Στο άρθρο 352 του ν. 4412/2016 (Α΄ 147), α) το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 τροποποιείται ως προς τον τρόπο λήψης απόφασης, β) στις παρ. 2, 4 και 5 η λέξη «ΑΕΠΠ» αντικαθίσταται από τη λέξη «Αρχή», γ) στις παρ. 2, 5, 6, 7, 8 και 10 οι λέξεις «μέλος» ή «διωκόμενο μέλος» αντικαθίστανται από τη λέξη «εγκαλούμενος» ή τη λέξη «καταδικασθείς», δ) στην περ. γ΄ της παρ. 2 προστίθεται η λέξη «παράνομη» και η διατύπωση βελτιώνεται νομοτεχνικά, ε) στην παρ. 4 οι λέξεις «το μέλος» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Πρόεδρος, Σύμβουλος ή το μέλος», στ) στην παρ. 5 οι λέξεις «προς όφελος» αντικαθίστανται από τη λέξη «υπέρ», ζ) στην παρ. 6 ο αριθμός «350» αντικαθίσταται από τον αριθμό «351», η) οι παρ. 7, 8 και 11 βελτιώνονται νομοτεχνικά και το άρθρο 352 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 352
Πειθαρχική διαδικασία
1. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο συνεδριάζει νομίμως και αποφασίζει με την παρουσία όλων των μελών του, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.
2. Ως πειθαρχικά παραπτώματα θεωρούνται:
α) η παράβαση διατάξεων του παρόντος και εν γένει της ισχύουσας νομοθεσίας κατά την άσκηση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων,
β) η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων,
γ) η παράνομη απόκτηση, κατά την άσκηση των καθηκόντων του εγκαλούμενου ή εξ αφορμής αυτών, οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος του ιδίου ή τρίτου προσώπου και
δ) η υπαίτια πρόκληση ζημίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή της Αρχής.
3. Οι επιβαλλόμενες από το Πειθαρχικό Συμβούλιο ποινές είναι: α) έγγραφη επίπληξη, β) πρόστιμο έως τις αποδοχές δώδεκα (12) μηνών και γ) οριστική παύση.
4. Σε περίπτωση επιβολής εντός διετίας δύο (2) πειθαρχικών ποινών επίπληξης ή/και προστίμου στον Πρόεδρο, σε Σύμβουλο ή σε μέλος της Αρχής για το ίδιο ή διαφορετικό πειθαρχικό παράπτωμα, ο Πρόεδρος, ο Σύμβουλος ή το μέλος εκπίπτουν αυτοδικαίως από τη θέση τους, με διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης.
5. Η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί μόνο στις εξής περιπτώσεις:
α) αν το πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά ταυτόχρονα και αξιόποινη πράξη,
β) αν ο εγκαλούμενος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών, απέκτησε ή επιδίωξε να αποκτήσει οικονομικό όφελος ή αντάλλαγμα υπέρ του ιδίου ή τρίτου προσώπου,
γ) αν παραβιάστηκε η υποχρέωση εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας,
δ) παραβιάστηκαν οι παρ. 2 έως 5 του άρθρου 349,
ε) αν προκλήθηκε υπαιτίως ζημία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή της Αρχής.
6. Μετά από την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας κατά την παρ. 1 του άρθρου 351, ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου υποχρεούται να καλέσει τον εγκαλούμενο σε προηγούμενη ακρόαση και παροχή έγγραφων εξηγήσεων με κλήση, η οποία αναφέρει το αποδιδόμενο παράπτωμα και επιδίδεται στον εγκαλούμενο με δικαστικό επιμελητή ή άλλο δημόσιο όργανο. Στην κλήση αναφέρεται η ημερομηνία ακρόασης του εγκαλούμενου ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, η οποία δεν μπορεί να απέχει λιγότερο των δέκα (10) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της κλήσης. Πριν από την ακρόαση και την παροχή έγγραφων εξηγήσεων, ο εγκαλούμενος δικαιούται να λάβει γνώση του φακέλου της υπόθεσης.
