Αρχική Δημιουργική Ελλάδα: ενίσχυση του κινηματογραφικού, οπτικοακουστικού και δημιουργικού τομέα ίδρυση φορέα για το βιβλίο και λοιπές διατάξεις σύγχρονου πολιτισμούΜΕΡΟΣ Ζ’ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (άρθρα 76-85)Σχόλιο του χρήστη FIAPF- International Federation of Film Producers’ Associations, ΣΑΠΟΕ- Σωματείο Ανεξάρτητων Παραγωγών Οπτικοακουστικών Έργων, PACT- Ένωση Παραγωγών Οπτικοακουστικών Έργων, ΕΔιΚΤΕ-Ένωση Διανομέων Κινηματογραφικών Ταινιών Ελλάδας | 28 Μαρτίου 2024, 10:47
ΜΕΡΟΣ Ζ’ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (άρθρα 76-85) - ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ - Άρθρο 84 του Σχεδίου Νόμου, το οποίο τροποποιεί το άρθρο 49 του Ν.2121/1993 «Πνευματική ιδιοκτησία, συγγενικά δικαιώματα και πολιτιστικά θέματα» Οι υποβάλλοντες το παρόν σχόλιο οργανισμοί αποτελούμε επαγγελματικές ενώσεις του εγχώριου και διεθνούς κινηματογραφικού και οπτικοακουστικού τομέα, εκπροσωπώντας παραγωγούς ή/και διανομείς κινηματογραφικών έργων και τηλεοπτικών προγραμμάτων. Κατ’ αρχήν, σας ευχαριστούμε εκ προοιμίου για την ευκαιρία που μας προσφέρετε να υποβάλουμε σχόλια στο σχέδιο νόμου το οποίο βρίσκεται την στιγμή αυτή σε δημόσια διαβούλευση και τιτλοφορείται «Δημιουργική Ελλάδα: ενίσχυση του κινηματογραφικού, οπτικοακουστικού και δημιουργικού τομέα, και λοιπές διατάξεις για τον σύγχρονο πολιτισμό» (εφεξής, το «Σχέδιο Νόμου»). Το Σχέδιο Νόμου επικεντρώνεται στην ενίσχυση του δημιουργικού τομέα στην Ελλάδα, ενισχύοντας, επί παραδείγματι, τις διατάξεις αναφορικά με την επιβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ωστόσο, περιέχει μια διάταξη και συγκεκριμένα το άρθρο 84 του Σχεδίου Νόμου, που τροποποιεί το άρθρο 49 του Ν.2121/1993, η οποία φαίνεται να αποσκοπεί στη μεταβολή του τρόπου με τον οποίο ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο το δικαίωμα της εύλογης και ενιαίας αμοιβής, όπως αυτό αποτυπώνεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 της Οδηγίας 2006/115/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας (Related Rights Directive) [η οποία Οδηγία με τη σειρά της εφαρμόζει το άρθρο 15 της συνθήκης του WIPO (ΠΟΔΙ) για τις Εκτελέσεις και τα Φωνογραφήματα (εφεξής WPPT)]. Η εν λόγω τροποποίηση, που εισάγεται με το άρθρο 84, υπερβαίνει τα οριζόμενα στο άρθρο 8 παράγραφος 2 της Οδηγίας 2006/115/ΕΚ (και του άρθρου 15 της WPPT), όπως αυτά ερμηνεύονται από το Δικαστήριο της ΕΕ (ΔΕΕ), κατά τρόπο που όχι μόνο θα ήταν επιζήμιος για τον κινηματογραφικό και οπτικοακουστικό τομέα στην Ελλάδα, αλλά επίσης και κατά τρόπο που θα ήταν αντίθετος προς το δίκαιο της ΕΕ και τους διεθνείς κανόνες. Η προτεινόμενη νέα διάταξη έχει ως εξής (οι αλλαγές αποδίδονται εντός εισαγωγικών): 1. Όταν υλικός φορέας ήχου που έχει νόμιμα εγγραφεί χρησιμοποιείται, «είτε αυτοτελώς, είτε ενσωματωμένος σε οπτικοακουστικό έργο», για ραδιοτηλεοπτική μετάδοση με οποιονδήποτε τρόπο, όπως ηλεκτρομαγνητικά κύματα, δορυφόροι, καλώδια, ή για παρουσίαση στο κοινό, ο χρήστης οφείλει εύλογη και ενιαία αμοιβή στους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, των οποίων η ερμηνεία ή η εκτέλεση έχει εγγραφεί στον υλικό φορέα, και στους παραγωγούς των υλικών αυτών φορέων. Η αμοιβή αυτή καταβάλλεται υποχρεωτικά σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης των σχετικών δικαιωμάτων. Οι