Άρθρο 69
Καταργούμενες και λοιπές ρυθμίσεις
1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργείται κάθε διάταξη που αντίκειται στον νόμο αυτό ή αναφέρεται σε θέματα που ρυθμίζονται με τον νόμο αυτόν. Ειδικότερα καταργούνται τα άρθρα 54 έως 58 ν. 2121/1993 με την επιφύλαξη της παραγράφου 6 του άρθρου 57 του παρόντος νόμου, η παράγραφος 6 του άρθρου 49, και η παράγραφος 3 του άρθρου 72 ν. 2121/1993.
2.Η παράγραφος 3 του άρθρου 18 ν. 2121/1993 τροποποιείται ως εξής:
α. Το πρώτο εδάφιό της τροποποιείται ως εξής: «3. Εάν για την ελεύθερη αναπαραγωγή του έργου για ιδιωτική χρήση χρησιμοποιούνται τεχνικά μέσα, όπως (συσκευές εγγραφής ήχου ή εικόνας ή ήχου και εικόνας, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, συσκευές ή εξαρτήματα μη ενσωματωμένα ή ενσωματώσιμα στην κύρια μονάδα ηλεκτρονικών υπολογιστών που λειτουργούν σε συνάρτηση με αυτούς και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την ψηφιακή αντιγραφή ή για την ψηφιακή μετεγγραφή από ή προς αναλογικά μέσα (εξαιρουμένων των εκτυπωτών), μαγνητικές ταινίες ή άλλοι υλικοί φορείς πρόσφοροι για την αναπαραγωγή ήχου ή εικόνας ή ήχου και εικόνας, συμπεριλαμβανομένων των υλικών φορέων ψηφιακής αντιγραφής – όπως CD-RW, CD-R, φορητοί οπτικοί μαγνητικοί δίσκοι χωρητικότητας άνω των 100 εκατομμυρίων ψηφίων (άνω των 100 Mbytes), αποθηκευτικά μέσα/ δισκέτες κάτω των 100 εκατομμυρίων ψηφίων (κάτω των 100 Mbytes) φωτοτυπικά μηχανήματα, χαρτί κατάλληλο για φωτοτυπίες, οφείλεται εύλογη αμοιβή στον δημιουργό του έργου και στους κατά την παρούσα διάταξη δικαιούχους συγγενικών δικαιωμάτων, εξαιρουμένων των προς εξαγωγή ειδών.»
β. Προστίθενται νέο δεύτερο και τρίτο εδάφιο ως εξής:
«Η αμοιβή για τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές ορίζεται σε 2% της αξίας τους. Η κατανομή των ποσοστών της εύλογης αμοιβής του προηγουμένου εδαφίου στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης τής κάθε κατηγορίας ή υποκατηγορίας δικαιούχων, ο τρόπος είσπραξης και καταβολής, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια καθορίζονται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 11 του παρόντος άρθρου.» γ. Το δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο και έκτο εδάφιο αναριθμούνται σε τέταρτο, πέμπτο, έκτο, έβδομο και όγδοο αντίστοιχα.
3. Το άρθρο 35 ν. 2121/1993 τροποποιείται ως εξής: α. Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 διαγράφεται η φράση «που ρυθμίζονται στο άρθρο 56 του παρόντος νόμου». β. Προστίθενται οι παράγραφοι 5 έως 8 ως ακολούθως: «5. Το δικαίωμα του δημιουργού να παρέχει άδεια ή να αρνείται την παροχή αδείας σε επιχείρηση εκμετάλλευσης καλωδιακού δικτύου για την αναμετάδοση εκπομπής μέσω καλωδίου ασκείται μόνο μέσω οργανισμών συλλογικής διαχείρισης. Όταν ο δημιουργός δεν έχει αναθέσει τη διαχείριση του δικαιώματος καλωδιακής αναμετάδοσης σε οργανισμό συλλογικής διαχείρισης, ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης που έχει αναλάβει με έγκριση του Υπουργείου Πολιτισμού τη διαχείριση των δικαιωμάτων της αυτής κατηγορίας μπορεί να διαχειρίζεται το δικαίωμα καλωδιακής αναμετάδοσης. Όταν υπάρχουν περισσότεροι από ένας οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης για τα δικαιώματα της αυτής κατηγορίας, ο δημιουργός είναι ελεύθερος να επιλέξει μεταξύ τους τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης, τον οποίο εξουσιοδοτεί να διαχειρίζεται το δικαίωμα καλωδιακής αναμετάδοσης. Ο δημιουργός που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο έχει τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις με τους δικαιούχους που έχουν αναθέσει τη διαχείριση στον οργανισμό και μπορεί να αξιώσει τα δικαιώματα αυτά μέσα σε διάστημα τριών (3) ετών από την ημερομηνία της καλωδιακής αναμετάδοσης του έργου. 6. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται στα δικαιώματα που ασκούνται από ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό, όσον αφορά στις δικές του μεταδόσεις, ανεξάρτητα από το αν τα σχετικά δικαιώματα είναι δικά του ή του έχουν μεταβιβαστεί από άλλους δημιουργούς ή άλλους δικαιούχους.
