Αρχική Αθλητικός νόμοςΆρθρο 28: Ειδική αθλητική αναγνώριση αθλητικών φορέων του παρόντος κεφαλαίουΣχόλιο του χρήστη Γιώργος Λιανός | 2 Δεκεμβρίου 2014, 20:56
Υπουργείο Πολιτισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Θεωρώ ότι το σύστημα των προτεινόμενων τροποποιήσεων του σχεδίου του νέου αθλητικού νόμου σχετικά με τα ερασιτεχνικά αθλητικά σωματεία, πέραν από το γεγονός ότι εμφανίζει πληθώρα κανονιστικών αντινομιών και αντισυνταγματικών ρυθμίσεων, κατατείνει σε μια προσπάθεια αναιτιολόγητης γραφειοκρατικής και οικονομικής επιβάρυνσης των ερασιτεχνικών αθλητικών σωματείου και δυστυχώς βρίσκεται πολύ μακριά από την ερασιτεχνική αθλητική πραγματικότητα (π.χ. ο περιορισμός για ανώτατο όριο 8ετούς θητείας στα μέλη του Δ.Σ. των αθλητικών σωματείων είναι κατά την άποψή μου όχι μόνο αντισυνταγματικός αλλά και εντελώς αντίθετος με την ερασιτεχνική αθλητική πραγματικότητα). Πολύ φοβάμαι ότι αν ψηφιστούν οι προτεινόμενες τροποποιήσεις για τα ερασιτεχνικά αθλητικά σωματεία, ο ερασιτεχνικός αθλητισμός στην Ελλάδα θα συρρικνωθεί τα επόμενα χρόνια σε δυσθεώρητο βαθμό. Επισημαίνω τα εξής: Το σχέδιο του νέου αθλητικού νόμου εμφανίζει σε σχέση με το υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς (ν. 2725/1999) πολλές τροποποιήσεις σχετικά με ορισμένα ζητήματα λειτουργίας των ερασιτεχνικών αθλητικών σωματείων. Συγκεκριμένα, υπάρχει τροποποίηση ως προς τη διαδικασία εγγραφής προσώπων ως μελών σε αθλητικό σωματείο: ενώ με το άρθρο 2 παρ. 2 ν. 2725/1999 απαιτείται πρόταση δύο μελών του σωματείου για την εγγραφή νέου μέλους και η προθεσμία απάντησης του Δ.Σ. του σωματείου είναι εξήντα (60) ημέρες, με το άρθρο 30 παρ. 2 του σχεδίου δεν απαιτείται πλέον η πρόταση των δύο μελών και η προθεσμία απάντησης του Δ.Σ. του σωματείου μειώνεται σε τριάντα (30) ημέρες. Επίσης, υπάρχει τροποποίηση ως προς την εκλογή των αντιπροσώπων του αθλητικού σωματείου σε δευτεροβάθμιες αθλητικές οργανώσεις: ενώ με τα άρθρα 14 παρ. 2 και 24 παρ. 5 ν. 2725/1999 η εκλογή των αντιπροσώπων του αθλητικού σωματείου σε δευτεροβάθμιες αθλητικές οργανώσεις (ενώσεις, ομοσπονδίες) γίνεται με απόφαση με του Δ.Σ. του σωματείου, με το άρθρο 32 παρ. 1 περ. στ΄ αυτή περιέρχεται στην αρμοδιότητα της Γ.Σ. του σωματείου. Εξάλλου, και η συμμετοχή/εγγραφή σε ανώτερη αθλητική οργάνωση, η οποία δεν απαγορευόταν (στην πραγματικότητα μάλιστα συνηθιζόταν) να γίνεται με απόφαση του Δ.Σ. του σωματείου, περιέρχεται και αυτή στην αρμοδιότητα της Γ.Σ. του σωματείου. Τροποποίηση υπάρχει και ως προς τις διατάξεις που αφορούν το Δ.Σ. του αθλητικού σωματείου: ενώ με το άρθρο 4 ν. 2725/1999 το Δ.Σ. του σωματείου αποτελείται από πέντε (5) έως δεκαπέντε (15) μέλη, με θητεία από ένα (1) έως τρία (3) έτη) και δεν υπάρχει ρητή απαγόρευση ούτε για ανώτατο όριο θητείας ούτε για μέλη άλλων σωματείων που καλλιεργούν το ίδιο άθλημα, το άρθρο 33 παρ. 2 του σχεδίου του νέου αθλητικού νόμου αναφέρει τα εξής: «Το διοικητικό συμβούλιο (∆.Σ.) του αθλητικού σωματείου αποτελείται από πέντε (5) έως εννέα (9) μέλη, ανάλογα με τον αριθμό των μελών του και τις προβλέψεις του καταστατικού του, τα οποία εκλέγονται για τετραετή θητεία. Οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι στο Δ.