πολιτικές αποφάσεις και αλλαγές σε κομβικές λειτουργίες του κράτους που έχουν φέρει αποτελέσματα στην πραξη όσον αφορα την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των κοινωνιών. Δυστυχώς, το εν λόγω σχέδιο νόμου δεν κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Όπως περιγράφεται στο άρθρο 1 «Σκοπός του παρόντος είναι η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της πολιτικής προστασίας, της διαχείρισης κρίσεων». Ωστόσο, πέρα από ελάχιστες περιπτώσεις το εν λόγω σχέδιο νόμου φέρνει σημειακές αλλαγές (βελτιώσεις ή μη) σε ζητήματα που ήδη αναφέρονται στον ν. 4662/2020 (Α΄ 27), δίχως να προκύπτει ευκρινώς ποια είναι η σκοπιμότητα των προβλεπόμενων τροποποιήσεων, και σε καμία περίπτωση δεν φέρνει κάποια ριζική αλλαγή στην κουλτούρα του συστήματος πολιτικής προστασίας, το οποίο εξακολουθεί να έχει προβληματικό χαρακτήρα στηριζόμενο στην καταστολή και στη μη-εξειδίκευση ανά κινδυνο (και ειδικά για τις δασικές πυρκαγιές).
Σε ό,τι αφορά την καταστολή των δασικών πυρκαγιών, όπως αποδεικνύεται στην πράξη από τις πυρκαγιές των τελευταίων ετών, το υφιστάμενο σύστημα δασοπυρόσβεσης χαρακτηρίζεται από εμφανή αδυναμία διαχείρισης δασικών πυρκαγιών που εκδηλώνουν μεγάλη ένταση και εξαπλώνονται σε μεγάλη έκταση. Ακόμη και λίγες μέσης έντασης πυρκαγιές (δηλαδή οι αναμενόμενες πυρκαγιές του καλοκαιριού), όταν εξαπλώνονται τις ίδιες χρονικές περιόδους σε διαφορετικές περιοχές της χώρας αναδεικνύουν ανάγλυφα τα χρόνια δομικά προβλήματα και την περιορισμένη αποτελεσματικότητα του Π.Σ., η οποία οφείλεται, μεταξύ άλλων, και στην απουσία εξειδίκευσης στις δασικές πυρκαγιές, στην ελλιπή αξιοποίηση της επιστήμης κατά τη λήψη αποφάσεων στο πεδίο (για τη συμπεριφορά της πυρκαγιάς, την επίδραση του καιρού κ.α.), και στη λανθασμένη κουλτούρα κατάσβεσης. Επιπλέον, το σύστημα δασοπυρόσβεσης φτάνει στα όρια του ή/και καταρρέει όταν καλείται να διαχειριστεί ταυτόχρονα 2-3 μεγάλα περιστατικά δασικών πυρκαγιών. Οι ελλείψεις αυτές εξηγούν σε μεγάλο βαθμό την υπερβολική εξάρτηση των επίγειων δυνάμεων από τις εναέριες δυνάμεις. Δεν εξηγούν, όμως, το πρόβλημα στο σύνολό του. Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες, όπως τα κενά οργάνωσης (π.χ. μεταφορά δυνάμεων από άλλες περιοχές, διαχείριση μέσων), συντονισμού μεταξύ διαφορετικών φορέων κ.λπ.
