Αρχική Αθλητικός νόμοςΆρθρο 45: Διοικητικό Συμβούλιο-Εξελεγκτική Επιτροπή ΟμοσπονδίαςΣχόλιο του χρήστη Γιώργος Λιανός | 29 Νοεμβρίου 2014, 21:50
Υπουργείο Πολιτισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
1) Η διάταξη σύμφωνα με την οποία «οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι στο Δ.Σ. έχουν δικαίωμα μιας μόνο ανανέωσης της θητείας τους, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει, συνολικά, τα οκτώ (8) έτη» είναι κατά την άποψή μου αντισυνταγματική. Η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι κατοχυρώνεται στο άρθρο 12 Σ και συμπεριλαμβάνει μεταξύ άλλων και την ελευθερία συμμετοχής στη Διοίκηση αθλητικής ομοσπονδίας, η οποία αποτελεί ένωση σωματείων και έχει σωματειακή δομή. Στην ελευθερία αυτή είναι δυνατόν να τεθούν με νόμο περιορισμοί, οι οποίοι όμως έχουν ως όριο, μεταξύ άλλων, και την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ Σ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία εφαρμόζεται σε όλα τα ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες, πρέπει να ελέγχεται α) αν ο περιορισμός της συγκεκριμένης ελευθερίας είναι κατάλληλος/πρόσφορος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος (αρχή της προσφορότητας), β) αν ο περιορισμός της συγκεκριμένης ελευθερίας είναι αναγκαίος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος, δηλαδή αν ο περιορισμός συνιστά μέτρο το οποίο, σε σχέση με άλλα μέτρα που μπορεί να ληφθούν, επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον ιδιώτη ή το κοινό (αρχή της αναγκαιότητας) και γ) αν ο περιορισμός είναι ανάλογος με τους λόγους που τον προκάλεσαν και το αντικειμενικά επιτεύξιμο αποτέλεσμα, δηλαδή αν ο περιορισμός τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλεί (αρχή της αναλογικότητας εν στενή εννοία). Εν προκειμένω, ο περιορισμός του ανώτατου ορίου θητείας μέλους Διοικητικού Συμβουλίου αθλητικής ομοσπονδίας είναι πρώτα από όλα πολύ αμφίβολο αν πληροί την αρχή της προσφορότητας, δεδομένου ότι το αποτέλεσμα που φαίνεται να επιδιώκεται με αυτόν, ήτοι η διατήρηση εντόνου ενδιαφέροντος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου αθλητικής ομοσπονδίας για να συμμετέχουν στη διοίκηση με τον ίδιο ζήλο καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας τους, είναι πολύ αμφίβολο αν μπορεί να επιτευχθεί με αυτόν τον περιορισμό. Υπεράριθμα είναι τα απτά παραδείγματα μελών Διοικητικών Συμβουλίων αθλητικών ομοσπονδιών με θητεία 20ετή και 30ετή που έχουν επιδείξει για το άθλημα που υπηρετούν πολύ μεγαλύτερο και ουσιαστικότερο ενδιαφέρον και προσφορά από άλλα μέλη Διοικητικών Συμβουλίων αθλητικών ομοσπονδιών με θητεία 4 ετών ή 8 ετών. Εξάλλου, αν σκοπός του περιορισμού αυτού είναι να αποτραπεί τυχόν διασπάθιση ή υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος από τα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων αθλητικών ομοσπονδιών, η αποτροπή αυτή δεν θα επιτευχθεί προφανώς με τέτοιες άστοχες απαγορεύσεις και περιορισμούς, αλλά με ουσιαστικούς διαχειριστικούς ελέγχους από τα αρμόδια όργανα. Είναι προφανές ότι αν κάποιος επιθυμεί να διασπαθίσει ή να υπεξαιρέσει δημόσιο χρήμα, δεν θα αποτραπεί από τη διάπραξη αυτών των πράξεων αν έχει μόλις 8 έτη συνολικής θητείας, αλλά μόνο αν υπάρχουν ελεγκτικοί μηχανισμοί για να τον αποτρέψουν και αν εφαρμόζονται προσηκόντως διατάξεις όπως το άρθρο 50 παρ. 5 ν. 2725/1999. Επιπλέον, κατά την άποψή μου, ο συγκεκριμένος περιορισμός δεν πληροί ούτε την αρχή της αναγκαιότητας, καθώς με βεβαιότητα δεν είναι το λιγότερο επαχθές μέτρο για την επίτευξη του σκοπού που φαίνεται να επιδιώκει: ακόμα και αν τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αθλητικής ομοσπονδίας διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα προερχόμενο από τον κρατικό προϋπολογισμό και πρέπει για το λόγο αυτό να διατηρούν τον ίδιο αυξημένο ζήλο καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας τους, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι πρόκειται για ερασιτέχνες διοικητικούς παράγοντες που προσφέρουν χωρίς κανένα προσωπικό αντάλλαγμα τις υπηρεσίες τους. Δεν πρέπει επίσης να λησμονούμε ούτε ότι οι αθλητικές ομοσπονδίες είναι ν.