Σ. έχουν δικαίωμα μιας μόνο ανανέωσης της θητείας τους, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τα οχτώ (8) έτη. Δεν μπορεί να είναι μέλη του Δ.Σ. μέλη άλλων αθλητικών σωματείων που καλλιεργούν το ίδιο άθλημα ή τον ίδιο κλάδο αθλήματος, ούτε και συγγενείς εξ αίματος μεταξύ τους μέχρι και δευτέρου βαθμού». Επιπλέον, τροποποίηση υπάρχει και ως προς τη διαδικασία και τον τρόπο έκπτωσης μελών του Δ.Σ. σε περίπτωση παράνομης σύναψης επαχθούς σύμβασης με μέλη του Δ.Σ. ή συγγενείς τους, τροποποίηση υπάρχει και ως προς τα κωλύματα για εγγραφή κάποιου ως μέλους σε σωματείο, τροποποίηση υπάρχει και ως προς τα ένδικα βοηθήματα για ακύρωση απόφασης Διοικητικού Συμβουλίου αθλητικού σωματείου και άλλες τυχόν έννομες συνέπειες από τέτοιες αποφάσεις, τροποποίηση υπάρχει ως τη δυνατότητα και τις προϋποθέσεις καταβολής οδοιπορικών εξόδων σε μέλη του Δ.Σ. του σωματείου και τροποποιήσεις υπάρχουν και σε πολλές άλλες διατάξεις, που κατά την άποψή μου δεν επιφέρουν κάποια ουσιαστική βελτίωση της κατάστασης στον ερασιτεχνικό αθλητισμό κλπ. Επισημαίνω ότι σύμφωνα με το άρθρο 28 του σχεδίου του νέου αθλητικού νόμου «2. Η απόφαση της ειδικής αθλητικής αναγνώρισης ανακαλείται, με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, αν διαπιστωθεί ότι το αθλητικό σωματείο: α) παραλείπει την εναρμόνιση του καταστατικού ή των κανονισμών του προς τις διατάξεις αυτού του νόμου αυτού […] 5. Η απόφαση της ειδικής αθλητικής αναγνώρισης αναφέρεται στα στοιχεία του αθλητικού σωματείου και στο Ειδικό Σήμα Λειτουργίας Αθλητικού Φορέα (ΕΣΛΑΦ), το οποίο τη συνοδεύει και αναρτάται στους χώρους που χρησιμοποιεί το αθλητικό σωματείο για τις δραστηριότητές του. Το ΕΣΛΑΦ χορηγείται από τη ΓΓΑ και ανανεώνεται κάθε πέντε (5) χρόνια. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού καθορίζονται οι τεχνικές προδιαγραφές του ΕΣΛΑΦ, το αντίτιμο που το αθλητικό σωματείο υποχρεούται να καταβάλει για τη χορήγησή του, ο λογαριασμός στον οποίο αυτό κατατίθεται, και κάθε άλλο συναφές ζήτημα». Επισημαίνω επίσης ότι σύμφωνα με το άρθρο 52 του σχεδίου του νέου αθλητικού νόμου «1. Η μη εναρμόνιση του καταστατικού, των κανονισμών, των πράξεων και των αποφάσεων των αθλητικών σωματείων, ενώσεων και ομοσπονδιών προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου, όπως ισχύει, συνεπάγεται την αυτοδίκαιη ανάκληση της αθλητικής αναγνώρισής τους. Η διαπιστωτική πράξη της αναστολής εκδίδεται από τον Γενικό Γραμματέα Αθλητισμού του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, μετά από αιτιολογημένη έκθεση της αρμόδιας Διεύθυνσης της ΓΓΑ», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 116 του σχεδίου του νέου αθλητικού νόμου «3. Η ειδική αθλητική αναγνώριση που έχει χορηγηθεί σε οποιοδήποτε αθλητικό φορέα, πριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, παύει να ισχύει αν μέσα σε έξι (6) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος δεν λάβει από τη ΓΓΑ το ΕΣΛΑΟ του άρθρου 10 του παρόντος». Από