Με βάση τα παραπάνω, το παρόν σχεδίου νόμου δεν προτείνει καμία αλλαγή στη δομή, τη λειτουργία του συστήματος εκπαίδευσης και τη φιλοσοφία του Πυροσβεστικού Σώματος που θα βελτιώσει την αποτελεσματικότητά του στην καταστολή δασικών πυρκαγιών. Ενώ η διεθνής πρακτική (Αυστραλία, Ιταλία) αλλά και οι προτάσεις που έχουν κατατεθεί και στην Ελλάδα επιτάσουν την ίδρυση ενός Εξειδικευμένου Σώματος Δασοπυρόσβεσης, το οποίο επιβάλλεται να διοικείται από στελέχη που έχουν την απαραίτητη επιστημονική γνώση και εμπειρία στις δασικές πυρκαγιές και να αποτελείται από πυροσβέστες που θα λάβουν την αναγκαία εκπαίδευση, αυτό δεν έχει συμβεί. Η ίδρυση των ΕΜΟΔΕ δεν καλύπτει αυτό το κενό, καθώς δεν πρόκειται για ένα καθετοποιημένο σώμα δασοπυρόσβεσης με επιστημονική γνώση όλων των παραμέτρων των δασικών πυρκαγιών και αποκλειστική ενασχόληση στο αντικείμενο σε όλα τα στάδια. Μάλιστα δεν προτείνεται καν το ελάχιστο δυνατό που είναι η απόκτηση ειδικοτήτων για το προσωπικό του ΠΣ ανά φυσική ή τεχνολογική καταστροφή και να εκλείψει η λογική του πυροσβέστη “γενικών καθηκόντων”. Η εξέλιξη των φυσικών καταστροφών απαιτεί την εξειδίκευση και επισταμένη και δια βίου εκπαίδευση του προσωπικού που θα κληθεί να τις αντιμετωπίσει.
Περαιτέρω, με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου δεν επιλύονται ζητήματα που, μεταξύ άλλων, και το WWF Ελλάς έχει επισημάνει και έχει δημοσιοποιήσει με διάφορα μέσα, ανάμεσά τους και με εκθέσεις και επιστολές προς την πολιτική ηγεσία. Σημαντικότερα των οποίων είναι τα παρακάτω:
1. Ανισοκατανομή μεταξύ καταστολής και πρόληψης και προβλήματα στη διάθεση των πόρων. Το σύστημα χρηματοδότησης της αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών εστιάζει κυρίως σε δράσεις καταστολής έναντι δράσεων πρόληψης. Παράλληλα, παρατηρείται υπο-απορρόφηση χρηματοδοτικών εργαλείων, ειδικά στον τομέα της δασικής διαχείρισης, καθώς και καθυστερήσεις στη χρηματοδότηση επαναλαμβανόμενων δράσεων. Παραμένει ένα τεράστιο κενό στα θέματα διαφάνειας και λογοδοσίας το οποίο έχουμε επισημάνει πολλάκις στο παρελθόν. Το σύστημα χρηματοδότησης της αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών εστιάζει κυρίως σε δράσεις καταστολής έναντι δράσεων πρόληψης. Μάλιστα, για την περίοδο 2016-2020, το 83,95% των συνολικών κρατικών πόρων κατευθύνεται προς την καταστολή και μόλις το 16,05% προς την πρόληψη. Το ισοζύγιο αυτό άλλαξε ελαφρώς αλλά όχι καθοριστικά την περίοδο 2021-2022 χάρη στα ποσά που επενδύθηκαν στην πρόληψη μέσω της διαχείρισης καύσιμης ύλης συγκεκριμένων δασικών οικοσυστημάτων στο πλαίσιο των προγραμμάτων Antinero I & II του ΥΠΕΝ. Ωστόσο, χρειάζονται περισσότεροι πόροι, σωστός σχεδιασμός με συνέχεια και συνέπεια ούτως ώστε να φτάσουμε στο επιθυμητό επίπεδο. Επιπρόσθετα, πρέπει να γίνει κατανοητό πως καμία δράση διαχείρισης καύσιμης ύλης δεν έχει νόημα αν στις ζώνες αυτές δεν πραγματοποιούνται προσπάθειες δασοπυρόσβεσης κατά τη διάρκεια περιστατικών δασικών πυρκαγιών.Την ίδια στιγμή, η τελευταία έκθεση του Περιβαλλοντικού Προγράμματος του ΟΗΕ κάνει έκκληση προς τις κυβερνήσεις να επανεξετάσουν τις δαπάνες για την κατάσβεση των πυρκαγιών προτείνοντας τη διάθεση του 45% του προϋπολογισμού τους για την πρόληψη και την ετοιμότητα, το 35% για την καταστολή των πυρκαγιών και το 20% για την αποκατάσταση. Ωστόσο, το παρόν σχέδιο νόμου δεν αντιμετωπίζει καν το ζήτημα και δεν θέτει κανένα ποιοτικό ή ποσοτικό στόχο μετακίνησης της έμφασης και της σχετικής επένδυσης στην πρόληψη με κατ’ ελάχιστον επένδυση του 40% των διαθέσιμων πόρων σε αυτήν.
