Αρχική Αθλητικός νόμοςΆρθρο 10: Μεταγραφές ΑθλητώνΣχόλιο του χρήστη Γιώργος Λιανός | 30 Νοεμβρίου 2014, 12:49
Υπουργείο Πολιτισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Κατά την άποψή μου πρόκειται για τη μοναδική θετική ουσιαστική καινοτόμο ρύθμιση στο σχέδιο του νέου αθλητικού νόμου. Η πρόταση αυτή για de lege lata (υπό το καθεστώς του ν. 2725/1999) ελεύθερη μεταγραφή αθλητών, ακόμα και χωρίς την έκδοση απόφασης του Α.Σ.Ε.Α.Δ. για ύπαρξη σπουδαίου λόγου, είχε, απ’ όσο γνωρίζω, τεθεί για πρώτη φορά υπ’ όψιν της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού μέσω γνωμοδότησής μου προς την Ελληνική Ομοσπονδία Ποδηλασίας το Φεβρουάριο του 2013. Παρακάτω θα προβώ σε μια σύντομη ανάλυση των θέσεών μου που είχα αναπτύξει στη γνωμοδότηση αυτή, αλλά και θέσεων που είχα διατυπώσει σε μετέπειτα κείμενα για τη de lege lata (υπό το καθεστώς του ν. 2725/1999) δυνατότητα ελεύθερης μεταγραφής όχι μόνο χωρίς την έκδοση απόφασης του Α.Σ.Ε.Α.Δ. αλλά ακόμα και χωρίς την ύπαρξη σπουδαίου λόγου. Επισημαίνω όμως ότι πρωταρχική σημασία για τη δημιουργία ενός καθεστώτος μεταγραφών που αφ’ ενός απηχεί δίκαιες λύσεις για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη και αφ’ ετέρου συνάδει με τις γενικές αρχές του αστικού δικαίου και δη του ενοχικού δικαίου έχει η ορθή κατανόηση της συμβατικής σχέσης αθλητή-σωματείου μέσω ανακατάδυσης σε αυτές τις γενικές αρχές, η οποία για λόγους που εκθέτω αναλυτικότερα στη συνέχεια πολύ αμφιβάλλω αν προηγήθηκε της διατύπωσης του άρθρου αυτού του σχεδίου του νέου αθλητικού νόμου. Μια τέτοια θετική και ουσιαστική καινοτόμος ρύθμιση καθόλου δεν αποκλείεται αν δεν συμπληρωθεί όπως πρέπει όχι μόνο να μη βελτιώσει την κατάσταση όσον αφορά στις μεταγραφές, αλλά αντίθετα να προκαλέσει σωρεία επιπρόσθετων προβλημάτων. Η νομολογία παγίως κάνει δεκτό ότι μεταξύ ενός αθλητή και του αθλητικού σωματείου στο οποίο αυτός ανήκει υπάρχει ενοχική σχέση από διαρκή σύμβαση που χαρακτηρίζεται ανάλογα με την περίπτωση είτε ως σύμβαση παροχής αθλητικών υπηρεσιών (ΕφΘεσ 43/2002, Αρμ 2002, 1637 επ., ΜΠρΘεσ 6387/2013, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΛαρ 412/2013, ΤΝΠ ΔΣΑ) είτε ως σύμβαση έργου (ΜΠρΑθ 1184/2006, ΕΑΔ 2010, 59 επ.) είτε ως σύμβαση εργασίας (ΜΠρΘεσ 12335/2012, ΤΝΠ ΔΣΑ). Η σύμβαση αυτή θα έπρεπε να μπορεί να συμφωνείται είτε για ορισμένο είτε για αόριστο χρόνο και όχι αποκλειστικά για αόριστο χρόνο, όπως συμβαίνει σήμερα. Σε περίπτωση δε που η συμφωνία γίνεται για ορισμένο χρόνο, είναι προφανές ότι η έννομη σχέση που θα συνδέει τον ερασιτέχνη αθλητή με το αθλητικό του σωματείο θα λήγει μετά την πάροδο του συμφωνημένου χρόνου. Σε κάθε βέβαια περίπτωση, τόσο δηλαδή στη σύμβαση ορισμένου όσο και στη σύμβαση αορίστου χρόνου μεταξύ αθλητή και σωματείου, θα έπρεπε να γίνεται δεκτή ακόμα και de lege lata (υπό το καθεστώς του ν. 2725/1999), εν όψει της γενικής αρχής που συνάγεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 585, 588, 594, 672 επ., 766 επ. ΑΚ και ισχύει σε κάθε διαρκή ενοχική σχέση, η δυνατότητα μονομερούς καταγγελίας της σύμβασης από καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη όταν συντρέχει σπουδαίος λόγος, έστω και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν παρέχεται αμέσως από το νόμο (ν. 2725/1999) το δικαίωμα καταγγελίας (Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό, § 5 αρ. 85, Καποδίστριας, ΕρμΑΚ εισαγ. άρθρων 416-454 αρ. 42, Π. Παπανικολάου, Μεθοδολογία του ιδιωτικού δικαίου, αρ. 365, 368, Καρακατσάνης, σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, εισαγ. άρθρων 416-454 αρ. 22, ΑΠ 1516/2011, NoB 2012, 686, ΑΠ 359/2010, ΝοΒ 2010, 1755, ΑΠ 29/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 758/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 690/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1041/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1837/2009, ΝοΒ 2010, 737, ΑΠ 168/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η εν λόγω καταγγελία για την απόσβεση της ενοχικής σχέσης από τη σύμβαση αθλητή-σωματείου αποτελεί μονομερή απευθυντέα δικαιοπραξία, η οποία σύμφωνα με το άρθρο 167 ΑΚ αναπτύσσει τα αποτελέσματά της (απόσβεση της ενοχικής σχέσης) από τη στιγμή που περιέρχεται σε γνώση εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται (σωματείο). Έτσι, ορθότερο θα ήταν ήδη de lege lata (υπό το καθεστώς του ν. 2725/1999) να γίνεται δεκτή από την αθλητική ομοσπονδία, σε περίπτωση π.χ. προσβολής της προσωπικότητας (εξύβρισης) του αθλητή από τη διοίκηση ή τον προπονητή ή απουσίας κλίματος συνεργασίας μεταξύ αθλητή και σωματείου ή κυριαρχίας αθέμιτων πρακτικών εντός του σωματείου ή απουσίας απασχόλησης προπονητή παρά την ύπαρξη υποχρέωσης προς τούτο, η λύση της σύμβασης αθλητή-σωματείου με μόνη την κοινοποίηση σε αυτήν από τον αθλητή της εξώδικης καταγγελίας της σύμβασης και της έκθεσης επίδοσής της στο σωματείο στο οποίο ανήκε ο αθλητής ή κάποιου άλλου αποδεικτικού περί περιέλευσης της καταγγελίας του αθλητή στο σωματείο. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερα στην προαναφερόμενη γνωμοδότησή μου, «θεωρώ πως αυτή η θεμελίωση της έγκρισης μεταγραφής για σπουδαίο λόγο είναι πολύ πιο αυτονόητη νομικά από την πιο επιτηδευμένη (πλην ορθότατη) πάγια θεμελίωσή της στην αντισυνταγματικότητα της υπέρμετρης δέσμευσης του αθλητή για έγκριση της αίτησής του μεταγραφής μόνο για τις συγκεκριμένες περιπτώσεις που προσδιορίζει ο Κανονισμός Μεταγραφών της οικείας ομοσπονδίας». Μάλιστα, δεδομένου ότι η σύμβαση μεταξύ αθλητή και σωματείου είναι υπό το ισχύον καθεστώς παντάπασι διαρκής και αορίστου χρόνου (ο αθλητής ακόμα και αν δεν εκδώσει δελτίο αθλητικής ιδιότητας για ένα έτος στο σωματείο στο οποίο ανήκει, αν θελήσει πιο μετά να πάρει μεταγραφή σε άλλο σωματείο θα πρέπει