Αρχική Νόμος για τη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίαςΆρθρο 69-Καταργούμενες και λοιπές ρυθμίσειςΣχόλιο του χρήστη ΟΤΕ Α.Ε. | 22 Ιανουαρίου 2016, 15:51
Υπουργείο Πολιτισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Ο ΟΤΕ αναγνωρίζει και συμφωνεί στην ανάγκη προστασίας των κατόχων δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και των νομίμων δικαιούχων χρήσης αυτών από τα συνεχώς αυξανόμενα φαινόμενα πειρατείας. Ειδικότερα, οι παρατηρήσεις του ΟΤΕ στην παρ. 8 (προσθήκη άρθρου 66Ε) του άρθρου 69 του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου έχουν ως εξής: Το ζήτημα της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας είναι σε τρέχουσα διαβούλευση σε κοινοτικό επίπεδο (βλ. http://ec.europa.eu/growth/tools-databases/ newsroom/cf/itemdetail.cfm?item_id=8580, αλλά και πρόσφατα ολοκληρωθείσα διαβούλευση για “online platforms”), ενώ στο πλαίσιο της «Ψηφιακής Ενιαίας Αγοράς – Digital Single Market» αναμένονται σχετικές νομοθετικές πρωτοβουλίες σύντομα, με κίνδυνο η παρ. 8 του άρθρου 69 του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου, εφόσον ψηφιστεί ως έχει, να μη συμβαδίζει με τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου. Το καθεστώς ευθύνης των παρόχων υπηρεσιών διαδικτύου καθορίζεται στην Οδηγία 2000/13/ΕΚ για το ηλεκτρονικό εμπόριο, όπως αυτή έχει ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο (ΠΔ 131/2003). Σύμφωνα με τα ανωτέρω νομοθετικά κείμενα, η ενεργητική παρακολούθηση του διαδικτύου γενικά δεν επιτρέπεται και οι μεσάζοντες πάροχοι υπηρεσιών διαδικτύου δεν έχουν γενική υποχρέωση ελέγχου των πληροφοριών που μεταδίδουν ή αποθηκεύουν προσωρινά, ούτε γενική υποχρέωση δραστήριας αναζήτησης γεγονότων ή περιστάσεων που δείχνουν ότι πρόκειται για παράνομες δραστηριότητες. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρούμε ότι οι προτεινόμενες διατάξεις της παρ. 8 (προσθήκη άρθρου 66Ε) του άρθρου 69 του υπό διαβούλευση σχεδίου δεν λαμβάνουν υπόψη τις βασικές αρχές λειτουργίας των παρόχων υπηρεσιών διαδικτύου όπως αυτές έχουν παγιωθεί από την ευρωπαϊκή και ελληνική νομοθεσία αλλά και τις σχετικές Αποφάσεις του Δικαστηρίου ΕΕ (ενδεικτικά Louis Vuitton v. Google, L’ Oreal v. eBay, Promusicae v. Telefonica, Sotiris Papasavvas case of 2014). Επιπλέον μεταθέτουν ευθύνες και υποχρεώσεις στους παρόχους υπηρεσιών διαδικτύου που δεν τους αναλογούν, καθώς αυτοί παρέχουν μόνο την τεχνική δυνατότητα πρόσβασης στο διαδίκτυο (βλ. αιτ. σκέψη 42 Οδηγίας για το ηλεκτρονικό εμπόριο “οι δραστηριότητες αυτές έχουν εντελώς τεχνικό, αυτόματο και παθητικό χαρακτήρα, πράγμα που συνεπάγεται ότι ο φορέας παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας ούτε γνωρίζει ούτε ελέγχει τις πληροφορίες που μεταδίδει ή αποθηκεύει»). Kατά συνέπεια, οι πάροχοι υπηρεσιών διαδικτύου δεν είναι δυνατό να καταστούν υπεύθυνοι για το περιεχόμενο στο διαδίκτυο εν γένει, εκτός των περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 13 του ΠΔ 131/2003. Περαιτέρω, ήδη προβλέπονται δικαστικοί τρόποι προστασίας των δημιουργών στα άρθρα 64 Α και 65 του νόμου 2121/1993. Επίσης, θεωρούμε ότι η προτεινόμενη Διοικητική Επιτροπή δεν είναι δυνατό να υποκαταστήσει τη δικαστική κρίση, ιδίως δε όσον αφορά τις νόμιμες υποχρεώσεις των Παρόχων Πρόσβασης στο διαδίκτυο, καθώς ανακύπτουν πλείστα νομικά ζητήματα αναφορικά με την ορθή εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και των αρχών της αναγκαιότητας, καταλληλότητας και αναλογικότητας κατά τη θέσπιση περιορισμών ατομικών δικαιωμάτων (άρθρο 25 παρ.1 Σ). Για τους παραπάνω λόγους, προτείνουμε τη διαγραφή του συνόλου της παραγράφου 8 (προσθήκη άρθρου 66Ε), ή έστω τη ριζική αναμόρφωσή