2. Έλλειψη κεντρικού σχεδιασμού της χρηματοδότησης των δράσεων πρόληψης και καταστολής. Η χρηματοδότηση των δράσεων πρόληψης και καταστολής των δασικών πυρκαγιών γίνεται αποσπασματικά, από διαφορετικά χρηματοδοτικά εργαλεία, χωρίς ολοκληρωμένο και μακροχρόνιο κεντρικό σχεδιασμό για την καταγραφή των αναγκών και των απαιτούμενων δράσεων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών.
3. Ανεπαρκής τεκμηρίωση και αιτιολόγηση των αποφάσεων και κενά στη συμμετοχή των πολιτών. Οι αποφάσεις κατανομής και διάθεσης των πόρων στηρίζονται σε μια αποσπασματική καταγραφή των υφιστάμενων αναγκών από τους δικαιούχους φορείς χωρίς να προηγείται μία συνολική και ολοκληρωμένη τεκμηρίωση των απαιτούμενων δράσεων. Κενά διαπιστωνονται, επίσης, τόσο στη δημόσια πρόσβαση των πολιτών στις πληροφορίες και στα έγγραφα βάσει των οποίων λαμβάνονται οι σχετικές αποφάσεις κατανομής των πόρων όσο και στη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία καταγραφής των αναγκών ή στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων.
4. Έλλειψη απολογιστικών εκθέσεων. Μέχρι σήμερα κανένας αρμόδιος δημόσιος φορέας δεν φαίνεται να συντάσσει εκθέσεις πεπραγμένων, στις οποίες να γίνεται οικονομικός απολογισμός των έργων με βάση τους πόρους που έλαβε αλλά και αξιολόγηση των στόχων με βάση το σχεδιασμό.
5. Αποσπασματικότητα ελέγχων σχετικά με την αξιοποίηση των δημόσιων πόρων. Ενώ τα χρηματοδοτικά εργαλεία που διαχειρίζονται ενωσιακούς πόρους έχουν ένα δομημένο αυστηρό και πολυεπίπεδο σύστημα ελέγχων για τα πεπραγμένα, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις υπόλοιπες πηγές χρηματοδότησης των δασικών πυρκαγιών. Οι έλεγχοι που πραγματοποιούνται ανά χρηματοδοτικό εργαλείο φαίνονται αποσπασματικοί και ελλιπείς καθώς απουσιάζει η προηγούμενη τεκμηρίωση των αναγκών, στοιχείο που αποτελεί βασικό κενό στο υπάρχον σύστημα δασοπυροπροστασίας.
Ορθώς καταργείται με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου η θέση του Περιφερειακού Συντονιστή Πολιτικής Προστασίας που όπως είχαμε σχολιάσει στη αντίστοιχη διαβούλευση του ν. 4662/2020 δημιούργησε στην πράξη συγκρούσεις και σύγχυση αρμοδιοτήτων με τους επικεφαλής των Περιφερειακών Διευθύνσεων Πολιτικής Προστασίας εισάγοντας ένα ακόμα επίπεδο αποφάσεων χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα.
