Αρχική Αθλητικός νόμοςΆρθρο 02: Εθνικό Συμβούλιο Αθλητικού ΣχεδιασμούΣχόλιο του χρήστη ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΛΟΥΔΗΣ | 3 Δεκεμβρίου 2014, 13:44
Υπουργείο Πολιτισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Αναφέρετε στο άρθρο 5 εδ'αφιο ε ότι Το Ε.Σ.Α.Σ. εισηγείται για τις προϋποθέσεις ανάληψης διεθνών διοργανώσεων από τις αθλητικές ομοσπονδίες". Σχετικά με αυτή τη διάταξη θα ήθελα να επισημάνω τα ακόλουθα: Το Σύνταγμα με τις διατάξεις των άρθρων 5, 12 και 23 κατοχυρώνει το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και το δικαίωμα για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και συμμετοχής στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, μέσω της σωματειακής οργανώσεως και δράσεως. Απαγορεύεται ρητά από το Σύνταγμα η εξάρτηση της ιδρύσεως του σωματείου από προηγούμενη άδεια της αρχής (ΕφΑθ. 2626/1981 ΕΕργΔ 41 σελ. 567, ΑΠ 829/1981 ΕΕργΔ 41 σελ 44 με σχόλιο, ΕφΑθ. 22/1975 ΝοΒ23 σελ 347). Απόρροια του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι είναι και η αποκαλούμενη αρχή της πολλαπλότητας των σωματείων και των ενώσεων προσώπων της ΑΚ 107, η δυνατότητα δηλαδή της ακώλυτης ιδρύσεως και λειτουργίας στον ίδιο τόπο, κατά τον ίδιο χρόνο, ή στην ίδια επαγγελματική κατηγορία στον ίδιο κλάδο οικονομικής δραστηριότητας ή στην ίδια επιχείρηση περισσότερων σωματείων που επιδιώκουν τον ίδιο ή ανάλογο σκοπό (Verdier J – M. Πολλαπλότητα σωματείων και αντιπροσωπευτικότητα, ΕΕργΔ 38,713). Στη «ΛΕΥΚΗ ΒΙΒΛΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟ» υποβληθείσα από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Βρυξέλλες 11/07/2007 COM (2007) 391) αναγνωρίζεται μεταξύ άλλων αναγνωρίζεται η οικονομική διάσταση του αθλητισμού. Συνεπώς πρέπει να υπομνησθούν τα ακόλουθα: Το κοινοτικό δίκαιο ανταγωνισμού αφορά τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων (αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 1977, 13/77, GB-lnno-BM, Συλλογή τόμος 1977, σ. 653, σκέψη 31, και της 11ης Δεκεμβρίου 2007, C-280/06, ΕΤΙ κ.λπ., που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 38 και παρατιθέμενη νομολογία). Ειδικότερα, το άρθρο 82 ΕΚ έχει εφαρμογή στις επιχειρήσεις που κατέχουν δεσπόζουσα θέση. Αν και η Συνθήκη δεν ορίζει την έννοια της επιχειρήσεως, το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι πρέπει να χαρακτηρίζεται έτσι κάθε φορέας που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής και του τρόπου χρηματοδοτήσεως του (αποφάσεις της 23ης Απριλίου 1991, C-41/90, Hofner και Elser, Συλλογή 1991, σ. Ι-1979, σκέψη 21, και της 16ης Μαρτίου 2004, C-264/01, C-306/01, C-354/01 και C-355/01, ΑΟΚ Bundesverband κ.λπ., Συλλογή 2004, σ. Ι-2493, σκέψη 46). Πρέπει συναφώς να υπομνησθεί ότι συνιστά οικονομική δραστηριότητα κάθε δραστηριότητα προσφοράς αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 1998, C-35/96, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1998, σ. Ι-3851, σκέψη 36, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2000, C-180/98 έως C-184/98, Pavlov κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. Ι-6451, σκέψη 75). Εφόσον πληρούται η προϋπόθεση αυτή, το γεγονός ότι μια δραστηριότητα έχει σχέση με τον αθλητισμό δεν εμποδίζει την εφαρμογή των κανόνων της Συνθήκης (αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1974, 36/74, Walrave και Koch, Συλλογή τόμος 1974, σ. 563, σκέψη 4, και της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman, Συλλογή 1995, σ. Ι-4921, σκέψη 73), μεταξύ των οποίων και οι κανόνες που διέπουν το δίκαιο του ανταγωνισμού (βλ., επ` αυτού, απόφαση της 18ης Ιουνίου 2006, C-519/04 Ρ, Meca-Medina και Majcen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. Ι-6991, σκέψεις 22 και 28). Όσον αφορά τις συνέπειες που μπορεί να έχει για τον χαρακτηρισμό αυτόν, πρέπει να επισημανθεί ότι, με την απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006, C-222/04, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. Ι-289, σκέψεις 122 και 123), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το γεγονός ότι η προσφορά των αγαθών ή των υπηρεσιών δεν έχει σκοπό το κέρδος δεν σημαίνει ότι ο φορέας που πραγματοποιεί τις πράξεις αυτές στην