7. Προκειμένου για δευτερεύουσα σύγχρονη, ακέραιη και αμετάβλητη μετάδοση ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων μέσω καλωδίων ή άλλων υλικών αγωγών, η συλλογική διαχείριση της σχετικής εξουσίας των δημιουργών είναι υποχρεωτική.
8. Οι διατάξεις των παραγράφων 5 έως 8 εφαρμόζονται αναλόγως στη διαχείριση και την προστασία των συγγενικών δικαιωμάτων που ρυθμίζονται από το όγδοο κεφάλαιο του ν. 2121/1993.» 4. Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 46 ν. 2121/1993 αντικαθίσταται η φράση «κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 54 και 58 του παρόντος νόμου» με τη φράση «κατά τα οριζόμενα στον νόμο για τη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων, χορήγηση πολυεδαφικών αδειών για επιγραμμικές χρήσεις μουσικών έργων στην εσωτερική αγορά και άλλα πολιτιστικά θέματα». 5. Στις παραγράφους 2 και 4 του άρθρου 49 ν. 2121/1993 αντικαθίσταται η φράση «τα άρθρα 54 έως 58 του παρόντος νόμου» με τη φράση «τον νόμο για τη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων, χορήγηση πολυεδαφικών αδειών για επιγραμμικές χρήσεις μουσικών έργων στην εσωτερική αγορά και άλλα πολιτιστικά θέματα».
6 Τροποποιείται η παράγραφος 2 του άρθρου 63 ν. 2121/1993 και προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής:
«Εάν το εκτελούμενο ρεπερτόριο δεν έχει ανατεθεί σε οργανισμό συλλογικής διαχείρισης, για τη χορήγηση τής ως άνω άδειας του Δήμου αρκεί η προσκόμιση υπεύθυνης δήλωσης περί μη εκτέλεσης εκπροσωπούμενου από οργανισμό συλλογικής διαχείρισης ρεπερτορίου, το περιεχόμενο της οποίας καθορίζεται από τον ΟΠΙ.»
7. Τροποποιείται το άρθρο 65Α ν. 2121/1993 ως εξής:
α. Προστίθεται «ή συγγενικών δικαιωμάτων» μετά το «αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας» στο πρώτο εδάφιο της δεύτερης παραγράφου. β. Προστίθεται τρίτη παράγραφος ως εξής: «3. Όποιος χωρίς δικαίωμα και κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου προβαίνει σε αναπαραγωγή φωνογραφημάτων αποθηκευμένων σε οποιοδήποτε τεχνικό μέσο αποθήκευσης, συμπεριλαμβανομένων των σκληρών δίσκων ενσωματωμένων ή μη σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, υπόκειται σε διοικητικό πρόστιμο ίσο με χίλια (1.000) ευρώ.»
γ. Αναριθμούνται οι επόμενες παράγραφοι σε 4, 5 και 6 αντίστοιχα.