Εθελοντές
Πέρα από τα επιμέρους τυπικά και νομικά θέματα που έχουν επισημανθεί κατά καιρούς, βασικό ζητούμενο παραμένει η εφαρμογή και η παραγωγή αποτελεσμάτων βραχυπρόθεσμα αλλά κυρίως μακροπρόθεσμα. Όπως όλοι οι εμπλεκόμενοι γνωρίζουν, οι προηγούμενοι νόμοι που διέπουν την οργάνωση της Πολιτικής Προστασίας στη χώρα μας (ν. 2344/1995, v. 3013/2002, v. 4249/2014, ν. 4662/2020) δεν εφαρμόστηκαν στο σύνολό τους ποτέ στην πράξη. Ένα παράδειγμα της ολιγωρίας που υπήρξε στην εφαρμογή των εκάστοτε νομοθετημάτων είναι το σύστημα εθελοντισμού. Είναι η μόνη σταθερή παράμετρος της Πολιτικής Προστασίας από το 2002, και μετά από 21 χρόνια δεν έχει επιτευχθεί η ουσιαστική εποπτεία και υποστήριξη στο έργο που παράγουν οι εθελοντικές οργανώσεις, το οποίο εκτελείται χωρίς κεντρική καθοδήγηση και με ίδια μέσα. Οι όποιες πρωτοβουλίες και προσπάθειες για την εφαρμογή του ν. 4662/2020 το έτος 2023 προχωρούν με πολύ αργούς ρυθμούς, χωρίς σαφή ενημέρωση για τα επόμενα βήματα (εκπαίδευση, πιστοποίηση, νέο μητρώο). Επίσης, το παρόν σχέδιο νόμου δεν προτείνει καμία επιπλέον ρύθμιση για τη βελτίωση του θεσμού του εθελοντισμού, όπως έμμεσα οικονομικά κίνητρα (απαλλαγή ΦΠΑ για αγορά εξοπλισμού, απαλλαγή διοδίων σε πορεία προς περιστατικό), σαφές πλαίσιο επίσημης και έγκαιρης κινητοποίησης, ενίσχυση σε υλικό εξοπλισμό, αποζημίωση απώλειας εισοδήματος σε περίπτωση κινητοποίησης, άδειες από την εργασία για την κινητοποίηση αλλά και για την εκπαίδευση.
Οι εθελοντικές ομάδες του Μητρώου ΓΓΠΠ έχουν αποδείξει ότι πλέον έχουν την τεχνογνωσία, τον εξοπλισμό και την πρόθεση να συνεισφέρουν και πανελλαδικά εκτός από τις περιοχές που δραστηριοποιουνται άμεσα. Η εμπειρία των πυρκαγιών του 2022 στον Έβρο, του 2023 και των πλημμυρών του 2023 στη Θεσσαλία έδειξε ότι ομάδες από όλη την χώρα μπορούν να βοηθήσουν αποφασιστικά τους κρατικούς φορείς. Δυστυχώς, όμως, δεν υπάρχει ή δεν δύναται να υπάρξει η κατάλληλη υποστήριξη από την πλευρά του Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας (ΥΚΚΠΠ). Εκτός της Αττικής, η κινητοποίηση των εθελοντικών ομάδων να συμβάλλουν εκτός έδρας έγινε με δική τους πρωτοβουλία, χωρίς επίσημη κινητοποίηση από το ΥΚΚΠΠ, με κάλυψη εξόδων από τους εθελοντές ή τρίτους φορείς (π.χ. το WWF Ελλάς, το σωματείο Δεσμός, ή ιδιώτες χορηγούς), χωρίς μέριμνα για αντικατάσταση της φθοράς εξοπλισμού. Αυτά τα οργανωτικά κενά, ενώ έχουν επισημανθεί πολλάκις, δεν προτείνονται προς επίλυση στο προτεινόμενο σχέδιο νόμου.