και πάλι να έχει τη συγκατάθεση του σωματείου στο οποίο ανήκει, γεγονός που δεν θα συνέβαινε αν η σύμβαση μεταξύ αθλητή και σωματείου είχε διάρκεια ίση με τη ενιαύσια χρονική ισχύ του δελτίου του αθλητικής ιδιότητας), η καταγγελία της διαρκούς αυτής σύμβασης αορίστου χρόνου θα μπορούσε να γίνει ακόμα και χωρίς την ύπαρξη του σπουδαίου λόγου, καθώς, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, στις διαρκείς συμβάσεις αορίστου χρόνου η καταγγελία ακόμα και χωρίς σπουδαίο λόγο είναι το υποκατάστατο του ελλείποντος συμβατικού χρονικού περιορισμού, αποτελώντας το βασικό τρόπο τερματισμού της σύμβασης και άρσης της χρονικής αοριστίας της (Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 1220). Όπως αναφέρω επίσης στην προαναφερόμενη γνωμοδότησή μου, μια τέτοια ρηξικέλευθη για την αθλητική πρακτική εφαρμογή του γενικός ισχύοντος δικαίου θα ήταν πολύ πιθανόν να δημιουργήσει πλειάδα συσσωρευόμενων και ανεξέλεγκτων προβλημάτων στις σχέσεις αθλητή-σωματείου, αθλητή-ομοσπονδίας, ομοσπονδίας-σωματείου αλλά και στη λειτουργία του Α.Σ.Ε.Α.Δ.: ο κάθε αθλητής, ιδίως ο ικανός, θα μπορούσε προκειμένου να ενταχθεί σε ένα μεγαλύτερο σωματείο να εφεύρει ένα ανύπαρκτο «σπουδαίο λόγο» (κλονισμού της σχέσης του με το σωματείο), να αποχωρήσει από αυτό και να το αποδυναμώσει, αδιαφορώντας για την περαιτέρω τύχη του και για τα οικονομικά ποσά που έχει δαπανήσει η διοίκησή του για να τον αναδείξει, το σωματείο, από το οποίο εκλέγεται η διοίκηση της ομοσπονδίας, θα μπορούσε να την καταψηφίσει για την αυτονόητη εκ μέρους της αποδοχή της νομικής ενέργειας της καταγγελίας και τέλος στο Α.Σ.Ε.Α.Δ. θα συσσωρευόταν πλήθος υποθέσεων αμφισβήτησης της τέλεσης ή μη των πράξεων που στοιχειοθετούν το σπουδαίο λόγο. Για το λόγο αυτό ανέφερα στη γνωμοδότησή μου ότι απαραίτητη θεωρώ τη νομοθετική πρόβλεψη ισχυρού αντισταθμίσματος προς τον αθλητή ώστε να αποτρέπεται αυτός από την επίκληση του σπουδαίου λόγου (κλονισμού της σχέσης του με το σωματείο), όταν αυτός ο σπουδαίος λόγος δεν υφίσταται πράγματι. Αξιολογικά κριτήρια για τον προσδιορισμό του αντισταθμίσματος αυτού θα μπορούν να αντληθούν και πάλι από το γενικώς ισχύον δίκαιο π.χ. αποζημίωση αντίστοιχη με αυτή που προβλέπεται άρθρα 673 (καταγγελία σε σύμβαση εργασίας), 725 (καταγγελία σε σύμβαση εντολής) και 767 παρ. 2 ΑΚ (καταγγελία σε εταιρεία). Για παράδειγμα θα μπορούσε να προβλεφθεί ότι αν ο αθλητής καταγγείλει χωρίς σπουδαίο λόγο τη σύμβασή του με το σωματείο θα ενέχεται για την ομολογουμένως δυσχερώς προσδιοριζόμενη και δυνάμενη να επιδικασθεί (εν όψει της κατά κανόνα έλλειψης ουσιαστικών οικονομικών μεγεθών στον ερασιτεχνικό αθλητισμό) ζημία που προκάλεσε η καταγγελία αυτή στο σωματείο. Το σχέδιο του νέου αθλητικού νόμου φαίνεται να υιοθετεί αυτήν την πρόταση για πρόβλεψη υποχρέωσης αποκατάστασης της ζημίας που προκαλεί στο σωματείο στο οποίο ανήκει ο αθλητής η μεταγραφή