αγορά δεν πρέπει να θεωρείται ως επιχείρηση, εφόσον με την προσφορά αυτή ανταγωνίζεται άλλους επιχειρηματίες που επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό. Κατά πάγια νομολογία, για την εφαρμογή του άρθρου 82 ΕΚ, η αγορά του oικείου προϊόντος ή της οικείας υπηρεσίας περιλαμβάνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που μπορούν να υποκατασταθούν αμοιβαία ή να εναλλαγούν σε ικανοποιητικό βαθμό με το συγκεκριμένο προϊόν ή την υπηρεσία, όχι μόνο βάσει των αντικειμενικών χαρακτηριστικών τους, δυνάμει των οποίων είναι ιδιαιτέρως ικανά να ικανοποιήσουν τις πάγιες ανάγκες των καταναλωτών, αλλά και βάσει των συνθηκών ανταγωνισμού καθώς και της διαρθρώσεως της ζητήσεως και της προσφοράς στη σχετική αγορά (βλ., επ` αυτού, αποφάσεις της 11ης Δεκεμβρίου 1980, 31/80, L`Oreal, Συλλογή τόμος 1980/111, σ. 471, σκέψη 25· της 9ης Νοεμβρίου 1983, 322/81, Nederlandsche Banden-lndustrie-Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3461, σκέψη 37, και της 3ης Ιουλίου 1991, C-62/86, ΑΚΖΟ κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι-3359, σκέψη 51). Ο ορισμός της οικείας γεωγραφικής αγοράς εξαρτάται, όπως και ο ορισμός ης αγοράς προϊόντων ή υπηρεσιών, από εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως. Η γεωγραφική αγορά μπορεί να οριστεί έτσι ως το έδαφος επί του οποίου όλοι οι επιχειρηματίες βρίσκονται σε παρεμφερείς συνθήκες ανταγωνισμού, όσον αφορά ακριβώς τα οικεία προϊόντα ή υπηρεσίες. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν απαιτείται να είναι απολύτως ομοιογενείς οι αντικειμενικές συνθήκες ανταγωνισμού των επιχειρηματιών. Αρκεί να είναι παρεμφερείς ή επαρκώς ομοιογενείς (βλ., επ` αυτού, προπαρατεθείσα απόφαση United Brands και United Brands Continentaal κατά Επιτροπής, σκέψεις 44 και 53). Επιπλέον, η αγορά αυτή μπορεί να περιορίζεται σε ένα μόνο κράτος μέλος (βλ., επ` αυτού, προπαρατεθείσα απόφαση Nederlandsche Banden-lndustrie-Michelin κατά Επιτροπής, σκέψη 28). Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι η κατά το άρθρο 82 ΕΚ έννοια της "δεσπόζουσας θέσεως" αφορά τη θέση οικονομικής ισχύος που κατέχει μια επιχείρηση, πράγμα που της επιτρέπει να εμποδίζει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στη σχετική αγορά και της προσφέρει, σε σημαντικό βαθμό, τη δυνατότητα ανεξάρτητης έναντι των ανταγωνιστών της, των πελατών της και, τελικά, των καταναλωτών συμπεριφοράς (προπαρατεθείσα απόφαση United Brands και United Brands Continentaal κατά Επιτροπής, σκέψη 65· απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1979, 85/76, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/11, σ. 215, σκέψη 38, και προπαρατεθείσα απόφαση Nederlandsche Banden-Industrie-Michelin κατά Επιτροπής, σκέψη 30). Πρέπει να προστεθεί ότι μια επιχείρηση μπορεί να τεθεί σε τέτοια θέση όταν της χορηγούνται ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα τα οποία της παρέχουν τη δυνατότητα να καθορίσει αν και υπό ποιες προϋποθέσεις δύνανται άλλες επιχειρήσεις να αποκτήσουν πρόσβαση στη σχετική αγορά και να ασκήσουν τις δραστηριότητές τους στο πλαίσιό της. Επιπλέον, κατά την εκτίμηση του κατά πόσον είναι αισθητός ο επηρεασμός του εμπορίου πρέπει να ληφθεί υπόψη η συμπεριφορά της εν λόγω κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως, καθόσον το άρθρο 82 ΕΚ απαγορεύει κάθε συμπεριφορά ικανή να θίξει την ελευθερία του εμπορίου κατά τρόπο που θα μπορούσε να βλάψει την υλοποίηση των στόχων μιας ενιαίας αγοράς μεταξύ των κρατών μελών, ιδίως στεγανοποιώντας τις εθνικές αγορές ή τροποποιώντας τη διάρθρωση του ανταγωνισμού εντός της ενιαίας αγοράς (απόφαση της 31ης Μαΐου 1979, 22/78, Hugin Kassaregister και Hugin Cash Registers κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 951, σκέψη 17). Όσον αφορά, δεύτερον, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 86 ΕΚ, η παράγραφος 1 αυτού προβλέπει ότι τα κράτη μέλη δεν θεσπίζουν ούτε διατηρούν, ως προς τις επιχειρήσεις στις οποίες χορηγούν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα, μέτρα αντίθετα, μεταξύ άλλων, στους κανόνες της Συνθήκης που αφορούν τον ανταγωνισμό. Ποια από τα ανωτέρω έχει λάβει υπόψη της η νομοπαρασκευαστική επιτροπη; Ευχαριστώ. Γιώργος Καλούδης.