Γενικά σχόλια Η παρούσα νομοθετική πρωτοβουλία πραγματοποιείται σε μια ιδιαίτερα δύσκολη χρονιά, όπου η χώρα μας δοκιμάστηκε σκληρά από φυσικές καταστροφές. Οι καταστροφές αυτές θα έπρεπε να αποτελέσουν την αφορμή ώστε να αλλάξει η κουλτούρα του εκ του αποτελέσματος αποτυχημένου συστήματος διαχείρισης φυσικών καταστροφών και να υπάρξει ριζική στροφή προς την πρόληψη και την αναζήτηση λύσεων που να συμβαδίζουν με την αειφόρο διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος, τη συνεργασία των αρμόδιων αρχών, της επιστημονικής κοινότητας και φορέων της κοινωνίας των πολιτών. Τετοιες καταστροφές, σε άλλα κράτη, αποτελούν αφορμή για γενναίες πολιτικές αποφάσεις και αλλαγές σε κομβικές λειτουργίες του κράτους που έχουν φέρει αποτελέσματα στην πραξη όσον αφορα την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των κοινωνιών. Δυστυχώς, το εν λόγω σχέδιο νόμου δεν κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Όπως περιγράφεται στο άρθρο 1 «Σκοπός του παρόντος είναι η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της πολιτικής προστασίας, της διαχείρισης κρίσεων». Ωστόσο, πέρα από ελάχιστες περιπτώσεις το εν λόγω σχέδιο νόμου φέρνει σημειακές αλλαγές (βελτιώσεις ή μη) σε ζητήματα που ήδη αναφέρονται στον ν. 4662/2020 (Α΄ 27), δίχως να προκύπτει ευκρινώς ποια είναι η σκοπιμότητα των προβλεπόμενων τροποποιήσεων, και σε καμία περίπτωση δεν φέρνει κάποια ριζική αλλαγή στην κουλτούρα του συστήματος πολιτικής προστασίας, το οποίο εξακολουθεί να έχει προβληματικό χαρακτήρα στηριζόμενο στην καταστολή και στη μη-εξειδίκευση ανά κινδυνο (και ειδικά για τις δασικές πυρκαγιές). Σε ό,τι αφορά την καταστολή των δασικών πυρκαγιών, όπως αποδεικνύεται στην πράξη από τις πυρκαγιές των τελευταίων ετών, το υφιστάμενο σύστημα δασοπυρόσβεσης χαρακτηρίζεται από εμφανή αδυναμία διαχείρισης δασικών πυρκαγιών που εκδηλώνουν μεγάλη ένταση και εξαπλώνονται σε μεγάλη έκταση. Ακόμη και λίγες μέσης έντασης πυρκαγιές (δηλαδή οι αναμενόμενες πυρκαγιές του καλοκαιριού), όταν εξαπλώνονται τις ίδιες χρονικές περιόδους σε διαφορετικές περιοχές της χώρας αναδεικνύουν ανάγλυφα τα χρόνια δομικά προβλήματα και την περιορισμένη αποτελεσματικότητα του Π.Σ., η οποία οφείλεται, μεταξύ άλλων, και στην απουσία εξειδίκευσης στις δασικές πυρκαγιές, στην ελλιπή αξιοποίηση της επιστήμης κατά τη λήψη αποφάσεων στο πεδίο (για τη συμπεριφορά της πυρκαγιάς, την επίδραση του καιρού κ.α.), και στη λανθασμένη κουλτούρα κατάσβεσης. Επιπλέον, το σύστημα δασοπυρόσβεσης φτάνει στα όρια του ή/και καταρρέει όταν καλείται να διαχειριστεί ταυτόχρονα 2-3 μεγάλα περιστατικά δασικών πυρκαγιών. Οι ελλείψεις αυτές εξηγούν σε μεγάλο βαθμό την υπερβολική εξάρτηση των επίγειων δυνάμεων από τις εναέριες δυνάμεις. Δεν εξηγούν, όμως, το πρόβλημα στο σύνολό του. Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες, όπως τα κενά οργάνωσης (π.χ. μεταφορά δυνάμεων από άλλες περιοχές, διαχείριση μέσων), συντονισμού μεταξύ διαφορετικών φορέων κ.λπ. Με βάση τα παραπάνω, το παρόν σχεδίου νόμου δεν προτείνει καμία αλλαγή στη δομή, τη λειτουργία του συστήματος εκπαίδευσης και τη φιλοσοφία του Πυροσβεστικού Σώματος που θα βελτιώσει την αποτελεσματικότητά του στην καταστολή δασικών πυρκαγιών. Ενώ η διεθνής πρακτική (Αυστραλία, Ιταλία) αλλά και οι προτάσεις που έχουν κατατεθεί και στην Ελλάδα επιτάσουν την ίδρυση ενός Εξειδικευμένου Σώματος Δασοπυρόσβεσης, το οποίο επιβάλλεται να διοικείται από στελέχη που έχουν την απαραίτητη επιστημονική γνώση και εμπειρία στις δασικές πυρκαγιές και να αποτελείται από πυροσβέστες που θα λάβουν την αναγκαία εκπαίδευση, αυτό δεν έχει συμβεί. Η ίδρυση των ΕΜΟΔΕ δεν καλύπτει αυτό το κενό, καθώς δεν πρόκειται για ένα καθετοποιημένο σώμα δασοπυρόσβεσης με επιστημονική γνώση όλων των παραμέτρων των δασικών πυρκαγιών και αποκλειστική ενασχόληση στο αντικείμενο σε όλα τα στάδια. Μάλιστα δεν προτείνεται καν το ελάχιστο δυνατό που είναι η απόκτηση ειδικοτήτων για το προσωπικό του ΠΣ ανά φυσική ή τεχνολογική καταστροφή και να εκλείψει η λογική του πυροσβέστη “γενικών καθηκόντων”. Η εξέλιξη των φυσικών καταστροφών απαιτεί την εξειδίκευση και επισταμένη και δια βίου εκπαίδευση του προσωπικού που θα κληθεί να τις αντιμετωπίσει. Περαιτέρω, με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου δεν επιλύονται ζητήματα που, μεταξύ άλλων, και το WWF Ελλάς έχει επισημάνει και έχει δημοσιοποιήσει με διάφορα μέσα, ανάμεσά τους και με εκθέσεις και επιστολές προς την πολιτική ηγεσία. Σημαντικότερα των οποίων είναι τα παρακάτω: 1. Ανισοκατανομή μεταξύ καταστολής και πρόληψης και προβλήματα στη διάθεση των πόρων. Το σύστημα χρηματοδότησης της αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών εστιάζει κυρίως σε δράσεις καταστολής έναντι δράσεων πρόληψης. Παράλληλα, παρατηρείται υπο-απορρόφηση χρηματοδοτικών εργαλείων, ειδικά στον τομέα της δασικής διαχείρισης, καθώς και καθυστερήσεις στη χρηματοδότηση επαναλαμβανόμενων δράσεων. Παραμένει ένα τεράστιο κενό στα θέματα διαφάνειας και λογοδοσίας το οποίο έχουμε επισημάνει πολλάκις στο παρελθόν. Το σύστημα χρηματοδότησης της αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών εστιάζει κυρίως σε δράσεις καταστολής έναντι δράσεων πρόληψης. Μάλιστα, για την περίοδο 2016-2020, το 83,95% των συνολικών κρατικών πόρων κατευθύνεται προς την καταστολή και μόλις το 16,05% προς την πρόληψη. Το ισοζύγιο αυτό άλλαξε ελαφρώς αλλά όχι καθοριστικά την περίοδο 2021-2022 χάρη στα ποσά που επενδύθηκαν στην πρόληψη μέσω της διαχείρισης καύσιμης ύλης συγκεκριμένων δασικών οικοσυστημάτων στο πλαίσιο των προγραμμάτων Antinero I & II του ΥΠΕΝ. Ωστόσο, χρειάζονται περισσότεροι πόροι, σωστός σχεδιασμός με συνέχεια και συνέπεια ούτως ώστε να φτάσουμε στο επιθυμητό επίπεδο. Επιπρόσθετα, πρέπει να γίνει κατανοητό πως καμία δράση διαχείρισης καύσιμης ύλης δεν έχει νόημα αν στις ζώνες αυτές δεν πραγματοποιούνται προσπάθειες δασοπυρόσβεσης κατά τη διάρκεια περιστατικών δασικών πυρκαγιών.