όλες τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι για μην ανακληθεί η ειδική αθλητική αναγνώριση των αθλητικών σωματείων σε συγκεκριμένα αθλήματα, πρέπει ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ τα σωματεία αυτά να τροποποιήσουν το καταστατικό τους προκειμένου να το εναρμονίσουν με το νέο αθλητικό νόμο: αφού ο νόμος 2725/1999 έχει διατάξεις αντίθετες σε σχέση με το σχέδιο του νέου αθλητικού νόμου, άρα και το ισχύον καταστατικό όλων των αθλητικών σωματείων που έχει καταρτισθεί με βάση το ν. 2725/1999 ΜΕ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ έχει διατάξεις αντίθετες σε σχέση με το σχέδιο του νέου αθλητικού νόμο, γεγονός που σε περίπτωση μη τροποποίησης του καταστατικού του θα επιφέρει την ανάκληση της ειδικής αθλητικής αναγνώρισής του!! Επίσης, για να μην ανακληθεί η ειδική αθλητική αναγνώριση των αθλητικών σωματείων σε συγκεκριμένα αθλήματα, πρέπει τα σωματεία αυτά να λάβουν το Ειδικό Σήμα Λειτουργίας Αθλητικού Φορέα (ΕΣΛΑΦ), καταβάλλοντας μάλιστα αντίτιμο προσδιοριζόμενο με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού. Αν σε όλα αυτά έρθει να προστεθεί η κατά την άποψή μου αντίθετη με την αρχή της νομιμότητας της Διοίκησης πρακτική της Γ.Γ.Α. να αιτείται δεκαπέντε (15) δικαιολογητικά για διατήρηση ειδικής αθλητικής αναγνώρισης, μολονότι τέτοια διατήρηση δεν προβλέπεται από πουθενά (!), διαπιστώνουμε μία τεράστια και δυσβάστακτη γραφειοκρατική και οικονομική επιβάρυνση των ερασιτεχνικών αθλητικών σωματείων, η οποία γίνεται χωρίς κανένα λόγο και δεν φαίνεται στις περισσότερες περιπτώσεις να οδηγεί πουθενά (πολλές εκατοντάδες αν όχι χιλιάδες αιτήσεις διατήρησης ειδικής αθλητικής αναγνώρισης δεν έχουν εξεταστεί καν!). Κατά την άποψή μου επίσης, η καθιέρωση του Ειδικού Σήματος Λειτουργίας Αθλητικού Φορέα (ΕΣΛΑΦ) έρχεται σε αντίθετη με το άρθρο 12 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο η άσκηση του δικαιώματος ίδρυσης και συμμετοχής σε αθλητικά σωματεία δεν επιτρέπεται να εξαρτάται από προηγούμενη άδεια. Για να αναπτύξει νομίμως τον αθλητισμό ένα ερασιτεχνικό αθλητικό σωματείο το 2015 θα πρέπει αναγκαστικά να βρει οικονομικούς πόρους (από πού;) ώστε αφ’ ενός τροποποιήσει το καταστατικό του για να το εναρμονίσει με τον αθλητικό νόμο που θα έχει τροποποιηθεί σε διατάξεις που δεν προσφέρουν ουσιαστική επίλυση των σημαντικών προβλημάτων ούτε κίνητρα για προσέλκυση νέων αθλητών, και αφ’ ετέρου να καταβάλει αντίτιμο για να αποκτήσει το Ειδικό Σήμα Λειτουργίας Αθλητικού Φορέα (ΕΣΛΑΦ), το οποίο δεν θα του προσφέρει τίποτα. Όλες αυτές οι τροποποιήσεις δεν πρόκειται να προσφέρουν τίποτα ουσιαστικό στον ερασιτεχνικό αθλητισμό, παρά μόνο να δημιουργήσουν ανυπέρβλητα γραφειοκρατικά και οικονομικά εμπόδια στην ανάπτυξή του. Λύση θα πρέπει να βρεθεί άμεσα στο πρόβλημα της ειδικής αθλητικής αναγνώρισης, της οποίας η λειτουργία θα πρέπει να εξορθολογιστεί ώστε να ρυθμίζονται τα συγκεκριμένα δικαιολογητικά που απαιτούνται για τη χορήγησή της, τα δικαιολογητικά αυτά να μη προϋποθέτουν ιδιαίτερα νομικά και λογιστικά έξοδα για ερασιτεχνικά αθλητικά σωματεία που δεν έχουν ιδιαίτερους και σημαντικούς πόρους, να μη ζητούνται χωρίς λόγο δύο δικαιολογητικά για την ίδια προϋπόθεση (υπεύθυνη δήλωση των μελών του Δ.