8. Προστίθεται άρθρο 66Εμε τίτλο «Κυρώσεις για προσβολές δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων στο διαδίκτυο» ως εξής:
1. Σε περίπτωση προσβολής δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ή/και συγγενικών δικαιωμάτων τελούμενης στο διαδίκτυο, ο δικαιούχος δύναται να τηρήσει την περιγραφόμενη στο παρόν άρθρο διαδικασία. Η παρούσα διαδικασία δεν εφαρμόζεται κατά τελικών χρηστών για προσβολές που τελούνται δια της τηλεφόρτωσης έργων (downloading) ή δια της ρευμάτωσης δεδομένων συνεχούς ροής (streaming) ή σε περιπτώσεις ανταλλαγής αρχείων μέσω ομότιμων δικτύων (peer to peer), οι οποίες επιτρέπουν την απευθείας ανταλλαγή μεταξύ τελικών χρηστών έργων σε ψηφιακή μορφή ή σε περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών αποθήκευσης δεδομένων με την τεχνική υπολογιστικού νέφους (cloud computing). Η παρούσα διαδικασία δεν θίγει την προβλεπoμένη από τον Κανονισμό Διαχείρισης και Εκχώρησης Ονομάτων Χώρου (Domain Names) με κατάληξη .gr της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών & Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), όπως ισχύει.
2. Για την υλοποίηση της διαδικασίας που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, αρμόδια είναι η Επιτροπή για τη γνωστοποίηση διαδικτυακής προσβολής δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων (εφεξής Επιτροπή), η οποία ιδρύεται με το παρόν άρθρο, έχουσα τον χαρακτήρα συλλογικού διοικητικού οργάνου. Η Επιτροπή είναι πενταμελής και συνεπικουρείται από το προσωπικό του ΟΠΙ. Η Επιτροπή αποτελείται από τον Πρόεδρο του ΟΠΙ, τον Διευθυντή του ΟΠΙ, έναν εκπρόσωπο της ΕΕΤΤ, που θα τον ορίζει ο Πρόεδρος της ΕΕΤΤ, έναν δικαστή του Αρείου Πάγου και έναν δικαστή του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι ο Πρόεδρος του ΟΠΙ και χρέη γραμματέα ασκεί υπάλληλος του ΟΠΙ που διορίζεται με απόφαση του διευθυντή του ΟΠΙ. Τα μέλη της και οι ισάριθμοι αναπληρωτές τους διορίζονται από τον Υπουργό Πολιτισμού με τριετή θητεία. Οι λεπτομέρειες συγκρότησης, λειτουργίας, αρμοδιοτήτων και αμοιβής της Επιτροπής, όπως και κάθε άλλο σχετικό ζήτημα, καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού. Στην ίδια απόφαση καθορίζεται και το τέλος που καταβάλλει ο ενδιαφερόμενος υπέρ του ΟΠΙ μαζί με την αίτησή του στην Επιτροπή ως τέλος εξέτασης της υπόθεσής του. Το τέλος αυτό προκαταβάλλεται και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση έναρξης της διαδικασίας.
3. Ο δικαιούχος, του οποίου το δικαίωμα προσβάλλεται στο διαδίκτυο, υποβάλλει στην Επιτροπή αίτηση για άρση της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον σύμφωνα με τα κατωτέρω. Συμπληρώνει την ειδικά προδιατυπωμένη αίτηση προς την Επιτροπή (φόρμα αίτησης), η οποία διατίθεται από τον Ο.Π.Ι., και την υποβάλει εγγράφως είτε αυτοπροσώπως είτε ηλεκτρονικά με πιστοποιημένη ηλεκτρονική υπογραφή. Ταυτόχρονα ο δικαιούχος επισυνάπτει κάθε έγγραφο, το οποίο είναι πρόσφορο να αποδείξει το δικαίωμά του και ιδίως, όσα αναφέρονται ως υποχρεωτικά στην προδιατυπωμένη αίτηση.
4. Η Επιτροπή εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από τη λήψη της αίτησης αποφασίζει είτε να συνεχίσει τη διαδικασία είτε να θέσει την υπόθεση στο αρχείο.
5. Η υπόθεση τίθεται στο αρχείο με πράξη της Επιτροπής, η οποία αναφέρει τουλάχιστον έναν από τους ακόλουθους λόγους: α) μη χρήση της προδιατυπωμένης αίτησης, β) έλλειψη επαρκούς πληροφόρησης, γ) ύπαρξη εκκρεμοδικίας μεταξύ των ίδιων μερών ή έκδοση οριστικής απόφασης επί της εξεταζόμενης διαφοράς, δ) έλλειψη αρμοδιότητας, ε) έλλειψη λόγων και επαρκών αποδεικτικών στοιχείων (προδήλως αβάσιμη) και, στ) απόσυρση της καταγγελίας πριν την εξέτασή της.