Την ίδια στιγμή, η τελευταία έκθεση του Περιβαλλοντικού Προγράμματος του ΟΗΕ κάνει έκκληση προς τις κυβερνήσεις να επανεξετάσουν τις δαπάνες για την κατάσβεση των πυρκαγιών προτείνοντας τη διάθεση του 45% του προϋπολογισμού τους για την πρόληψη και την ετοιμότητα, το 35% για την καταστολή των πυρκαγιών και το 20% για την αποκατάσταση. Ωστόσο, το παρόν σχέδιο νόμου δεν αντιμετωπίζει καν το ζήτημα και δεν θέτει κανένα ποιοτικό ή ποσοτικό στόχο μετακίνησης της έμφασης και της σχετικής επένδυσης στην πρόληψη με κατ’ ελάχιστον επένδυση του 40% των διαθέσιμων πόρων σε αυτήν. 2. Έλλειψη κεντρικού σχεδιασμού της χρηματοδότησης των δράσεων πρόληψης και καταστολής. Η χρηματοδότηση των δράσεων πρόληψης και καταστολής των δασικών πυρκαγιών γίνεται αποσπασματικά, από διαφορετικά χρηματοδοτικά εργαλεία, χωρίς ολοκληρωμένο και μακροχρόνιο κεντρικό σχεδιασμό για την καταγραφή των αναγκών και των απαιτούμενων δράσεων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών. 3. Ανεπαρκής τεκμηρίωση και αιτιολόγηση των αποφάσεων και κενά στη συμμετοχή των πολιτών. Οι αποφάσεις κατανομής και διάθεσης των πόρων στηρίζονται σε μια αποσπασματική καταγραφή των υφιστάμενων αναγκών από τους δικαιούχους φορείς χωρίς να προηγείται μία συνολική και ολοκληρωμένη τεκμηρίωση των απαιτούμενων δράσεων. Κενά διαπιστωνονται, επίσης, τόσο στη δημόσια πρόσβαση των πολιτών στις πληροφορίες και στα έγγραφα βάσει των οποίων λαμβάνονται οι σχετικές αποφάσεις κατανομής των πόρων όσο και στη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία καταγραφής των αναγκών ή στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. 4. Έλλειψη απολογιστικών εκθέσεων. Μέχρι σήμερα κανένας αρμόδιος δημόσιος φορέας δεν φαίνεται να συντάσσει εκθέσεις πεπραγμένων, στις οποίες να γίνεται οικονομικός απολογισμός των έργων με βάση τους πόρους που έλαβε αλλά και αξιολόγηση των στόχων με βάση το σχεδιασμό. 5. Αποσπασματικότητα ελέγχων σχετικά με την αξιοποίηση των δημόσιων πόρων. Ενώ τα χρηματοδοτικά εργαλεία που διαχειρίζονται ενωσιακούς πόρους έχουν ένα δομημένο αυστηρό και πολυεπίπεδο σύστημα ελέγχων για τα πεπραγμένα, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις υπόλοιπες πηγές χρηματοδότησης των δασικών πυρκαγιών. Οι έλεγχοι που πραγματοποιούνται ανά χρηματοδοτικό εργαλείο φαίνονται αποσπασματικοί και ελλιπείς καθώς απουσιάζει η προηγούμενη τεκμηρίωση των αναγκών, στοιχείο που αποτελεί βασικό κενό στο υπάρχον σύστημα δασοπυροπροστασίας. Ορθώς καταργείται με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου η θέση του Περιφερειακού Συντονιστή Πολιτικής Προστασίας που όπως είχαμε σχολιάσει στη αντίστοιχη διαβούλευση του ν. 4662/2020 δημιούργησε στην πράξη συγκρούσεις και σύγχυση αρμοδιοτήτων με τους επικεφαλής των Περιφερειακών Διευθύνσεων Πολιτικής Προστασίας εισάγοντας ένα ακόμα επίπεδο αποφάσεων χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα. Εθελοντές Πέρα από τα επιμέρους τυπικά και νομικά θέματα που έχουν επισημανθεί κατά καιρούς, βασικό ζητούμενο παραμένει η εφαρμογή και η παραγωγή αποτελεσμάτων βραχυπρόθεσμα αλλά κυρίως μακροπρόθεσμα. Όπως όλοι οι εμπλεκόμενοι γνωρίζουν, οι προηγούμενοι νόμοι που διέπουν την οργάνωση της Πολιτικής Προστασίας στη χώρα μας (ν. 2344/1995, v. 3013/2002, v. 4249/2014, ν. 4662/2020) δεν εφαρμόστηκαν στο σύνολό τους ποτέ στην πράξη. Ένα παράδειγμα της ολιγωρίας που υπήρξε στην εφαρμογή των εκάστοτε νομοθετημάτων είναι το σύστημα εθελοντισμού. Είναι η μόνη σταθερή παράμετρος της Πολιτικής Προστασίας από το 2002, και μετά από 21 χρόνια δεν έχει επιτευχθεί η ουσιαστική εποπτεία και υποστήριξη στο έργο που παράγουν οι εθελοντικές οργανώσεις, το οποίο εκτελείται χωρίς κεντρική καθοδήγηση και με ίδια μέσα. Οι όποιες πρωτοβουλίες και προσπάθειες για την εφαρμογή του ν. 4662/2020 το έτος 2023 προχωρούν με πολύ αργούς ρυθμούς, χωρίς σαφή ενημέρωση για τα επόμενα βήματα (εκπαίδευση, πιστοποίηση, νέο μητρώο). Επίσης, το παρόν σχέδιο νόμου δεν προτείνει καμία επιπλέον ρύθμιση για τη βελτίωση του θεσμού του εθελοντισμού, όπως έμμεσα οικονομικά κίνητρα (απαλλαγή ΦΠΑ για αγορά εξοπλισμού, απαλλαγή διοδίων σε πορεία προς περιστατικό), σαφές πλαίσιο επίσημης και έγκαιρης κινητοποίησης, ενίσχυση σε υλικό εξοπλισμό, αποζημίωση απώλειας εισοδήματος σε περίπτωση κινητοποίησης, άδειες από την εργασία για την κινητοποίηση αλλά και για την εκπαίδευση. Οι εθελοντικές ομάδες του Μητρώου ΓΓΠΠ έχουν αποδείξει ότι πλέον έχουν την τεχνογνωσία, τον εξοπλισμό και την πρόθεση να συνεισφέρουν και πανελλαδικά εκτός από τις περιοχές που δραστηριοποιουνται άμεσα. Η εμπειρία των πυρκαγιών του 2022 στον Έβρο, του 2023 και των πλημμυρών του 2023 στη Θεσσαλία έδειξε ότι ομάδες από όλη την χώρα μπορούν να βοηθήσουν αποφασιστικά τους κρατικούς φορείς. Δυστυχώς, όμως, δεν υπάρχει ή δεν δύναται να υπάρξει η κατάλληλη υποστήριξη από την πλευρά του Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας (ΥΚΚΠΠ). Εκτός της Αττικής, η κινητοποίηση των εθελοντικών ομάδων να συμβάλλουν εκτός έδρας έγινε με δική τους πρωτοβουλία, χωρίς επίσημη κινητοποίηση από το ΥΚΚΠΠ, με κάλυψη εξόδων από τους εθελοντές ή τρίτους φορείς (π.χ. το WWF Ελλάς, το σωματείο Δεσμός, ή ιδιώτες χορηγούς), χωρίς μέριμνα για αντικατάσταση της φθοράς εξοπλισμού. Αυτά τα οργανωτικά κενά, ενώ έχουν επισημανθεί πολλάκις, δεν προτείνονται προς επίλυση στο προτεινόμενο σχέδιο νόμου.