του αθλητή χωρίς τη συγκατάθεση του σωματείου αυτού. Ο όρος «αποζημίωση κατάρτισης» είναι κατά την άποψή μου αρκετά προβληματικός και ενδεικτικός της μη ορθής κατανόησης του τρόπου λειτουργίας της σύμβασης αθλητή-σωματείου. Η αποζημίωση στην περίπτωση αυτή δεν αφορά προφανώς ούτε στην αρχική κατάρτιση της σύμβασης μεταξύ του αθλητή και του σωματείου στο οποίο αυτός ανήκει ούτε την επίμαχη κατάρτιση της νέας σύμβασης μεταξύ του αθλητή και του σωματείου στο οποίο αυτός πρόκειται να μεταγραφεί, αλλά αντίθετα αφορά στην τυχόν ζημία που προκαλεί ο αθλητής στο σωματείο στο οποίο ανήκει και το οποίο έχει ενδεχομένως δαπανήσει αρκετά χρηματικά ποσά για να επιτύχει την αγωνιστική του εξέλιξη. Ως εκ τούτου, ο όρος «αποζημίωση κατάρτισης» ορθότερο θα ήταν να αντικατασταθεί από τον όρο «αποζημίωση». Δεν πρέπει επίσης να λησμονούμε ότι αυτή η σχέση μεταξύ του αθλητή και του σωματείου στο οποίο αυτός ανήκει είναι στην πραγματικότητα πολύ συχνά ανταποδοτική και σε επίπεδο οικονομικών μεγεθών, καθώς και η αγωνιστική εξέλιξη του αθλητή και η συνακόλουθη επίτευξη από αυτόν σημαντικών αγωνιστικών διακρίσεων χάρη στις παροχές του σωματείου (προπονητές, εκμισθωμένες αθλητικές εγκαταστάσεις για προπονήσεις, αγορά αθλητικού υλικού κλπ) συνεπάγεται αυξημένη επιχορήγηση του σωματείου από τη Γ.Γ.Α. κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 50 παρ. 1 εδ. β΄ ν. 2725/1999, ώστε τελικά είναι πιθανόν να μην υπάρχει καμία ζημία (τουλάχιστον θετική υπό την έννοια της μείωσης της περιουσίας) του σωματείου από τη μεταγραφή του αθλητή και δη του ερασιτέχνη. Σε κάθε περίπτωση θεωρώ ότι το σημαντικότερο πρόβλημα από τη συγκεκριμένη πρόταση για εφαρμογή της παντάπασι δυνατότητας μεταγραφής χωρίς τη συγκατάθεση του σωματείου στο οποίο ανήκει ο αθλητής είναι η διαφαινόμενη κατάργηση της αρμοδιότητας του Α.Σ.Ε.Α.Δ. να κρίνει και να αποφασίζει για προσφυγές που αφορούν την έγκριση ή απόρριψη μεταγραφών. Το ερώτημα που αβίαστα προκύπτει είναι ποιο δικαστήριο (αστικό ή διοικητικό;) ή δικαιοδοτικό όργανο θα αποφασίζει για την τυχόν ύπαρξη και το ύψος της αποζημίωσης που θα οφείλει ο αθλητής στο σωματείο. Ένα επιπρόσθετο ερώτημα που προκύπτει είναι αν χρειάζεται απόφαση του Δ.Σ. της Ομοσπονδίας για την έγκριση της μεταγραφής και, σε περίπτωση θετικής απάντησης, ποιο δικαστήριο (αστικό ή διοικητικό;) ή δικαιοδοτικό όργανο θα αποφασίζει επί τυχόν προσφυγής κατά απόφασης του Δ.Σ. αθλητικής ομοσπονδίας που απορρίπτει αίτηση μεταγραφής για οποιοδήποτε λόγο και δη τυπικό, π.