ΕΠΙΛΟΓΗ 10: Ως προς τη δυνατότητα που προβλέπεται από τις Οδηγίες να καταστεί υποχρεωτική η ανάθεση συμβάσεων με τη μορφή χωριστών τμημάτων, θεωρείτε ότι πρέπει:
(α) να ενεργοποιηθεί η σχετική δυνατότητα στην πράξη ενσωμάτωσης ή
(β) να επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια της αναθέτουσας αρχής/του αναθέτοντος φορέα να αποφασίζει, κατά περίπτωση, εάν θα αναθέσει μια σύμβαση υπό τη μορφή χωριστών τμημάτων, εκτιμώντας ad hoc το είδος της υπό ανάθεση σύμβασης και τις ειδικές κάθε φορά περιστάσεις και απαιτήσεις αυτής;
Παρακαλείσθε να παραθέσετε σχετική τεκμηρίωση ως προς τη σκοπιμότητα, τη χρησιμότητα και την αποτελεσματικότητα της επιλογής σας για τις αναθέτουσες αρχές/τους αναθέτοντες φορείς κατά τη διαδικασία ανάθεσης των συμβάσεων τους.
Διευκρινίσεις: Η ρύθμιση για τη δυνατότητα υποδιαίρεσης συμβάσεων σε τμήματα είναι νέα στο παράγωγο δίκαιο δημοσίων συμβάσεων της Ένωσης και σκοπό έχει να ενισχύσει τον ανταγωνισμό με την προώθηση της πρόσβασης και τη διευκόλυνση της συμμετοχής των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) στις δημόσιες συμβάσεις. Στόχος είναι αφενός η διατήρηση της απλότητας/αποφυγή της πολυπλοκότητας στις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων και αφετέρου η επιδίωξη της καλύτερης δυνατής σχέσης τιμής-απόδοσης (“value for money”).
Κατά τα προβλεπόμενα στην Οδηγία 2014/24/ΕΕ, οι αναθέτουσες αρχές οφείλουν να εξετάσουν τη δυνατότητα υποδιαίρεσης των συμβάσεων σε τμήματα, στην περίπτωση δε που αποφασίσουν ότι δεν είναι σκόπιμη η εν λόγω υποδιαίρεση, οφείλουν να αναφέρουν τους σχετικούς λόγους αυτής της επιλογής είτε στα έγγραφα της σύμβασης είτε στη χωριστή έκθεση σχετικά με τις διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων κατ’ άρθρο 84. Τέτοιοι λόγοι, θα ήταν, για παράδειγμα , i) να αποφανθεί η αναθέτουσα αρχή ότι η υποδιαίρεση εγκυμονεί τον κίνδυνο να περιοριστεί ο ανταγωνισμός ή ii) να γίνει η εκτέλεση της σύμβασης υπερβολικά δύσκολη από τεχνικής απόψεως ή ακριβή ή iii) ότι η ανάγκη να συντονιστούν οι διάφοροι εργολάβοι των τμημάτων ενδέχεται να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την ορθή εκτέλεση της σύμβασης. Χωρίς αμφιβολία, υπάρχουν συμβάσεις που αφορούν σε μια συγκεκριμένη ενιαία απαίτηση ή παράδοση, για την οποία η υποδιαίρεση σε τμήματα θα ήταν ανέφικτη ή θα μπορούσε να είναι μόνο “τεχνητή”.
Σημειωτέον ότι, από τη μία πλευρά, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι οι πλέον αρμόδιοι για να αποφασίσουν σε κάθε περίπτωση τη σκοπιμότητα της υποδιαίρεσης συμβάσεων σε τμήματα, τον αριθμό των τμημάτων και τη βάση για τα διαφορετικά τμήματα είναι οι αναθέτουσες αρχές/αναθέτοντες φορείς που διεξάγουν τις σχετικές διαδικασίες ανάθεσης των συμβάσεων. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, η επιλογή της υποχρεωτικής υποδιαίρεσης συμβάσεων σε τμήματα σύμφωνα με εθνικούς κανόνες θα μπορούσε να διασφαλίσει ότι η υποδιαίρεση σε τμήματα λαμβάνει πράγματι χώρα, όταν τούτο κρίνεται αναγκαίο/κατάλληλο/εφικτό και το οποίο ενδεχομένως δεν θα συνέβαινε εάν επαφίετο εξ’ ολοκλήρου στη διακριτική ευχέρεια της αναθέτουσας αρχής/αναθέτοντος φορέα. Επιπλέον, η υποχρεωτική ανάθεση συμβάσεων με τη μορφή χωριστών τμημάτων θα μπορούσε να συμβάλλει στο να αποφεύγονται ανακόλουθες/αντιφατικές προσεγγίσεις σε ό,τι αφορά την υποδιαίρεση συμβάσεων σε τμήματα για -κατά τα λοιπά- παρόμοιες αναθέσεις.