• Σχόλιο του χρήστη 'ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΦΩΤΟΓΡΑΦΩΝ ΦΟΙΒΟΣ' | 22 Ιανουαρίου 2016, 14:55

    Άρθρο 18, παρ. 3 του Νομοσχεδίου Η διάταξη που καθορίζει περιοριστικά ότι τα έξοδα διαχείρισης δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις «δικαιολογημένες και τεκμηριωμένες δαπάνες του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης για τη διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να υπερβαίνουν συνολικά κατά μέσο όρο το ποσοστό 20% των ακαθάριστων εσόδων του» είναι σε ευθεία αντίθεση, κατ’αρχήν, με την πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης στην Ελλάδα. Αφ’ενός δεν υπάρχουν διατάξεις που να διευκολύνουν τους οργανισμούς στην είσπραξη των αμοιβών με την αποτροπή των υποχρέων από τακτικές κωλυσιεργίας, μακρόχρονων δικαστικών αντιπαραθέσεων επαναλαμβανόμενων από κάθε υπόχρεο εκ του νόμου και αφ’ετέρου, σε σταθερά επαναλαμβανόμενα τακτά χρονικά διαστήματα, κατ’έτος, υποβάλλονται προτάσεις ή/και ψηφίσματα τροπολογιών του Ν. 2121/93, που δημιουργούν ένα καθεστώς παντελούς ανασφάλειας δικαίου και σε βάρος των οργανισμών, όσον αφορά το νομοθετικό πλαίσιο και τις διαδικασίες αναζήτησης, διεκδίκησης και είσπραξης αμοιβών, με αποκλειστική ευθύνη της Πολιτείας, εξ αιτίας κυρίως ενός ανύπαρκτου συντονισμού Υπουργείων και Δημοσίων Υπηρεσιών και έγερσης ζητημάτων τροποποίησης βασικών διατάξεων του Ν. 2121/93, που αποσαθρώνουν οποιεσδήποτε διαδικασίες διεκδίκησης και είσπραξης αμοιβών, σε αντίθεση με την Κοινοτική Νομοθεσία περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας, Φορολογίας, ΦΠΑ, Ανταγωνισμού, Δασμών κλπ. Υπενθυμίζονται, μεταξύ άλλων, οι - κατά την τελευταία τριετία - προτάσεις κατάργησης (τρις) της εύλογης αμοιβής παρ. 3 άρθρου 18, Ν. 2121/93, ως δήθεν φόρου υπέρ τρίτων (παρά τις επανειλημμένες διευκρινίσεις που έχουν χορηγηθεί από άλλες Υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου και τα όργανα της ΕΕ) και η ψηφισμένη προσθήκη της παρ. 12 του ίδιου άρθρου, με «αιτιολόγηση» βασισμένη στην προώθηση των «επενδύσεων» στην Ελλάδα. Απομένει να ελεγχθεί η συμβατότητα αυτής της πρακτικής με τις αντίστοιχες διατάξεις της Οδηγίας 2001/29, περί νομοθετικών προβλέψεων από κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ για ικανοποιητική δίκαιη αποζημίωση των δικαιούχων δικαιωμάτων εύλογης αμοιβής. Από την άλλη πλευρά, με το υπό εξέταση Νομοσχέδιο, παρ’όλα τα παραπάνω νομοθετικά κωλύματα και νομοθετικές ελλείψεις που επαναλαμβανόμενα παρεμποδίζουν την εύρυθμη λειτουργία των οργανισμών, εισάγεται η επιβολή «οροφής» στα διαχειριστικά έξοδα όλων των οργανισμών, ορίζοντας πως σε καμιά περίπτωση αυτά τα έξοδα δεν μπορούν να υπερβαίνουν συνολικά κατά μέσο όρο το ποσοστό 20% των ακαθάριστων εσόδων του, ανεξάρτητα από το ύψος των ακαθαρίστων εσόδων του και σε αντίθεση με το άρθρο 12 παρ. 2 της υπό ενσωμάτωση Οδηγίας 2014/26, που ορίζει πως οι κρατήσεις του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης πρέπει να είναι «εύλογες και να καθορίζονται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων». Επιπλέον, με τέτοιο αυστηρό περιορισμό «οροφής» διαχειριστικών εξόδων, οι εγχώριοι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης περιορίζονται ως προς την επιχειρηματική ελευθερία τους (άρθρο 5 Συντάγματος), ειδικότερα όσον αφορά την οικονομική τους πολιτική κι επίσης τίθενται σε δυσμενέστερη –ανταγωνιστικά- θέση, συγκριτικά με άλλους συναφών αντικειμένων οργανισμούς της αλλοδαπής ή/και ανεξάρτητες οντότητες διαχείρισης, που θα επιδιώξουν να δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα. Προτείνεται να αντικατασταθεί η φράση ότι τα έξοδα διαχείρισης δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις «δικαιολογημένες και τεκμηριωμένες δαπάνες του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης για τη διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να υπερβαίνουν συνολικά κατά μέσο όρο το ποσοστό 20% των ακαθάριστων εσόδων του» με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 της υπό ενσωμάτωση Οδηγίας 2014/26, που ορίζει πως οι κρατήσεις του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης πρέπει να είναι «εύλογες και να καθορίζονται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων». Άλλως, επικουρικώς, προτείνεται να αυξηθεί η «οροφή» των δικαιολογημένων και τεκμηριωμένων δαπανών διαχείρισης κάθε οργανισμού σε ποσοστό 30% των ακαθαρίστων εσόδων του υπό την προϋπόθεση ότι αυτά δεν υπερβαίνουν το ποσό των 250.000 ευρώ ετησίως. Επιπρόσθετα δε, σε κάθε περίπτωση, προτείνεται να μην συνυπολογισθούν οι δαπάνες της υποχρεωτικής προσαρμογής των οργανισμών στις απαιτήσεις του υπό Διαβούλευση Νομοσχεδίου κατά το έτος 2016.