Σ. ότι τηρούνται βιβλία και βεβαίωση της Περιφέρειας ότι τηρούνται βιβλία) κλπ. Η πρακτική για εκκαθάριση της σωματειακής βάσης των αθλητικών ομοσπονδιών που εφαρμόζεται τα τελευταία τρία χρόνια έχει προκαλέσει την επιβάρυνση της Γ.Γ.Α. με πάρα πολλές αιτήσεις που δεν έχουν εξεταστεί καν και που αν τροποποιηθεί ο αθλητικός νόμος δεν θα εξεταστούν ποτέ και θα πρέπει να αντικατασταθούν από χιλιάδες νέες αιτήσεις με τα νέα δικαιολογητικά (τροποποιημένα καταστατικά, νέα Δ.Σ. λαμβανομένων υπ’ όψιν των νέων περιορισμών κλπ)! Η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 4 του σχεδίου του νέου αθλητικού νόμου για απαγόρευση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και της Εξελεγκτικής Επιτροπής να ψηφίζουν σε θέματα απαλλαγής από την ευθύνη τους δεν φαίνεται να έχει κανένα νόημα, αφού αυτή η απαλλαγή είναι ενδοσωματειακή και όχι ποινική ή διοικητική, και επιπλέον τυχόν τέτοια απαγόρευση μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην απαρτία και στην πλειοψηφία των συγκεκριμένων Γενικών Συνελεύσεων (αν σε ένα σωματείο 20 μελών με 9μελές Δ.Σ., τα 9 μέλη του Δ.Σ. δεν μπορούν να ψηφίσουν υπέρ της απαλλαγής τους, τότε θα είναι δυνατόν 6 μέλη που καταψηφίζουν την απαλλαγή να υπερτερούν των 5 μελών που την υπερψηφίζουν, ενώ στην πραγματικότητα υπέρ της απαλλαγής είναι 9+5=14 μέλη του σωματείου). Η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 6 του σχεδίου του νέου αθλητικού νόμου δεν χρειάζεται να υπάρχει στον αθλητικό νόμο, καθώς υπάρχει ήδη στο άρθρο 101 ΑΚ. Τυχόν συμπερίληψή στον αθλητικό νόμο είναι δυνατόν να οδηγήσει στο ΕΣΦΑΛΜΕΝΟ συμπέρασμα ότι π.χ. εκλογή προσώπου που έχει κώλυμα να εκλεγεί μέλος του Δ.Σ. σωματείου χρειάζεται να ακυρωθεί δικαστικά κατ’ άρθρο 101 ΑΚ με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, ενώ στην πραγματικότητα η εκλογή στην περίπτωση αυτή δεν είναι άκυρη κατ’ άρθρο 101 ΑΚ αλλά απολύτως και αυτοδικαίως άκυρη κατ’ άρθρο 180 ΑΚ και δεν χρειάζεται καν να προσβληθεί δικαστικά η συγκεκριμένη απόφαση για εκλογή που είναι «αντίθετη στο νόμο». Η διάταξη του άρθρου 33 παρ. 2 του σχεδίου του νέου αθλητικού νόμου, η οποία ορίζει ότι «δεν μπορεί να είναι μέλη του Δ.Σ. μέλη άλλων αθλητικών σωματείων που καλλιεργούν το ίδιο άθλημα ή τον ίδιο κλάδο αθλήματος, ούτε και συγγενείς εξ αίματος μεταξύ τους μέχρι και δευτέρου βαθμού», υποθέτω ότι στηρίζεται στη νομολογία περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος ίδρυσης και συμμετοχής σε αθλητικά σωματεία (ΑΠ 764/2005, ΑΠ 1269/2001: Υπέρβαση των νόμιμων ορίων του δικαιώματος ενέχει η ίδρυση περισσότερων σωματείων που έχουν την αυτή έδρα, επιδιώκουν τον αυτό σκοπό και συγκροτούνται από μέλη που ασκούν το αυτό επάγγελμα, αν επέρχεται σύγχυση στην εύρυθμη λειτουργία και τη συνολική δράση τους για επίτευξη του σκοπού τους, ιδίως λόγω της δυνατότητας δημιουργίας πλάνης περί την ταυτότητα του σωματείου ένεκα ταυτεπωνυμίας). Όμως, η γενικόλογη