χ. έλλειψη διοίκησης του σωματείου στο οποίο πρόκειται να μεταγραφεί ο αθλητής, ώστε τυχόν συμφωνία για μεταγραφή να είναι ανυπόστατη, ή μη συμφωνία και των δύο γονέων ανήλικου αθλητή ως προς το σωματείο στο οποίο πρόκειται να μεταγραφεί ο αθλητής. Εν όψει όλων των ανωτέρω, η διαφαινόμενη σωστή νομοθετική τομή για απελευθέρωση του καθεστώτος μεταγραφών των ερασιτεχνών αθλητών από την απηχούσα παρωχημένες αντιλήψεις συγκατάθεση του σωματείου στο οποίο αυτοί ανήκουν επιχειρείται να γίνει κατά την άποψή μου με ένα μάλλον πρόχειρο και αποσπασματικό τρόπο. Απαραίτητη είναι, όπως ανέφερα στην αρχή, η ορθή κατανόηση της συμβατικής σχέσης αθλητή-σωματείου μέσω ανακατάδυσης στις γενικές αρχές του αστικού δικαίου και δη του ενοχικού δικαίου καθώς και η ορθή κατανόηση και άλλων θεμελιωδών εννοιολογικών μεγεθών του αθλητικού δικαίου. Κατά την άποψή μου, τα καίρια προβλήματα του αθλητικού δικαίου σήμερα οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην έλλειψη πολύπλευρου επιστημονικού σε βάθος διαλόγου σχετικά με πολύ κρίσιμα ζητήματα: νομική φύση της αθλητικής ομοσπονδίας (παντάπασι ν.π.ι.δ. ή ν.π.ι.δ. με δημόσια εξουσία σε θέματα μεταγραφών ή άλλα θέματα;), νομική φύση του κανονισμού μεταγραφών της αθλητικής ομοσπονδίας (απόφαση Γ.Σ. της αθλητικής ομοσπονδίας ως ν.π.ι.δ. ή απόφαση Υπουργού που εγκρίνει την προαναφερθείσα απόφαση;), νομική φύση της απόφασης του Δ.Σ. της αθλητικής ομοσπονδίας περί έγκρισης ή απόρριψης μεταγραφής (απόφαση Δ.Σ. στην οποία εφαρμόζεται το άρθρο 101 ΑΚ ή διοικητική πράξη ενέχουσα άσκηση δημόσιας εξουσίας;), νομική σχέση που συνδέει έναν ερασιτέχνη αθλητή με το αθλητικό του σωματείο και την αθλητική ομοσπονδία στην οποία ανήκει το αθλητικό του σωματείο, νομική φύση του Ανώτατου Συμβούλιου Επίλυσης Αθλητικών Διαφορών (Α.Σ.Ε.Α.Δ.). Το να επιχειρούνται νομοθετικές αλλαγές χωρίς να έχουν διευκρινιστεί όλοι οι παραπάνω προβληματισμοί και άλλοι αντίστοιχοι είναι πολύ αμφίβολο αν πράγματι θα βελτιώσει την κατάσταση στον αθλητισμό. Για παράδειγμα, υπό το ισχύον νομοθετικό καθεστώς του ν. 2725/1999 που το Α.Σ.Ε.Α.Δ. είναι αρμόδιο να κρίνει προσφυγές κατά αποφάσεων του Δ.Σ. των αθλητικών ομοσπονδιών που αφορούν μεταγραφή αθλητών από ένα σωματείο σε άλλο σωματείο, είναι δυνατή η έγερση αγωγής ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου σχετικά με την αναγνώριση της απόσβεσης της ενοχικής σχέσης μεταξύ αθλητή και αθλητικού σωματείου λόγω καταγγελίας του πρώτου για σπουδαίο λόγο και αν ναι, ποια θα είναι η τυχόν δεσμευτικότητα μιας τέτοιας απόφασης για την οικεία αθλητική ομοσπονδία, η οποία κατ’ αρχήν ενδιαφέρεται για το δελτίο αθλητικής ιδιότητας και όχι για την ενοχική σχέση αθλητή-σωματείου που αυτό προϋποθέτει; Τέλος, επισημαίνω ότι εν όψει της νομοθετικής αυτής αλλαγής και της παροχής δικαιώματος στον αθλητή να μεταγράφεται ελεύθερα σε σωματείο της επιλογής του, εντελώς άστοχη και παράλογη παρίσταται η ρύθμιση της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού που αναφέρεται σε δανεισμό ερασιτεχνών αθλητών: αν ο αθλητής μπορεί να αποφασίσει μόνος του σε ποιο σωματείο θα συνεχίσει να αγωνίζεται, για ποιο λόγο να επιλέξει να είναι δανεικός στο σωματείο αυτό και όχι να μεταγραφεί αρχικά στο σωματείο αυτό και στη συνέχεια σε κάποιο άλλο σωματείο;