7. Κατά την ακρόαση, ο εγκαλούμενος υποβάλλει ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου τις έγγραφες εξηγήσεις του, παρέχει τις απαιτούμενες διευκρινίσεις, απαντά σε ερωτήσεις και εν γένει διευκολύνει το έργο του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη διακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Μετά την ολοκλήρωση της ανωτέρω διαδικασίας, το Πειθαρχικό Συμβούλιο διασκέπτεται αυθημερόν και εκδίδει απόφαση, η οποία:
α) είτε κρίνει ικανοποιητικές και επαρκείς τις εξηγήσεις του εγκαλούμενου και παύει την πειθαρχική διαδικασία,
β) είτε δίδει εντολή στον Πρόεδρο του Συμβουλίου να συντάξει έκθεση πειθαρχικού παραπτώματος στην οποία περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, το κατά την παρ. 2 πειθαρχικό παράπτωμα και ορίζεται ημέρα και ώρα συνεδρίασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη συζήτηση της υπόθεσης, στην οποία καλείται να παραστεί ο εγκαλούμενος, εφόσον το επιθυμεί και με πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ως άνω απόφαση και στις δύο περιπτώσεις επιδίδεται στον εγκαλούμενο με δικαστικό επιμελητή ή άλλο δημόσιο όργανο.
8. Σε περίπτωση άσκησης πειθαρχικής δίωξης με απόφαση της περ. β΄ του δεύτερου εδαφίου της παρ. 7, κατά την ορισθείσα ημέρα συνεδρίασης, το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί κατά την κρίση του να εξετάσει μάρτυρες, μετά δε την προφορική ενώπιον του απολογία του εγκαλούμενου ή, σε περίπτωση μη εμφανίσεώς του, μετά τη διαπίστωση της νόμιμης κλήτευσής του, εκδίδει αμέσως την απόφασή του. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί, αν το κρίνει αναγκαίο, να διατάξει τη συμπλήρωση της έκθεσης πειθαρχικού παραπτώματος και την επανάληψη της συζήτησης. Στην περίπτωση αυτή καλείται ο εγκαλούμενος με νέα κλήση, στην οποία ορίζεται νέα ημέρα και ώρα συζήτησης, η οποία επιδίδεται, σύμφωνα με την παρ. 7. Η επίδοση αυτή μπορεί να παραλειφθεί, εφόσον ο εγκαλούμενος κατά την πρώτη συζήτηση ήταν παρών και του γνωστοποιήθηκε η νέα ημερομηνία συζήτησης. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί επίσης να αναβάλει άπαξ τη λήψη απόφασης, προκειμένου να εξετάσει ή επανεξετάσει μάρτυρες, ορίζοντας για τον λόγο αυτό νέα ημερομηνία συζήτησης της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή, κλήση του εγκαλούμενου απαιτείται μόνο εάν αυτός ήταν απών. Οι μάρτυρες προσέρχονται με επιμέλεια των ενδιαφερομένων. Η μη προσέλευση των μαρτύρων δεν κωλύει τη λήψη απόφασης.
9. Η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι ειδικώς αιτιολογημένη, συντάσσεται εγγράφως και τηρούνται συνοπτικά πρακτικά των συνεδριάσεων.
10. Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από τυχόν εκκρεμή ποινική δίωξη. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει αυτοδίκαια την πειθαρχική διαδικασία, μπορεί όμως το Πειθαρχικό Συμβούλιο να διατάξει την αναστολή της μέχρι την περάτωση της ποινικής δίκης. Πραγματικά γεγονότα, τα οποία διαπιστώθηκαν με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, λαμβάνονται υπόψη στην πειθαρχική διαδικασία, ουδόλως όμως κωλύεται το Πειθαρχικό Συμβούλιο να εκδώσει απόφαση διαφορετική της ποινικής. Σε περίπτωση αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου για αδίκημα σχετιζόμενο με παραβάσεις των διατάξεων ταυ παρόντος ή για αδίκημα που συνεπάγεται κώλυμα διορισμού ή έκπτωση δημοσίου υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/ 2007, Α΄ 26), εκδίδεται απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, με την οποία διαπιστώνεται η οριστική παύση του καταδικασθέντος.
