Αρχική Αναδιάρθρωση Πολιτικής Προστασίας - Εθνικός Μηχανισμός Εναέριας Διάσωσης και ΑεροδιακομιδώνΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΡΙΣΕΩΝ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ Ν. 4662/2020 Άρθρο 30 Επιτροπή Διενέργειας Ελέγχων – Αντικατάσταση άρθρου 42 ν. 4662/2020Σχόλιο του χρήστη WWF Ελλάς | 29 Νοεμβρίου 2023, 08:53
Το συγκεκριμένο άρθρο υπονομεύει σοβαρά το κεκτημένο της περιβαλλοντικής προστασίας με σοβαρές αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, αλλά και επιπτώσεις στην ίδια την αντιπλημμυρική και αντιδιαβρωτική προστασία. Στην προτεινόμενη Επιτροπή Διενέργειας Ελέγχων δεν υπάρχει κανένας εκπρόσωπος της Γενικής Διεύθυνσης Υδάτων του ΥΠΕΝ ή των αντίστοιχών Περιφερειών που είναι οι καθ΄ ύλην αρμόδιοι για την διαχείριση των υδάτων. Η επιτροπή αυτή θα επιτρέπει παρεκκλίσεις από διαδικασίες που αποσκοπούν στην προστασία του περιβάλλοντος χωρίς να έχει την απαραίτητη τεχνογνωσία. Η Επιτροπή οφείλει να συνεργάζεται με τους αρμόδιους φορείς ώστε να υλοποιούνται έγκαιρα και συντονισμένα τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα, όπου είναι απαραίτητο, χωρίς να υπάρχουν μεμονωμένες και σπασμωδικές κινήσεις επικοινωνιακού χαρακτήρα από το ΥΚΚΠΠ (όπως έχουν πραγματοποιηθεί στο παρελθόν σε προστατευόμενες περιοχές χωρίς καμία συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές) οι οποίες δεν προσφέρουν κανένα πρακτικό αποτέλεσμα. Με την προτεινόμενη διάταξη μεταφέρεται η αρμοδιότητα χαρακτηρισμού έργων ως κατεπειγόντων και άμεσης υλοποίησης στον ΥΚΚΠΠ. Με βάση το άρθρο 42 του ν. 4622/2020 όπως ισχύει σήμερα η αρμοδιότητα αυτή ανήκει στην Επιτροπή Εκτίμησης Κινδύνου και αφορά “προληπτικής φύσεως έργα ή εργασίες των Δήμων ή Περιφερειών ή της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας ή οποιουδήποτε άλλου αρμόδιου φορέα του Δημοσίου”, τα οποία διακρίνονται σε περισσότερες κατηγορίες (περιπτ. α-η). Το παρόν άρθρο 30 επικεντρώνεται σε έργα “α) [...] καθαρισμού της κοίτης των ρεμάτων και της λειτουργικότητας των υφιστάμενων αντιπλημμυρικών έργων, β) καθαρισμού αγωγών ομβρίων υδάτων, γ) [...] ανάσχεσης διάβρωσης βασικών οδικών δικτύων, αντιστήριξης πρανών και αποτροπής κατολισθητικών φαινομένων”, δίχως να προσδιορίζεται ότι ο φορέας υλοποίησης είναι φορέας του Δημοσίου. Το προτεινόμενο άρθρο δεν προβλέπει καμία διαδικασία διαπίστωσης και τεκμηρίωσης, ex ante ή ex post, του κατεπείγοντος χαρακτήρα των έργων. Δεν προβλέπεται καμία επιστημονικά και τεχνικά τεκμηριωμένη διαπίστωση (με αντίστοιχη τεχνική έκθεση ειδικών) ότι κατ΄ελάχιστο τα έργα αυτά θα έχουν για παράδειγμα τον σκοπό βραχείας αποκατάστασης και θα πραγματοποιηθούν για την προστασία της ανθρώπινης ζωής ή την αποτροπή νέας άμεσης καταστροφής. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει η παραμικρή δικλείδα ασφαλείας, η οποία να αποτρέπει την καταχρηστική εφαρμογή της διάταξης σε όσες περιπτώσεις οι αρμόδιοι φορείς αδυνατούν να ακολουθήσουν τις απαιτούμενες αδειοδοτικές διαδικασίες. Σημειώνεται ότι για ορισμένα από τα έργα αυτά, όπως τα αντιπλημμυρικά, θα πρέπει να υπάρχει σχεδιασμός σε επίπεδο λεκανών απορροής κατά το ισχύον νομικό πλαίσιο. Τα έργα πρόληψης υποτίθεται ότι αποτελούν έργα μακροχρόνιου σχεδιασμού για τα οποία υπάρχει διαθέσιμος χρόνος υλοποίησης και τήρησης των περιβαλλοντικών όρων εφόσον σχεδιαστούν εγκαίρως και αποτελεσματικά. Η ανεπάρκεια που παρατηρείται στον σχεδιασμό της πρόληψης δεν πρέπει να αποτελεί δικαιολογία για την παράκαμψη της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και την καταστροφή φυσικών περιοχών που έτσι κι αλλιώς συμβάλλουν και στην αντιπλημμυρική προστασία. Για άλλη μια φορά, θα πρέπει να τονιστεί ότι ο καλύτερος τρόπος προστασίας από επαπειλούμενους φυσικούς κινδύνους είναι ο ορθολογικός σχεδιασμός των χρήσεων γης και η αξιοποίηση των φυσικών («πράσινων») υποδομών μέσω της προσέγγισης των “Λύσεων βασισμένων στη φύση Φύση” (Nature Based Solutions-NBS). Είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό το γεγονός ότι ο νομοθέτης προβλέπει μια αδιαφανή και χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση διαδικασία προκειμένου να προσδιορίσει τις απαιτούμενες λύσεις. Σε ό,τι αφορά την έγκριση των έργων που χαρακτηρίζονται ως κατεπείγοντα και άμεσης υλοποίησης, η παράγραφος 6 εδάφιο β΄της προτεινόμενης διάταξης παραπέμπει στη διαδικασία του άρθρου 1 παρ. 2α περ. α του ν. 4014/2011 σχετικά με την έγκριση έργων και δραστηριοτήτων που απαιτούν περιβαλλοντική αδειοδότηση και έχουν χαρακτηριστεί ως κατεπείγοντα και άμεσης υλοποίησης. Η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2α του ν. 4014/2011 (Α΄209), όπως ισχύει, μετέφερε στην εθνική έννομη τάξη τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 της Οδηγίας 2011/92/ΕΕ, όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2014/52/ΕΕ, η οποία ορίζει ότι “Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν, κατά περίπτωση εάν αυτό προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, να μην εφαρμόζουν την παρούσα οδηγία για έργα ή τμήματα έργων, που εξυπηρετούν αποκλειστικά σκοπούς άμυνας ή έργα που εξυπηρετούν αποκλειστικά σκοπούς αντιμετώπισης έκτακτων περιστατικών πολιτικής προστασίας, εφόσον κρίνουν ότι η εφαρμογή της οδηγίας θα έχει δυσμενή επίπτωση στους σκοπούς αυτούς”. Σύμφωνα, όμως, με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής “η εξαίρεση καλύπτει μόνο τα έργα που εξυπηρετούν την αντιμετώπιση έκτακτων περιστατικών πολιτικής προστασίας, όχι τα έργα που εισάγουν μέτρα που αποσκοπούν στην πρόληψη τέτοιων περιστατικών. Η εξαίρεση θα ήταν γενικά δικαιολογημένη μόνο εάν η το έκτακτο περιστατικό που οδήγησε στο έργο δεν μπορούσε να προβλεφθεί ή, στην περίπτωση που μπορούσε να προβλεφθεί, το έργο δεν μπορούσε να έχει αναληφθεί νωρίτερα” (βλ. Ανακοίνωση της Επιτροπής (2019/C 386/05). Έγγραφο καθοδήγησης σχετικά με την εφαρμογή εξαιρέσεων βάσει της οδηγίας για την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων (οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/52/ΕΕ) — άρθρο 1 παράγραφος 3 και άρθρο 2 παράγραφοι 4 και 5.. Περαιτέρω, με βάση τις γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου, οι εξαιρέσεις θα πρέπει να ερμηνεύονται με τρόπο συσταλτικό και περιοριστικό. Επιπλέον, η προωθούμενη διάταξη