διατύπωση της συγκεκριμένης απαγόρευσης είναι τελείως άστοχη, καθώς αφ’ ενός παραβλέπει ότι ο ερασιτεχνικός αθλητισμός στηρίζεται στο συναγωνισμό και όχι στον ανταγωνισμό και επομένως η νίκη κατά του αντιπάλου δεν είναι αυτοσκοπός και αφ’ ετέρου η απαγόρευση αυτή αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ (καταχρηστική άσκηση δικαιώματος) και επομένως αφετηρία της είναι η νόμιμη άσκηση του δικαιώματος, που ελέγχεται αν υπερβαίνει τα όρια του άρθρου 281 ΑΚ, και όχι η παράνομη άσκηση του δικαιώματος που έχει στο νου του ο συντάκτης του σχεδίου του νέου αθλητικού νόμου εκκινώντας από την απαγόρευση. Άστοχη είναι και η διάταξη του άρθρου 33 παρ. 4 του σχεδίου του νέου αθλητικού νόμου, η οποία επίσης αποτελεί μεταφορά του άρθρου 101 ΑΚ στα ερασιτεχνικά αθλητικά σωματεία. Η διάταξη αυτή παραβλέπει ότι πέρα από τις αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης και του Διοικητικού Σωματείου (αθλητικού) σωματείου που είναι άκυρες κατ’ άρθρο 101 ΑΚ, δηλαδή ύστερα από τελεσίδικη δικαστική απόφαση για ακύρωσή τους, υπάρχει μια κατηγορία αποφάσεων γενικής συνέλευσης (αθλητικού) σωματείου βαρύτερης ελαττωματικότητας, που είναι οι ανυπόστατες και οι απολύτως και αυτοδικαίως άκυρες αποφάσεις του άρθρου 180 ΑΚ που εξομοιώνονται ως προς τις έννομες συνέπειες με ανυπόστατες, π.χ. όταν έχει λήξει η θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου ή όταν συγκαλείται Γενική Συνέλευση από αναρμόδιο όργανο (ΑΠ 1601/2011, ΧρΙΔ 2003, 118, ΕφΑθ 3321/1998, ΕλλΔνη 1999, 441, ΜΠρΘεσ 20830/2011, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜΠρΘεσ 19542/2010). Αυτές οι ανυπόστατες και απολύτως και αυτοδικαίως άκυρες αποφάσεις Γενικής Συνέλευσης και του Διοικητικού Σωματείου (αθλητικού) σωματείου δεν αναπτύσσουν καθόλου έννομα αποτελέσματα και επομένως τυχόν αγωγή δεν αφορά την ακύρωσή τους αλλά την αναγνώριση της ανυποστασίας τους, η δε αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 101 ΑΚ δεν εφαρμόζεται σε αυτές. Ως προς το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 33 παρ. 4 του σχεδίου του νέου αθλητικού νόμου περί δυνατότητας έκδοσης διαπιστωτικής πράξης αυτοδίκαιης έκπτωσης μελών του Δ.Σ. σωματείου αν οι άκυρες αποφάσεις που έχουν λάβει υπερβαίνουν τις τρεις κατ’ έτος, δεν διευκρινίζεται μεταξύ άλλων ούτε αν σε αυτές τις «άκυρες» αποφάσεις συμπεριλαμβάνονται και οι απολύτως και αυτοδικαίως άκυρες ή και οι ανυπόστατες ούτε σε περίπτωση που συμπεριλαμβάνονται και οι απολύτως και αυτοδικαίως άκυρες ή και οι ανυπόστατες αν χρειάζεται κάποιος και ποιος ειδικότερα να ελέγχει αν οι αποφάσεις αυτές είναι πράγματι απολύτως και αυτοδικαίως άκυρες ή ανυπόστατες. Επισημαίνω ότι η ακυρότητα αποφάσεων μπορεί να προκύπτει και από μια επουσιώδη τυπική διαδικαστική προϋπόθεση, χωρίς αυτό να πρέπει να είναι λόγος για να τίθεται θέμα έκπτωσης των μελών του Δ.Σ. που έλαβαν τις αποφάσεις αυτές και ότι με τον τρόπο αυτό είναι πολύ πιθανόν να επιβαρυνθούν χωρίς λόγο όργανα της Γ.Γ.Α. με έλεγχο αποφάσεων σωματείων που δεν ανήκουν καν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.