11. Τα πειθαρχικά παραπτώματα της παρ. 2 παραγράφονται μετά πενταετία από την τέλεση τους. Πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο αποτελεί και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται πριν παραγραφεί το ποινικό αδίκημα. Η κατά την παρ. 6 κλήση για ακρόαση και για έγγραφες εξηγήσεις διακόπτει την ως άνω παραγραφή. Στην περίπτωση αυτή ο συνολικός χρόνος παραγραφής δεν μπορεί να υπερβεί τα επτά (7) έτη, με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου και της περίπτωσης της αναστολής της πειθαρχικής διαδικασίας κατά την παρ. 10, οπότε και ο χρόνος παραγραφής του πειθαρχικού παραπτώματος δεν συμπληρώνεται πριν από την παρέλευση έτους από την ημερομηνία δημοσίευσης της αμετάκλητης απόφασης ποινικού δικαστηρίου.
12. Οι διατάξεις του Μέρους Ε` («Πειθαρχικό Δίκαιο») του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. εφαρμόζονται αναλόγως.»
Παρ 5ε : Οριστική Παύση για υπαίτια ζημιά σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου η της Αρχής.
Εδώ αν ποτέ ανατραπεί απόφαση της αρχής από Διοικητικό Εφετείο η το Σ.τ.Ε. τότε αν η αρχή έχει κάνει δεκτή οποιαδήποτε προσφυγή , άρα η σύμβαση ανατέθηκε σε ακριβότερο φορέα , τα μέλη του τμήματος θα έχουν προκαλέσει βλάβη στο Ελληνικό Δημόσιο η στην θολή έννοια της φήμης της Αρχής και θα πρέπει να απολυθούν από την αρχή. Εδώ έχουμε εκ του πλαγίου την υποχρέωση απόρριψης κάθε προσφυγής προκειμένου τα μέλη να μην διωχθούν. Αυτό πρέπει αν είναι συστατικό αξιολόγησης για προαγωγή η υπαλληλική ανέλιξη αλλά ΟΧΙ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΑΠΟΛΥΣΗΣ.
Η πρόβλεψη της παρ. 10 ότι δηλαδή το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί να εκδώσει απόφαση διαφορετική από την απόφαση του Ποινικού Δικαστηρίου είναι ευθέως αντίθετη με την διάταξη του άρθρου 17 του Ν 4446/2016 όπου αναφέρεται ότι η Διοικητική Δικαιοσύνη ανεξάρτητα από το ποιο Δικαστήριο είναι , ποσά , όρια , είδος διαδικασίας κλπ. ΡΗΤΑ ΔΕΣΜΕΥΕΤΑΙ να αποδέχεται και να εφαρμόζει είτε τις καταδικαστικές είτε τις αθωωτικές αποφάσεις των Ποινικών Δικαστηρίων ( Εφόσον είναι αμετάκλητες ) , οπότε η διάταξη αυτή πρέπει να καταργηθεί. Στην πράξη το Σ.τ.Ε. κάτι με τα όρια κάτι με σκεπτικά του στύλ , αθωώθηκε ο υπεύθυνος αλλά όχι η επιχείρηση, προσπαθεί να βραχυκυκλώσει την διάταξη αλλά μέχρι στιγμής αυτή – εξ΄όσων γνωρίζουμε δεν έχει ανακληθεί. Ευχής έργον θα ήταν , είτε αυτή η διάταξη να κριθεί από το Α.Ε.Δ. η σε διαδικασία αγωγής κακοδικίας όπου είναι μέλη της σύνθεσης από όλα τα Δικαστήρια και να ξεμπερδεύει η κοινωνία από την καταδυνάστευση των διαφορετικών κρίσεων για επακριβώς το ίδιο θέμα. Δεν ανήκουν στον ίδιο νομικό πολιτισμό χώρας της Ε.Ε. τα κείμενα όπου το Ποινικό Δικαστήριο αθωώνει διότι » Το σωματείο …ουδέποτε απώλεσε τον ΜΗ κερδοσκοπικό σκοπό και χαρακτήρα του κλπ» και το Σ.τ.Ε. για τις ίδιες χρήσεις και αντικείμενο διαφοράς να λέει ότι «Η προσφυγή είναι προδήλως άδικη διότι το πρόστιμο είναι κάτω από 40.000 € » και να καταστρέφει την επιχείρηση ( σωματείο) κλπ. Αν αυτοί οι δικαστές , με αυτά τα μυαλά μεγαλωμένοι στο δικαιοδοτικό σύστημα γίνουν μέλη της Αρχής δεν πρόκειται να μείνει ζωντανή καμία επιχείρηση..