της εν ευθέτω χρόνο, κατόπιν διαλόγου με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη (πάροχοι περιεχομένου, πάροχοι υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, κλπ ενδιαφερόμενοι) και λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις σε κοινοτικό επίπεδο. Επικουρικά και μόνο, παραθέτουμε και τις παρακάτω ειδικές παρατηρήσεις: 1) Στο νέο άρθρο 66Ε παρ. 3 προτείνεται α) η διαγραφή της φράσης «παράλειψής της στο μέλλον» καθώς αυτό αντίκειται στην απαίτηση για υποβολή συγκεκριμένων στοιχείων στην αίτηση και β) η προσθήκη μίας φράσης στην τρίτη περίοδο ως εξής: «..Ταυτόχρονα ο δικαιούχος επισυνάπτει κάθε έγγραφο, το οποίο είναι πρόσφορο να αποδείξει το δικαίωμά του και την παράβαση και ιδίως, όσα αναφέρονται ως υποχρεωτικά στην προδιατυπωμένη αίτηση.» 2) Mία απλή γνωστοποίηση (βλ. παρ. 6 και 7 προτεινόμενου άρθρου 66Ε) στους παρόχους διαδικτύου περί της συνέχισης της διαδικασίας άρσης της προσβολής από μόνη της είναι νομικά διάτρητη και σε καμία περίπτωση δεν κατοχυρώνει τους παρόχους διαδικτύου (ISPs) να «συμμορφωθούν εκουσίως» και να παρεμποδίσουν την πρόσβαση σε κατά ισχυρισμό παράνομο περιεχόμενο. Επίσης, δεν είναι κατανοητό γιατί οι πάροχοι διαδικτύου στην περίπτωση που δεν συμμορφωθούν εκουσίως θα πρέπει «να υποβάλουν αντιρρήσεις εντός πέντε εργασίμων ημερών από την ημερομηνία λήψης της γνωστοποίησης αποστέλλοντας ταυτόχρονα όλα τα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει, ιδίως, ότι δεν υφίσταται προσβολή» όταν αυτοί δεν μπορούν, ούτε και πρέπει να αντικαταστήσουν τις αρμόδιες Αρχές στην αξιολόγηση της νομιμότητας ή όχι του κατά ισχυρισμό παράνομου περιεχομένου. Κατά την άποψή μας η Επιτροπή θα πρέπει να απευθύνεται στους ιδιοκτήτες του κατά ισχυρισμό παράνομου περιεχομένου και δευτερευόντως στους παρόχους φιλοξενίας του κατά ισχυρισμό παράνομου ιστοτόπου (που είναι δυνατό να εντοπιστούν μέσω WHOIS) και όχι στους Παρόχους Πρόσβασης στο διαδίκτυο. Υπενθυμίζεται ότι η εμπλοκή των Παρόχων Διαδικτύου αντίκειται επίσης στο άρθρο 1 § 1β της Οδηγίας 2009/140/ΕΕ για την προστασία της δικτυακής ουδετερότητας στα δημόσια δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, το οποίο ενσωματώθηκε στο Ελληνικό δίκαιο με το άρθρο 3 § 2ζ του Ν. 4070/2012. Ο ρόλος των Παρόχων ως Παρόχων Πρόσβασης (Access Providers) είναι καθαρά τεχνικός και μη παρεμβατικός. 3) Όσον αφορά στα μέτρα που καλούνται οι Αποδέκτες της γνωστοποίησης να λάβουν (βλ. παρ. 10 προτεινόμενου άρθρου 66Ε), θεωρούμε ότι δεν είναι ούτε σαφή ούτε πλήρη και ότι πρέπει να προηγηθεί σχετική συζήτηση / διαβούλευση με όλους τους εμπλεκόμενους (π.χ. η διαγραφή αποδεδειγμένα παράνομου περιεχομένου, ενδεχομένως στερεί από τις διωκτικές αρχές αποδεικτικά στοιχεία) και λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις δυνατότητες της τεχνολογίας όσο και τις οικονομικές παραμέτρους για την υλοποίηση των μέτρων. Γενικότερα, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι «η διακοπή της πρόσβασης» αποτελεί κατ’ αρχάς περιορισμό ατομικών δικαιωμάτων, όπως αυτά προβλέπονται στο Σύνταγμα και το νόμο (ιδίως άρθρα 5 Α παρ. 1 και 2, 9 Α Σ , 19 Σ), καθώς και παραβίαση από την πλευρά των Παρόχων των υποχρεώσεων που τους επιβάλλονται δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας ή απευθείας από τις εποπτεύουσες αρχές [βλ. σχετικά τους «Όρους Γενικών Αδειών» του Κανονισμού Γενικών Αδειών της ΕΕΤΤ]. Για τον λόγο αυτό περιορισμοί των ως άνω δικαιωμάτων μπορούν να λάβουν χώρα μόνο κατόπιν κρίσης από αρμόδιο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι χωρίς απόφαση του αρμοδίου οργάνου οι πάροχοι δεν θα υποχρεούνται με κανένα τρόπο στη διακοπή πρόσβασης στη χρήση του διαδικτύου.