οργανισμοί αυτοί υποχρεούνται να διαπραγματεύονται, να συμφωνούν τις αμοιβές, να προβάλλουν τις σχετικές αξιώσεις για την καταβολή και να εισπράττουν τις σχετικές αμοιβές από τους χρήστες «ύστερα από αίτηση των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης». Σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ, όπως ερμηνεύτηκε από το ΔΕΕ στην υπόθεση Atresmedia, η οποία εν συνεχεία περιγράφεται εκτενέστερα, οι υλικοί φορείς ήχου που έχουν ενσωματωθεί σε οπτικοακουστικά έργα παύουν από τη στιγμή της ενσωμάτωσης στο οπτικοακουστικό έργο να αποτελούν υλικούς φορείς ήχου ή φωνογραφήματα, καθώς γίνονται μέρος του ίδιου του οπτικοακουστικού έργου. Συγκεκριμένα, η προτεινόμενη τροποποίηση θα είχε ως επακόλουθο την επιβολή υποχρέωσης στους τηλεοπτικούς σταθμούς και σε άλλους χρήστες οπτικοακουστικών έργων (π.χ. καταστήματα εστίασης) να καταβάλλουν στους ΟΣΔ που εκπροσωπούν τους ερμηνευτές-εκτελεστές και τους μουσικούς παραγωγούς πρόσθετη αμοιβή, επιπλέον και πέραν αυτής που ήδη κατέβαλαν οι παραγωγοί κινηματογραφικών/οπτικοακουστικών έργων κατά τη στιγμή της εκκαθάρισης (clearance) των δικαιωμάτων για την ενσωμάτωση της προϋπάρχουσας μουσικής στα κινηματογραφικά έργα ή τηλεοπτικά προγράμματα παραγωγής τους. Στην πράξη, τούτο ισοδυναμεί με διπλοπληρωμή. Ιστορικό - Απόφαση του ΔΕΕ: δεν προκύπτει η υποχρέωση καταβολής της εύλογής και ενιαίας αμοιβής: Στις 18 Νοεμβρίου 2020, το ΔΕΕ εξέδωσε την απόφασή του στην υπόθεση Atresmedia (Atresmedia v AGEDI and AIE, Case C-147/19, EU:C:2020:935). Η υπόθεση αυτή παραπέμφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας στο πλαίσιο αγωγής που είχε αρχικά κατατεθεί κατά του ραδιοτηλεοπτικού φορέα Atresmedia από δύο οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης (ΟΣΔ) που εκπροσωπούν αντίστοιχα μουσικούς παργωγούς/παραγωγούς υλικών φορέων ήχου και ερμηνευτές-εκτελεστές στην Ισπανία. Οι εν λόγω ΟΣΔ προέβαλαν αξιώσεις αμοιβής κατά της Atresmedia σε σχέση με τους προϋπάρχοντες υλικούς φορείς ήχου που είχαν ενσωματωθεί ή συγχρονιστεί σε οπτικοακουστικά έργα (και συνεπώς σε οπτικοακουστικές εγγραφές περιέχουσες την υλική ενσωμάτωση των οπτικοακουστικών έργων) οι οποίες εγγραφές στη συνέχεια παρουσιάστηκαν στο κοινό από τον εν λόγω ραδιοτηλεοπτικό φορέα. Στην απόφασή του, το ΔΕΕ έκρινε ότι οι εν λόγω οπτικοακουστικές εγγραφές περιέχουσες την υλική ενσωμάτωση των οπτικοακουστικών έργων δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως "φωνογράφημα" ή "αναπαραγωγή του εν λόγω φωνογραφήματος" κατά την έννοια της Οδηγίας 2006/115/ΕΚ. Κατά συνέπεια, η παρουσίαση στο κοινό μιας τέτοιας οπτικοακουστικής εγγραφής που ενσωματώνει μουσική δεν δημιουργεί δικαίωμα αμοιβής βάσει της εν λόγω Οδηγίας 2006/115/ΕΚ. Σε συνέχεια των επιχειρημάτων της Atresmedia και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία παρενέβη προς υποστήριξή της, το Δικαστήριο τόνισε ότι η ενσωμάτωση προϋπάρχουσας μουσικής σε κινηματογραφικά έργα είχε πραγματοποιηθεί δυνάμει άδειας "συγχρονισμού". Ως εκ τούτου, για την συμπερίληψη της προϋπάρχουσας μουσικής στην οπτικοακουστική εγγραφή είχε ήδη παρασχεθεί η απαραίτητη άδεια και αμοιβή. Ο στόχος της εναρμονισμένης και ισορροπημένης προσέγγισης προκειμένου για την εξασφάλιση ότι οι δισκογραφικές εταιρείες (labels) και οι ερμηνευτές-εκτελεστές θα λαμβάνουν "το κατάλληλο εισόδημα και την ανάκτηση των επενδύσεων τους" επιτυγχάνεται με τη σύναψη συμβάσεων κατά τη στιγμή της ενσωμάτωσης της μουσικής στην οπτικοακουστική εγγραφή. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η θέση των σχετικών με τη μουσική ΟΣΔ δεν υποστηρίζεται από το νομοθετικό πλαίσιο του άρθρου 8 παράγραφος 2 της Οδηγίας 2006/115/ΕΚ. Επιπλέον, η πρόταση ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ υποχρεούνται να παρέχουν δικαίωμα αμοιβής για την παρουσίαση στο κοινό ενός οπτικοακουστικού έργου στο οποίο έχει ενσωματωθεί φωνογράφημα δεν προκύπτει από την ερμηνεία του εν λόγω άρθρου υπό το πρίσμα της Διεθνούς Σύμβασης για την προστασία των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών φωνογραφημάτων και των οργανισμών ραδιοτηλεόρασης (Σύμβασης της Ρώμης) και την Συνθήκη WPPT. Το άρθρο 8 παράγραφος 2 της Οδηγίας 2006/115/ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η εύλογη και ενιαία αμοιβή που αναφέρεται στη διάταξη αυτή δεν πρέπει να καταβάλλεται από τον χρήστη, όταν αυτός προβαίνει σε παρουσίαση στο κοινό οπτικοακουστικής εγγραφής που περιέχει την ενσωμάτωση σε υλικό φορέα οπτικοακουστικού έργου στο οποίο έχει ενσωματωθεί φωνογράφημα ή αναπαραγωγή του εν λόγω φωνογραφήματος. Η εν λόγω τροποποίηση θα ήταν επιζήμια για τον κινηματογραφικό και εν γένει οπτικοακουστικό τομέα στην Ελλάδα και αντίθετη προς το δίκαιο της ΕΕ: Δεδομένων των ανωτέρω, η απόφαση της Atresmedia αποκλείει τις αξιώσεις για πρόσθετη αμοιβή από τους ΟΣΔ μουσικών παραγωγών-δισκογραφικών εταιρειών (labels) και ερμηνευτών-εκτελεστών σε ολόκληρη την ΕΕ. Για τον κινηματογραφικό και τον εν γένει οπτικοακουστικού τομέα, η απόφαση αυτή παρέχει ασφάλεια δικαίου τόσο για τους παρόχους αδειών για ενσωμάτωση μουσικής όσο και για τους αδειοδόχους/αποδέκτες των εν λόγω αδειών. Επιτρέπει στους παραγωγούς κινηματογραφικών και εν γένει οπτικοακουστικών έργων να εκκαθαρίζουν όλα τα απαραίτητα δικαιώματα για την ενσωμάτωση της προϋπάρχουσας μουσικής ήδη κατά την εξασφάλιση της σύμβασης άδειας ενσωμάτωσης. Δυνάμει της διευκρίνισης που έδωσε το ΔΕΕ, οι παραγωγοί κινηματογραφικών και εν γένει οπτικοακουστικών έργων παραμένουν σε θέση να παραχωρούν άδειες για τα έργα τους σε τηλεοπτικούς σταθμούς και άλλους χρήστες (π.χ. καταστήματα εστίασης), με τους τελευταίους να έχουν τη βεβαιότητα ότι τα σχετικά δικαιώματα έχουν εκκαθαριστεί και δεν οφείλεται περαιτέρω αμοιβή για προϋπάρχουσα μουσική. Η προτεινόμενη τροποποίηση (άρθρο 84 παράγραφος 1 του Σχεδίου Νόμου) θα αναιρούσε το γράμμα και το πνεύμα της απόφασης Atresmedia με την εισαγωγή μιας πρόσθετης αμοιβής. Ενώ το Σχέδιο Νόμου ορίζει ότι η υποχρέωση πληρωμής βαρύνει τον χρήστη, την πραγματική ζημία από την εν λόγω τροποποίηση θα την υποστούν οι παραγωγοί κινηματογραφικών και εν γένει οπτικοακουστικών έργων. Πράγματι, η εισαγωγή μιας πρόσθετης υποχρέωσης καταβολής αμοιβής θα επηρέαζε αρνητικά ολόκληρη την οικονομική αλυσίδα, συμπεριλαμβανομένης του τμήματος της αλυσίδας που καταλαμβάνει τη σχέση μεταξύ παραγωγών και τηλεοπτικών σταθμών, μειώνοντας την αξία των δικαιωμάτων επί του κινηματογραφικού ή εν γένει οπτικοακουστικού περιεχομένου επί του οποίου οι πρώτοι μπορούν να παραχωρούν άδειες στους δεύτερους. Η αξία της άδειας θα μειωνόταν, ενώ το κόστος θα αυξανόταν (δεδομένου ότι ο χρήστης θα εκτίθετο