Αρχική Κύρωση της Σύμβασης Magglingen/Macolin σχετικά με τη χειραγώγηση των αθλητικών αγώνων, επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της βίας στον αθλητισμό και άλλες διατάξειςΆρθρο 46 – Τροποποίηση του άρθρου 3 παρ. 3 του ν. 2725/1999 «Κωλύματα εγγραφής – Περιορισμοί»Σχόλιο του χρήστη Πάρης Τασιόπουλος | 11 Οκτωβρίου 2019, 03:39
Οι Διαιτητές είναι οιονεί Δικαστές. Ο,τι ισχύει για τους μεν ισχύει και για τους δε στο ζήτημα της ανεξάρτητης κρίσης Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΟΛΗΨΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ Οι ιδιώτες αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία της προσφυγής στην κρίση του δικαστηρίου, ως κρίση ουδέτερου «τρίτου», για την επίλυση των διενέξεών τους, και έχουν την θεσμικά κατοχυρωμένη αξίωση για την έκδοση απόφασης από «δίκαιο» δικαστή, δηλαδή από αμερόληπτο δικαστή που τηρεί στάση ουδετερότητας και ίσων αποστάσεων από τους διαδίκους. Είναι δε τόσο σύμφυτη και αναγκαία για την απονομή της δικαιοσύνης η συνδρομή των στοιχείων της δικαστικής αμεροληψίας και της δικαστικής ανεξαρτησίας, ώστε να υποστηρίζεται ότι αποτελούν στην ουσία τη νομιμοποιητική βάση της εξουσίας του δικάζοντος δικαστή. Η ορθή απονομή της δικαιοσύνης λοιπόν δεν απαιτεί μόνο την καθιέρωση και ενίσχυση της δικαστικής ανεξαρτησίας, αλλά έχει ως όρο και την αμεροληψία και ουδετερότητα των δικαστών. Η συνδρομή και των δύο αρχών, σε συνδυασμό με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, είναι απαραίτητη για την εμπέδωση στους πολίτες της εμπιστοσύνης ότι το δικαστήριο θα κρίνει την υπόθεση σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους δίχως πίεση ή επιρροή από τις οποιασδήποτε μορφής εξουσίες ή τους διαδίκους. Η δικαστική αμεροληψία έχει ως σημείο αναφοράς την ιδιότητα του δικαστή ως «τρίτου» σε σχέση με την επίδικη έννομη σχέση και τα υποκείμενά της, που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της δικαιοδοτικής λειτουργίας. Η αμεροληψία είναι sine qua non όρος του κύρους και της αποδοχής της δικαστικής κρίσης και του αποτελέσματος της έκβασης της δικαστικής διένεξης από τους συμμετέχοντες και την κοινωνία, και σε τελική ανάλυση της ευόδωσης των σκοπών της δίκης. Η αρχή της δικαστικής αμεροληψίας διασφαλίζει γνήσια και «ανόθευτη αβεβαιότητα» (echte Ungewissheit) για την έκβαση της δίκης και γενικά για το αποτέλεσμα της δικαστικής διαδικασίας, και αποσυνδέει τη δικαστική κρίση και απόφαση από οποιοδήποτε κοινωνικό ή άλλο δεσμό με εξαίρεση τη δέσμευση από το δεδικασμένο. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την κεντρική θέση που ανέκαθεν κατείχε ο δικαστής στην εννοιολογική προσέγγιση της δικαιοδοτικής λειτουργίας από την επιστήμη και τη νομολογία. Τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη είχαν και εξακολουθούν να έχουν ως αφετηρία τους την έννοια του «αμέτοχου τρίτου» (unbeteiligter Dritte) ως τη συνταγματικά ηθελημένη ή συναγόμενη θέση του δικαστή στη δικαστική διαδικασία. Την αμεροληψία του δικαστή συμπληρώνει η αρχή της ουδερότητας αυτού (Neutralität des Richters), που κατά ένα ορισμό σημαίνει την «αρνητική ισότητα» όλων των συγκεκριμένων συμφερόντων που εμπλέκονται σε μια δικαστική διαμάχη να επηρεάσουν τον δικαστή. Η ουδετερότητα του δικαστή και η δέσμευση του δικαστή αποκλειστικά και μόνο από τις επιταγές του νόμου τελούν μεταξύ τους σε μια παραπληρωματική σχέση. Η δικαστική ανεξαρτησία εγγυάται την υποταγή του δικαστή στους νόμους και νομιμοποιείται μέσω αυτής.