6. Σε περίπτωση συνέχισης της διαδικασίας η Επιτροπή ενημερώνει εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από τη λήψη της αίτησης τούς παρόχους πρόσβασης στο διαδίκτυο, και, όπου είναι εφικτό, τον πάροχο υπηρεσίας φιλοξενίας και τους διαχειριστές ή/και τους ιδιοκτήτες των αναφερόμενων στην αίτηση ιστοσελίδων, για την έναρξη της διαδικασίας. Η γνωστοποίηση αυτή περιλαμβάνει τουλάχιστον τον ακριβή προσδιορισμό των δικαιωμάτων που υποστηρίζεται ότι προσβάλλονται, τις διατάξεις του νόμου που κατά δήλωση του δικαιούχου παραβιάζονται, περίληψη των γεγονότων και των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων, το αρμόδιο πρόσωπο προς το οποίο μπορούν να υποβληθούν αντιρρήσεις, τους όρους τερματισμού της διαδικασίας και αναφορά της δυνατότητας εκούσιας συμμόρφωσης των εμπλεκομένων.
7. Ο αποδέκτης της ως άνω γνωστοποίησης μπορεί να συμμορφωθεί εκουσίως στο αίτημα του αιτούντος ή να λάβει από αυτόν τη σχετική άδεια εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία της λήψης της γνωστοποίησης. Εναλλακτικά μπορεί να υποβάλει αντιρρήσεις εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία της λήψης της γνωστοποίησης αποστέλλοντας ταυτόχρονα όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει, ιδίως, ότι δεν υφίσταται προσβολή. Οι προθεσμίες αυτές παρατείνονται ως το διπλάσιο με απόφαση της Επιτροπής. Στην περίπτωση της εκούσιας συμμόρφωσης του αποδέκτη της γνωστοποίησης εκδίδεται απόφαση της Επιτροπής στην οποία αναφέρεται ρητά η οικειοθελής συμμόρφωσή του.
8. Μετά τη λήξη της προθεσμίας για υποβολή αντιρρήσεων και όπου κρίνεται απαραίτητο, η Επιτροπή αιτείται από οποιοδήποτε μέρος την προσκόμιση επιπλέον στοιχείων εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών.
9. Η Επιτροπή εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από τη λήξη των ανωτέρω προθεσμιών εξετάζει την υπόθεση και το αργότερο εντός σαράντα (40) εργάσιμων ημερών από την υποβολή της αίτησης κοινοποιεί στους αποδέκτες της γνωστοποίησης και στον αιτούντα απόφαση με την οποία: α) είτε θέτει την υπόθεση στο αρχείο, στην περίπτωση που δεν πιθανολογείται προσβολή δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας ή/και συγγενικών δικαιωμάτων με αιτιολογημένη πράξη της, β) είτε, στην περίπτωση που αποδεικνύεται προσβολή, εκδίδει αιτιολογημένη απόφασή της, με την οποία καλεί τους αποδέκτες αυτής να συμμορφωθούν με αυτήν εντός προθεσμίας όχι μεγαλύτερης των τριών (3) εργάσιμων ημερών από την επίδοσή της προς αυτούς.
10. Η Επιτροπή με την απόφασή της καλεί τους αποδέκτες της γνωστοποίησης ή να απομακρύνουν το περιεχόμενο από την ιστοσελίδα στην οποία αυτό προσβάλλεται ή να διακόψουν την πρόσβαση σε αυτό ή τους καλεί στη λήψη οποιουδήποτε άλλου μέτρου κρίνει η Επιτροπή πρόσφορο.
11. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς το διατακτικό της απόφασης η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιμο ποσού 500€ έως 1000€ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης. Μεταξύ των κριτηρίων που λαμβάνονται υπόψη είναι η βαρύτητα της προσβολής. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού, καθορίζονται η διαδικασία επιβολής και είσπραξης του προστίμου, οι αρμόδιες υπηρεσίες είσπραξης, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
12. Η έναρξη της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής δεν αναστέλλει ή άλλως θίγει την άσκηση αξιώσεων για την ίδια διαφορά ενώπιον της δικαιοσύνης. Ωστόσο, σε περίπτωση που υπάρξει προσφυγή από τον ίδιο αιτούντα με το αυτό αίτημα ενώπιον της δικαιοσύνης, η υπόθεση τίθεται στο αρχείο από την Επιτροπή σύμφωνα με το στοιχείο γ της παραγράφου 5. Ομοίως, η έκδοση απόφασης από την Επιτροπή δεν στερεί από τα εμπλεκόμενα μέρη το δικαίωμα να διεκδικήσουν την προστασία των έννομων συμφερόντων τους ενώπιον της δικαιοσύνης.