δεν συνάδει με το άρθρο 2 παρ. 4 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ (όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2014/52/ΕΕ) που προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών μελών να εξαιρούν σε “εξαιρετικές περιπτώσεις” ένα συγκεκριμένο έργο από τις απαιτήσεις της οδηγίας αυτής σχετικά με την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, καθώς (i) όπως αναφέρεται στο προαναφερθέν έγγραφο καθοδήγησης της Επιτροπής “η εξαίρεση αυτή θα εφαρμόζεται κατά περίπτωση και δεν θα επιτρέπει, για παράδειγμα, την εξαίρεση ολόκληρης κατηγορίας έργων” (Ανακοίνωση της Επιτροπής (2019/C 386/05), σελ. 14) όπως συμβαίνει με τις προωθούμενες παρεκκλίσεις της παρούσας διάταξης, (ii) δεν υπάρχει πρόβλεψη για τα διαδικαστικά βήματα που πρέπει να ακολουθηθούν για τη χρήση της εξαίρεσης αυτής και ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα χρήσης εναλλακτικής μορφής εκτίμησης και συμμετοχής του κοινού, και (iii) δεν διασφαλίζεται η επίτευξη των στόχων της οδηγίας όπως ρητά απαιτεί το άρθρο 2 παρ. 4 της οδηγίας. Περαιτέρω, για έργα τα οποία είναι δυνατόν να επηρεάζουν σημαντικά περιοχές του δικτύου Natura 2000, η παράγραφος 6 της προωθούμενης διάταξης (τόσο η έγκρισή τους από τη Διεύθυνση Τεχνικών Έργων και Περιβάλλοντος της ΓΓΠΠ χωρίς καμία αναφορά στην υποχρέωση εκτίμησης των επιπτώσεών τους όσο και η εξαίρεσή τους από την περιβαλλοντική αδειοδότηση με παραπομπή στο άρθρο 1 παρ. 2α περ. α του ν. 4014/2011, και άρα από την εκπόνηση Ειδικής Οικολογικής Αξιολόγησης), είναι όλως αντίθετη με τις υποχρεώσεις της χώρας μας βάσει του άρθρου 6 παρ. 3 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ το οποίο προβλέπει ρητά την εκπόνηση δέουσας εκτίμησης των επιπτώσεων των έργων αυτών πριν από την αδειοδότησή τους. Τονίζεται δε ότι σύμφωνα με την οδηγία τα έργα αυτά δύνανται να εγκριθούν μόνον εφόσον οι αρμόδιες αρχές βεβαιωθούν, βάσει των συμπερασμάτων της δέουσας εκτίμησης, ότι δεν θα παραβλάψουν την ακεραιότητα της εν λόγω περιοχής. Θα πρέπει, να επισημανθεί ότι οι εργασίες «καθαρισμού», με τον τρόπο που εκτελούνται (ιδίως από υπηρεσίες της αυτοδιοίκησης) έχουν συχνά πολύ σοβαρές, αν όχι καταστροφικές, συνέπειες για το περιβάλλον και επιπρόσθετα δεν επιτελούν τον σκοπό για τον οποίο γίνονται. Το προτεινόμενο άρθρο 30 θα πρέπει να αποσυρθεί στο σύνολό του καθότι παραβιάζει την ενωσιακή νομοθεσία. Οι συνθήκες έκτακτης ανάγκης και ο χρόνος ολοκλήρωσης συχνά σύνθετων διοικητικών διαδικασιών δεν μπορούν να προβάλλονται ως πρόσχημα για την έκπτωση από το περιβαλλοντικό κεκτημένο. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα αναμένεται ότι τα επόμενα χρόνια επιδείνωσης της κλιματικής κρίσης θα εκδηλώνονται ολοένα και συχνότερα και με μεγαλύτερη δριμύτητα. Είναι επιτακτική, λοιπόν, η ανάγκη οι κοινωνίες μας να οχυρωθούν απέναντι στα φαινόμενα αυτά αναπτύσσοντας ανθεκτικότητα. Αυτό μπορεί να συμβεί με τη συμμόρφωση της χώρας μας με τις επιταγές της ενωσιακής και εθνικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας, τα πιο πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα, και τις βέλτιστες πρακτικές.