π.ι.δ. με σωματειακή δομή που απαγορεύεται να έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα και όχι ν.π.δ.δ., οπότε ενδεχομένως θα δικαιολογούντο τυχόν επαχθείς περιορισμοί όπως ο συγκεκριμένος. Από τη στιγμή μάλιστα που τέτοιος περιορισμός δεν υπάρχει για κανένα άλλο πρόσωπο ούτε καν για τους Βουλευτές που διαχειρίζονται υπερπολλαπλάσια χρηματικά ποσά του κρατικού προϋπολογισμού με ευνοϊκότερες μάλιστα για αυτούς διατάξεις για τυχόν δίωξή τους, ο περιορισμός αυτός της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι παρίσταται υπέρμετρα επαχθής και μη αναγκαίος για τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αθλητικών ομοσπονδιών. Τέλος, ο περιορισμός αυτός της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι είναι κατά την άποψή μου καταφανώς αντίθετος με την αρχή της αναλογικότητας εν στενή εννοία, αφού η αναμενόμενη ωφέλεια από την εφαρμογή του υπολείπεται καταφανώς της βλάβης που προκαλεί. Τυχόν εφαρμογή του περιορισμού αυτού σημαίνει ότι θα πρέπει να απομακρυνθούν από τις διοικήσεις πολλών αθλητικών ομοσπονδιών η μεγαλύτερη πλειονότητα των σημερινών μελών των Διοικητικών τους Συμβουλίων, που μόνο αυτά όμως μπορούν να έχουν μια όσο το δυνατόν πιο ακριβή εικόνα των συνεχώς αυξανόμενων υποχρεώσεων των αθλητικών ομοσπονδιών: έγκαιρες αποστολές δηλώσεων συμμετοχής σε διεθνείς διοργανώσεις, αλληλογραφία με διεθνείς ομοσπονδίες, υποχρέωση υποβολής δήλωσης πόθεν έσχες, υποχρέωση ανάρτησης αποφάσεων στο Πρόγραμμα Διαύγεια, υποχρέωση αποστολής για έλεγχο του οικονομικού προϋπολογισμού και απολογισμού της διαχείρισης της κρατικής επιχορήγησης στη Γ.Γ.Α., στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, υποχρέωση καταχώρισης των δημόσιων συμβάσεων με ύψος μεγαλύτερο των 1.000 ευρώ στο Κεντρικό Ηλεκτρονικό Μητρώο Δημοσίων Συμβάσεων (Κ.Η.Μ.Δ.Σ.), υποχρέωση τήρησης όλων των εθνικών και ενωσιακών κανόνων για δημόσιες συμβάσεις προμηθειών, υπηρεσιών, έργων κλπ, υποχρέωση λήψης άδειας διεξαγωγής αθλητικής συνάντησης, υποχρέωση συμμόρφωσης με τις διατάξεις περί ενιαίου μισθολογίου κλπ. Μάλιστα, δυστυχώς, συμβαίνει σε πολλές ομοσπονδίες να ανακαλύπτουν αυτές μόνες τους τις επιπρόσθετες υποχρεώσεις με τις οποίες συνεχώς επιβαρύνονται, χωρίς να λαμβάνουν άμεση εκ των προτέρων ενημέρωση από τη Γ.Γ.Α., όπως συνέβη πρόσφατα για την αλλαγή της νομοθεσίας των δημοσίων συμβάσεων και της δήλωσης πόθεν έσχες, ή να μη λαμβάνουν απαντήσεις καθόλου ή να λαμβάνουν καθυστερημένα απαντήσεις από τη Γ.Γ.Α. στα ερωτήματα που θέτουν σχετικά με τις υποχρεώσεις αυτές. Είναι φανερό ότι η ΜΑΖΙΚΗ αποχώρηση όλων των έμπειρων μελών του Δ.Σ. των αθλητικών ομοσπονδιών που έχουν σήμερα θητεία μεγαλύτερη των 8 ετών και που με την πάροδο του χρόνου γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα τον τρόπο χρηστής λειτουργίας και διαχείρισης αθλητικής ομοσπονδίας και η ΜΑΖΙΚΗ εισροή άπειρων νέων προσώπων που είναι απολύτως φυσιολογικό να μην έχουν καμία απολύτως εικόνα χρηστής λειτουργίας και διαχείρισης αθλητικής ομοσπονδίας όχι μόνο δεν θα βοηθήσει στην καλύτερη λειτουργία και διαχείριση της διοίκησης των αθλητικών ομοσπονδιών, αλλά αντίθετα εν όψει των ανωτέρω είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα προκαλέσει τεράστια προβλήματα στη λειτουργία τους. Εξάλλου, ο περιορισμός αυτός είναι κατά την άποψή μου αντίθετος και με το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που έχει κυρωθεί με το ν.