13. Κατά των αποφάσεων της Επιτροπής μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης, εκτός, εάν μετά από αίτηση του προσφεύγοντος το δικαστήριο την αναστείλει εν όλω ή εν μέρει. Η προσφυγή εκδικάζεται μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την κατάθεσή της και εκδίδεται απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών από την εκδίκασή της. Αναβολή χωρεί μόνο για μια φορά και για σπουδαίο λόγο. Η μετ’ αναβολή συζήτηση επαναπροσδιορίζεται εντός ενός μηνός από την αρχική δικάσιμο. Κατά της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου χωρεί αίτηση αναίρεσης ενώπιον του ΣτΕ, η οποία εκδικάζεται εντός τριών (3) μηνών από την κατάθεση της αίτησης, ενώ η σχετική απόφαση εκδίδεται εντός (4) τεσσάρων μηνών από τη συζήτηση.»
9. Τροποποιείται το άρθρο 66 ν. 2121/1993 ως εξής: α. Τροποποιούνται οι παράγραφοι 10 και 11 στις οποίες αντικαθίσταται η φράση «έχει ως αποτέλεσμα την άρση του αξιοποίνου» με τη φράση «συνεπάγεται τη μη άσκηση της ποινικής δίωξης και την κατάργηση της τυχόν αρξάμενης». β. Προστίθεται παράγραφος 12 με το εξής περιεχόμενο: «12. Όταν το αντικείμενο της προσβολής αφορά σε φωνογραφήματα αποθηκευμένα σε οποιοδήποτε τεχνικό μέσο αποθήκευσης η κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 65Α και υπό τους προβλεπόμενους όρους, ανεπιφύλακτη καταβολή του διοικητικού προστίμου από τον δράστη συνεπάγεται τη μη άσκηση της ποινικής δίωξης και την κατάργηση της τυχόν αρξάμενης, όταν η προσβολή αφορά μέχρι χίλια (1.000) τραγούδια ή μουσικές συνθέσεις.»
γ. Αναριθμούνται οι επόμενες παράγραφοι σε 13 και 14 αντίστοιχα.
10. Αντικαθίσταται η παράγραφος 1 του άρθρου 69 ν. 2121/1993 ως ακολούθως: «1. Ιδρύεται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με έδρα την Αθήνα και επωνυμία Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας (ΟΠΙ), που εποπτεύεται από το Υπουργείο Πολιτισμού, με σκοπό την προστασία των πνευματικών δημιουργών και δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων, την εποπτεία των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, την εφαρμογή του παρόντος νόμου, του νόμου για τη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων και για τη χορήγηση πολυεδαφικών αδειών για επιγραμμικές χρήσεις μουσικών έργων και των συναφών διεθνών συμβάσεων, τη νομοπαρασκευαστική εργασία σε θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων και γενικά την εκπροσώπηση της Ελλάδας σε όλους τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς, καθώς και στα Όργανα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Ο ΟΠΙ μπορεί επίσης να διοργανώνει κάθε είδους σεμινάρια με σκοπό την επιμόρφωση και ενημέρωση των δικαστών, δικηγόρων, διοικητικών υπαλλήλων, δημιουργών, δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων, φοιτητών και σπουδαστών για θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων. Ο ΟΠΙ σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να έχει ως σκοπό τη συλλογική διαχείριση των δικαιωμάτων σύμφωνα με τον νόμο για τη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων.» 11. Το άρθρο 71 ν. 2121/1993 τροποποιείται ως εξής: α. Στην παράγραφο 3 αντικαθίσταται η φράση «57 παρ. 8 και 9» με τη φράση «παρ. 5 έως 8». β. Προστίθεται παράγραφος 11 ως εξής:
«11. Ο νόμος για τη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων, χορήγηση πολυεδαφικών αδειών για επιγραμμικές χρήσεις μουσικών έργων στην εσωτερική αγορά και άλλα πολιτιστικά θέματα αποτελεί εφαρμογή της Οδηγίας 2014/26/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2014 για τη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων καθώς και τη χορήγηση πολυεδαφικών αδειών για επιγραμμικές χρήσεις μουσικών έργων στην εσωτερική αγορά, η οποία κατάργησε τα άρθρα 54 έως 58, την παράγραφο 6 του άρθρου 49 και την παράγραφο 3 του άρθρου 72.»