σε πρόσθετες αξιώσεις για καταβολή αμοιβής-και επίσης διπλή πληρωμή). Ο αντίκτυπος στην οικονομική αλυσίδα της παραγωγής θα επέβαλε άσκοπα άδικες οικονομικές επιβαρύνσεις τόσο στους χρήστες όσο και στους παραγωγούς. Κατά συνέπεια, ο παραγωγός κινηματογραφικών και εν γένει οπτικοακουστικών έργων και ο τηλεοπτικός σταθμός θα είχαν, επίσης, μειωμένα κεφάλαια για επανεπένδυση σε νέα κινηματογραφικά και οπτικοακουστικά έργα και υπηρεσίες, γεγονός που θα λειτουργούσε σε βάρος όλων των δημιουργών (συμπεριλαμβανομένων των δισκογραφικών εταιρειών-labels και των ερμηνευτών-εκτελεστών), καθώς και του ελληνικού και ευρύτερου κοινού. Αν και η αιτιολογική σκέψη 16 της Οδηγίας 2006/115/ΕΚ επιτρέπει στα κράτη μέλη "να προβλέπουν, για τους δικαιούχους των συγγενικών δικαιωμάτων, ευρύτερη προστασία από αυτή που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία όσον αφορά τις ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές και την παρουσίαση στο κοινό", η εν λόγω αιτιολογική σκέψη δεν μπορεί να αφορά και να καταλαμβάνει την προτεινόμενη τροποποίηση. Στην υπόθεση C More Entertainment AB v Linus Sandberg, Case C 279/13, EU:C:2015:199 (C More) το ΔΕΕ επιβεβαίωσε ότι δυνάμει αυτής της αιτιολογικής σκέψης δέον να νοείται ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να χορηγούν αποκλειστικά δικαιώματα στους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς όσον αφορά στην παρουσίαση στο κοινό. Ωστόσο, τυχόν εκτενέστερα δικαιώματα δεν πρέπει "κατ’ ουδένα τρόπο να θίγουν την προστασία του δικαιώματος του δημιουργού". Ενώ οι περιορισμοί για την ευρύτερη προστασία στο πλαίσιο της Οδηγίας2001/29/ΕΚ για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (InfoSoc Directive) δεν είχαν ως στόχο να αποτρέψουν τις διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών όσον αφορά στις πράξεις "που δεν αναφέρονται ρητά στο [άρθρο 3 παράγραφος 2 της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ- InfoSoc Directive], η αιτιολογική σκέψη 16 δεν αποτελεί λευκή επιταγή. Δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη της ΕΕ να επεκτείνουν ή να αλλάξουν την έννοια της "παρουσίασης στο κοινό ενός φωνογραφήματος". Η αναφορά σε "ευρύτερη προστασία" στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη θα πρέπει να ερμηνεύεται ως η ελευθερία των κρατών μελών της ΕΕ να μεταβάλλουν μόνο τη φύση της παρεχόμενης προστασίας (δηλαδή, αποκλειστικό δικαίωμα αντί για δικαίωμα αμοιβής) και όχι να μεταβάλλουν την έννοια της "παρουσίασης ενός φωνογραφήματος στο κοινό", η οποία θα επηρέαζε την προστασία του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας στο κινηματογραφικό ή εν γένει οπτικοακουστικό έργο και ενδεχομένως τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, δεδομένου του ενδεχομένου υιοθέτησης διαφορετικών προσεγγίσεων από τα κράτη μέλη στο συγκεκριμένο ζήτημα, παρεμποδίζοντας έτσι την αδειοδότηση εντός της ΕΕ. Εν κατακλείδι, η προτεινόμενη τροποποίηση του Ν.2121/1993 για την Πνευματική ιδιοκτησία, συγγενικά δικαιώματα και πολιτιστικά θέματα δεν είναι μόνο δυνητικά επιζήμια για τον κινηματογραφικό και εν γένει οπτικοακουστικό τομέα, αλλά και αντίθετη προς το δίκαιο της ΕΕ. Συνεπώς, το υφιστάμενο άρθρο 49 του Ν.2121/1993 δεν θα πρέπει να τροποποιηθεί και το άρθρο 84.1 του υπό συζήτηση Σχεδίου Νόμου θα πρέπει να διαγραφεί.