Από την πλευρά μας κάποια στοιχεία προβληματισμού:
- Είναι φανερή η απουσία της άποψης της ασφαλιστικής αγοράς από την προετοιμασία του νομοσχεδίου
-Το προτεινόμενο νομοασχεδιο αναφέρεται σε ασφάλιση στοιχείων του ενεργητικού, το οποίο περιλαμβάνει και στοιχεία τα οποία δεν ασφαλίζονται από συνήθη ασφαλιστήρια περιουσίας (π.χ. οχήματα). Επίσης, για τα οχήματα – μηχανήματα έργου, υπάρχουν περιορισμοί ως προς την ασφάλισή τους, είτε αφορούν τη “χρήση” των οχημάτων όπου οι ασφαλιστικές καλύψεις εκτός Αστικής Ευθύνης προς τρίτους παρέχονται από περιορισμένο αριθμό ασφαλιστικών εταιρειών, είτε λόγω παλαιότητάς τους.
-Τα στοιχεία ενεργητικού στον ισολογισμό αποτιμώνται συνήθως σε τιμές κόστους παραγωγής, οι οποίες δεν αποτελούν βάση αποζημίωσης στα ασφαλιστήρια περιουσίας
-Δε λαμβάνει η πρόταση υπόψη ότι πολλών επιχειρήσεων το ενεργητικό βρίσκεται σε περισσότερες της μιας τοποθεσίες
-Πολλά ασφαλιστήρια μεγάλων επιχειρήσεων περιλαμβάνουν loss limit (ανώτατο ορίου ευθύνης) στουυς κινδύνους φυσικών καταστροφών. Για τον υπολογισμό του λαμβάνεται υπόψη ποια θα είναι η επίπτωση ενός ζημιογόνου γεγονότος στην ασφαλιζόμενη εγκατάσταση. Η απόφαση για το όριο επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες όπως τα μέτρα προστασίας της κάθε επιχείρησης, η ιστορικότητα - σφοδρότητα αντίστοιχων φαινομένων. Αρκετές επιχειρήσεις καταλήγουν σε σχετικές αποφάσεις με βάση την έκθεσή τους στον κίνδυνο. Παράλληλα, σχετικές μελέτες μπορεί να πραγματοποιηθούν από διάφορους φορείς της ευρύτερης ασφαλιστικής αγοράς και γίνονται συνήθως αποδεκτές από τη διεθνή επιχειρηματική κοινότητα ως προς το σχεδιασμό του πλαισίου της ασφαλιστικής κάλυψης περιουσίας & απώλειας κερδών ενός οργανισμού. Ως εκ τούτου, η πιθανότητα πραγματοποίησης ζημιάς και η πιθανή έκτασή της, θα πρέπει να συνεκτιμώνται για να κριθεί αν μια επιχείρηση είναι επαρκώς ασφαλισμένη ή όχι.
-Αν παραμείνει η απαίτηση για ασφάλιση του 70% των περιουσιακών στοιχείων, χωρίς όριο αποζημίωσης, η ασφαλιστική κάλυψη για τους μεγάλους επιχειρηματικούς κίνδυνους ενδεχομένως να μην καθίσταται εφικτή, λόγω μη στήριξής της από την ασφαλιστική αγορά (επάρκεια αναληπτικής ικανότητας - capacity, βέλτιστες ασφαλιστικές πρακτικές, περιορισμός του ύφους της έκθεσης στον κίνδυνο από τις (αντ)ασφαλιστικές εταιρείες κυρίως για τον κίνδυνο του σεισμού κ.α.) και στην καλύτερη των περιπτώσεων να γίνει ασύμφορα κοστοβόρα.
Από την πλευρά μας κάποια στοιχεία προβληματισμού: - Είναι φανερή η απουσία της άποψης της ασφαλιστικής αγοράς από την προετοιμασία του νομοσχεδίου -Το προτεινόμενο νομοασχεδιο αναφέρεται σε ασφάλιση στοιχείων του ενεργητικού, το οποίο περιλαμβάνει και στοιχεία τα οποία δεν ασφαλίζονται από συνήθη ασφαλιστήρια περιουσίας (π.χ. οχήματα). Επίσης, για τα οχήματα – μηχανήματα έργου, υπάρχουν περιορισμοί ως προς την ασφάλισή τους, είτε αφορούν τη “χρήση” των οχημάτων όπου οι ασφαλιστικές καλύψεις εκτός Αστικής Ευθύνης προς τρίτους παρέχονται από περιορισμένο αριθμό ασφαλιστικών εταιρειών, είτε λόγω παλαιότητάς τους. -Τα στοιχεία ενεργητικού στον ισολογισμό αποτιμώνται συνήθως σε τιμές κόστους παραγωγής, οι οποίες δεν αποτελούν βάση αποζημίωσης στα ασφαλιστήρια περιουσίας -Δε λαμβάνει η πρόταση υπόψη ότι πολλών επιχειρήσεων το ενεργητικό βρίσκεται σε περισσότερες της μιας τοποθεσίες -Πολλά ασφαλιστήρια μεγάλων επιχειρήσεων περιλαμβάνουν loss limit (ανώτατο ορίου ευθύνης) στουυς κινδύνους φυσικών καταστροφών. Για τον υπολογισμό του λαμβάνεται υπόψη ποια θα είναι η επίπτωση ενός ζημιογόνου γεγονότος στην ασφαλιζόμενη εγκατάσταση. Η απόφαση για το όριο επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες όπως τα μέτρα προστασίας της κάθε επιχείρησης, η ιστορικότητα - σφοδρότητα αντίστοιχων φαινομένων. Αρκετές επιχειρήσεις καταλήγουν σε σχετικές αποφάσεις με βάση την έκθεσή τους στον κίνδυνο. Παράλληλα, σχετικές μελέτες μπορεί να πραγματοποιηθούν από διάφορους φορείς της ευρύτερης ασφαλιστικής αγοράς και γίνονται συνήθως αποδεκτές από τη διεθνή επιχειρηματική κοινότητα ως προς το σχεδιασμό του πλαισίου της ασφαλιστικής κάλυψης περιουσίας & απώλειας κερδών ενός οργανισμού. Ως εκ τούτου, η πιθανότητα πραγματοποίησης ζημιάς και η πιθανή έκτασή της, θα πρέπει να συνεκτιμώνται για να κριθεί αν μια επιχείρηση είναι επαρκώς ασφαλισμένη ή όχι. -Αν παραμείνει η απαίτηση για ασφάλιση του 70% των περιουσιακών στοιχείων, χωρίς όριο αποζημίωσης, η ασφαλιστική κάλυψη για τους μεγάλους επιχειρηματικούς κίνδυνους ενδεχομένως να μην καθίσταται εφικτή, λόγω μη στήριξής της από την ασφαλιστική αγορά (επάρκεια αναληπτικής ικανότητας - capacity, βέλτιστες ασφαλιστικές πρακτικές, περιορισμός του ύφους της έκθεσης στον κίνδυνο από τις (αντ)ασφαλιστικές εταιρείες κυρίως για τον κίνδυνο του σεισμού κ.α.) και στην καλύτερη των περιπτώσεων να γίνει ασύμφορα κοστοβόρα.