12. Προστίθεται μετά την παράγραφο 1β του άρθρου 4 του ν. 2225/1994 (ΦΕΚ Α’ 121), όπως ισχύει, παράγραφος 1γ ως εξής: «1γ. Επιτρέπεται, επίσης, η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση της προσβολής δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων σε μορφή κακουργήματος, που προβλέπονται στον ν. 2121/1993 (ΦΕΚ Α’ 25), όπως κάθε φορά ισχύει». 13. Καταργείται το π.δ. 42/2015 «Διοικητικό πρόστιμο σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης ή/και προστασίας» (ΦΕΚ Α/71/3.7.2015).
14. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου λήγει αυτοδικαίως η θητεία τυχόν αναπληρωτών διευθυντών του εδαφίου δ’ της καταργούμενης με το άρθρο 61 του παρόντος παραγράφου 15 του αρ. 3 του Ν.2273/1994.
Οπωσδήποτε να παραμείνουν οι υπολογιστές. Είναι μια ελάχιστη αποζημίωση ενός τεράστιου αριθμού δημιουργών, ερμηνευτών εκτελεστών κλπ για τις αμοιβές που έχουν συρρικνωθεί από την αναπαραγωγή για ιδιωτική χρήση.
Προτείνεται η ακόλουθη προσθήκη στο Άρθρο 69 (παράγραφος 15)
15. Στο Ν.2121/1993 Άρθρο 3, παράγραφος 1, περίπτωση (η), προστίθεται το εδάφιο “Δεν συνιστά παρουσίαση στο κοινό η παραπομπή μέσω συνδέσμου (link) σε προστατεύομενο έργο που φιλοξενείται σε ιστότοπο τρίτου ή η ενσωμάτωση (embedding) σε ένα δικτυακό τόπο του προστατευόμενου έργου που φιλοξενείται σε υπηρεσία τρίτου, διότι τα εν λόγω έργα δεν αφορούν ούτε κοινοποιούνται σε ένα νέο κοινό, ούτε κάνουν διαφορετική χρήση τεχνικών μέσων από εκείνη που χρησιμοποιείται για την αρχική επικοινωνία.”
Αιτιολόγηση
Η πρόταση αυτή βασίζεται στην ελληνική και ευρωπαϊκή νομολογία. Η Απόφαση 965/2010 Πλημμ. Κιλκίς και η Τελεσίδικη Απόφαση 2517/2013 Εφ. Θεσσαλονίκης, καθώς και οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (13/2/2014 προσφυγή Svenson εναντίον Retriever Sverige, και 21/10/2014 προσφυγή της BestWater International GmbH εναντίον Michael Mebes και Stefan Potsch), με βάση την ευρωπαϊκή οδηγία 2001/29/ΕΚ, έκριναν ότι η παραπομπή από μία ιστοσελίδα σε περιεχόμενο που δημοσιεύει μια τρίτη ιστοσελίδα, δεν συνιστά εκ νέου παρουσίαση του περιεχομένου στο κοινό. Οι αποφάσεις αυτές έρχονται να αποσαφηνίσουν ένα μεγάλο πρόβλημα ερμηνείας της έννοιας της παρουσίασης περιεχομένου στο κοινό, υπό το πρίσμα των τεχνικών παραμέτρων της διάθεσης αυτών μέσω διαδικτύου. Σύμφωνα με τις αποφάσεις, η παραπομπή στα έργα μέσω συνδέσμου ή με τη χρήση της τεχνολογίας πλαισίων, δεν διαθέτει τα εν λόγω έργα σε νέο κοινό. Το κοινό το οποίο στοχεύεται από την αρχική δημοσιοποίηση του λαμβάνει υπόψιν όλους τους δυνητικούς επισκέτες στον αρχικό δικτυακό τόπο, και δεδομένου ότι πρόσβαση στα έργα σε αυτόν τον δικτυακό τόπο δεν υπόκειται σε περιορισμούς πρόσβασης, όλοι οι χρήστες του διαδικτύου θα μπορούσαν κατά συνέπεια να έχουν ελεύθερη πρόσβαση σε αυτά.