δ. 53/1974 και έχει σύμφωνα με το άρθρο 28 Σ υπερνομοθετική ισχύ, δηλαδή κατισχύει των διατάξεων του αθλητικού νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, η άσκηση του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι δεν επιτρέπεται να υπαχθεί σε περιορισμούς άλλους πέραν αυτών που προβλέπονται από το νόμο και αποτελούν αναγκαία μέτρα σε μια δημοκρατική κοινωνία για την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη του εγκλήματος, την προστασία της υγείας και της ηθικής και την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων. Είναι προφανές ότι αυτός ο περιορισμός του ανώτατου ορίου θητείας μέλους Διοικητικού Συμβουλίου αθλητικής ομοσπονδίας δεν είναι αναγκαίος για την προάσπιση κανενός από τα προαναφερόμενα αγαθά και ως εκ τούτου δεν είναι επιτρεπτός. 2) Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, ως προς το ακανθώδες ζήτημα περί της αναδρομικής ή μη εφαρμογής της διάταξης αυτής, στην πραγματικότητα η τυχόν εφαρμογή της διάταξης είναι δυνατό να οδηγήσει σε τρεις ερμηνευτικές εκδοχές: α) υποχρέωση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου που έχουν ήδη 8ετή θητεία να αποχωρήσουν ακριβώς την επόμενη ημέρα μετά την ψήφιση του νόμου, β) υποχρέωση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου που έχουν ήδη 8ετή θητεία να αποχωρήσουν σε περίπου 2 χρόνια από σήμερα, κατά τις αρχαιρεσίες που θα διεξαχθούν για την εκλογή νέου Διοικητικού Συμβουλίου με 4ετή θητεία και γ) υποχρέωση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου που έχουν ήδη 8ετή θητεία να αποχωρήσουν από το Διοικητικό Συμβούλιο 8 έτη μετά την ημερομηνία ψήφισης του νόμου. Χωρίς να θέλω αυτή τη στιγμή να προχωρήσω σε ειδικότερες αναλύσεις σχετικά με την ερμηνευτική εκδοχή που προκρίνεται ως ορθότερη με βάση την υποκειμενική και την αντικειμενική τελολογία του νόμου και με βάση τη συστηματική θεώρηση των διατάξεων του σχεδίου του νέου αθλητικού νόμου, επισημαίνω απλώς ότι κρίσιμη για την επιλογή της ορθότερης ερμηνευτικής εκδοχής είναι η συστηματική ένταξη του περιορισμού αυτού στο συγκεκριμένο άρθρο (45) του σχεδίου του νέου αθλητικού νόμου και η πρόβλεψη αντίστοιχου περιορισμού και για τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αθλητικών σωματείων στο άρθρο 33 παρ. 2 του σχεδίου του νέου αθλητικού νόμου. 3) Σε περίπτωση που πράγματι ψηφιστεί ως έχει η συγκεκριμένη διάταξη χωρίς να υπάρχει σε αυτήν η παραμικρή αναφορά στο χρόνο διενέργειας αρχαιρεσιών, θα δημιουργείται κενό τόσο όσον αφορά στο χρόνο διενέργειας αρχαιρεσιών για την εκλογή νέου Διοικητικού Συμβουλίου των αθλητικών ομοσπονδιών, που με βάση το άρθρο 22 παρ. 1 ν. 2725/1999 είναι το τελευταίο τετράμηνο του έτους διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων, όσο και όσον αφορά στο χρόνο διενέργειας αρχαιρεσιών για την εκλογή τακτικού και αναπληρωτή αντιπροσώπου εκάστης αθλητικής ομοσπονδίας στην Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή, οι οποίες σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 π.δ. 130/2000 γίνονται κατά τη διενέργεια των αρχαιρεσιών για την εκλογή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου των Ομοσπονδιών που καλλιεργούν ολυμπιακά αθλήματα, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 22 και 24 του ν. 2725/1999.