Το σχόλιο αφορά στη διοικητική διαδικασία για την υποχρέωση των παρόχων πρόσβασης στο διαδίκτυο να αίρουν την προσβολή και να την παραλείπουν στο μέλλον. Ως προσβολή νοείται η χρησιμοποίηση των δικτύων τους για την τέλεση από τρίτους πράξεων που για να είναι νόμιμες, χρειάζονται την άδεια των δικαιούχων.
Τα κριτικά σε βάρος της νομοθετικής πρωτοβουλίας σχόλια είναι, στο μέτρο της αντίληψής μου, μονομερή. Ειδικότερα:
Αφιερώνεται τεράστιος χώρος στην επίκληση διατάξεων που θεμελιώνουν το δικαίωμα των χρηστών στην ελεύθερη πρόσβαση στο διαδίκτυο. Δημιουργείται, έτσι, η εντύπωση ότι τα δικαιώματα αυτά έχουν υπέρτερη αξία του δικαιώματος επί ενός σήματος, πνευματικού έργου ή συγγενικού δικαιώματος.
Το ορθό είναι ότι πρόκειται περί ομοτίμων δικαιωμάτων, τα οποία σε κάθε περίπτωση πρέπει να σταθμίζονται. Αυτό συνάγεται από τη νομολογία του ΔΕΕ.
Δείγμα της συστηματικώς εσφαλμένης νομικής προσέγγισης είναι η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας μόνον προς την κατεύθυνση του περιορισμού της προστασίας απόλυτων και αποκλειστικών δικαιωμάτων και όχι και προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Εναργές καθίσταται τούτο στο παράδειγμα που μία ιστοσελίδα έχει τόσον νόμιμο, όσον και παράνομο περιεχόμενο. Όμως, το Γερμανικό Ακυρωτικό, την 26.11.2015, έκρινε (Ι ZR 3/14 & I ZR 174/14) ότι απαγόρευση πρόσβασης δεν είναι μόνον ανεκτή, όταν οιιστοσελίδες έχουν αποκλειστικώς παράνομο περιεχόμενο, αλλά ήδη, όταν κατά την καθόλου σχέση το νόμιμο περιεχόμενο δεν υπερισχύει του παρανόμου.
Και ακόμη για το ζήτημα της αποτελεσματικότητας έκρινε το ίδιο δικαστήριο… οι, λόγω της τεχνικής δομής του διαδικτύου υπάρχουσες δυνατότητες παράκαμψης δεν αντίκεινται στο ανεκτό της εντολής απαγόρευσης πρόσβασης, αρκεί ότι η εντολή παρεμποδίζει ή έστω δυσχεραίνει την πρόσβαση στο παράνομο περιεχόμενο.
Έτερο δείγμα όχι στάθμισης, αλλά εξ υπαρχής προτίμησης υπέρ της ελευθερίας του χρήστη να προσβάλλει απόλυτα και αποκλειστικά δικαιώματα είναι η άποψη ότι πρώτα πρέπει να τηρείται κάποια διαδικασία κατά των παρόχων φιλοξενίας και μετά κατά των παρόχων πρόσβασης.
Η ευθύνη των άνω παρόχων δεν τελεί κατά νόμον σε επικουρική σχέση. Το ζήτημα είναι τέτοιο της αρχής της αναλογικότητας. Είναι αναλογικό Έλληνες δικαιούχοι να αναζητούν τους αγνώστους παρόχους φιλοξενίας ανά τον κόσμο?
Η χώρα μας δεν διαθέτει παρόχους φιλοξενίας, όπως λ.χ. η Γερμανία, η Ολλανδία κ.λπ.
Και, τέλος, λίγα λόγια για την Επιτροπή, που είναι διοικητική αρχή. Άραγε, σε μία περίπτωση παράβασης των κανόνων ανταγωνισμού, ποιό «όργανο» γνωρίζει καλυτερα? Η Επιτροπή Ανταγωνισμού ή τα πολιτικά δικαστήρια?
Η Επιτροπή θα διαθέτει πλήρη και επαρκή γνώση.
Συνεπώς, η πρόταση είναι να διατηρηθεί η διάταξη.
Με την προτεινόμενη παράγραφο 8 του Άρθρου 66Ε, γίνεται απόπειρα να προστατευθούν δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας ή/και συγγενικά δικαιώματα που προσβάλλονται λόγω της μη εξουσιοδοτημένης διάθεσης προστατευόμενου περιεχομένου στο Διαδίκτυο.
Ωστόσο, καθώς στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων οι πάροχοι της υπηρεσίας φιλοξενίας του εν λόγω περιεχόμενου εδρεύουν στο εξωτερικό και υπάρχει πληθώρα ευρέως διαθέσιμων τεχνικών ώστε ο τελικός χρήστης να μπορεί να αποκαταστήσει την πρόσβασή του στο περιεχόμενο αυτό ακόμα και μετά από τη υλοποίηση των προβλεπόμενων από την προτεινόμενη διάταξη ενεργειών, η προτεινόμενη διάταξη το μόνο που θα πετύχει είναι να επιβάλλει ένα σημαντικό διοικητικό φόρτο στους παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης στο Διαδίκτυο, με υψηλά δυνητικά πρόστιμα, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα ή όφελος για τους κατόχους των προσβαλλόμενων δικαιωμάτων. Συνεπώς, θεωρούμε ότι δεν συντρέχει λόγος για να εισαχθεί το προτεινόμενο Άρθρο 66Ε.
Επιπλέον και δεδομένου ότι οι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης στο Διαδίκτυο δεν έχουν τη δυνατότητα διακοπής της πρόσβασης των συνδρομητών τους σε μεμονωμένες ιστοσελίδες, αλλά σε ιστοτόπους βάσει domain name, η πρόταση του νέου Άρθρου 66Ε ενέχει τον κίνδυνο να αποκλεισθεί η πρόσβαση μεγάλου αριθμού συνδρομητών σε καθ’ όλα σύννομο περιεχόμενο σε άλλες ιστοσελίδες του ιστοστόπου. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε παραβίαση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας αλλά και της αρχής της αναλογικότητας.
Ως εκ τούτου είναι αναγκαίο να αποσυρθεί η προτεινόμενη διάταξη από το σχέδιο νόμου, προκειμένου το Υπουργείο, σε συνεργασία με τους αρμόδιους συλλογικούς φορείς, να διαμορφώσει ένα νομοθετικό πλαίσιο αποτελεσματικής προστασίας των δικαιούχων εξασφαλίζοντας υπέρ των χρηστών και παρόχων την τήρηση των αρχών της αναλογικότητας, λαμβάνοντας υπόψη και τα πρόσφατα δεδομένα σε επίπεδο νομοθεσίας και νομολογίας σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και την αντίστοιχη εμπειρία από τα μέτρα που λήφθηκαν σε άλλα κράτη.
Εφόσον βέβαια υιοθετηθεί η πρόταση, θα πρέπει, κατ΄ ελάχιστον, να αφαιρεθεί η αναφορά σε δυνατότητα της Επιτροπής να «καλεί (σ.σ. τους παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης στο Διαδίκτυο) στη λήψη οποιουδήποτε άλλου μέτρου κρίνει η Επιτροπή πρόσφορο». Οι τρόποι δράσης της Επιτροπής και τα δυνατά μέτρα θα πρέπει να είναι σαφώς ορισμένα και αναλογικά με την παραβίαση που κρίνεται ότι έχει συντελεσθεί. Επίσης θα πρέπει να προβλεφθεί ότι η άσκηση προσφυγής κατά απόφαση της Επιτροπής ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης.
Άρθρο 59 Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές – Πειρατεία
Ενώ είναι θετική η αναφορά στο νόμο των συσκευών των ηλεκτρονικών υπολογιστών στην υποχρέωση καταβολής εύλογης αμοιβής για ιδιωτική χρήση εντελώς παράλογα μειώνεται η αμοιβή από 6% όπως ισχύει μέχρι σήμερα σε 2%. Οι υπολογιστές είναι το κατ’ εξοχήν μέσο με το οποίο αναπαράγονται τραγούδια μουσικές, ταινίες και άλλα προστατευόμενα έργα. Είναι αδιανόητο οι δημιουργοί των έργων να μην αμείβονται για τα αντίγραφα που πραγματοποιούν ιδιώτες ελεύθερα μέσω των υπολογιστών. Στην Ελλάδα κανείς πλέον δεν πληρώνει για να αγοράσει μουσική και δεν υπάρχει αγορά CDs. Η πλειοψηφία κατεβάζει τραγούδια παράνομα και στη συνέχεια τα αντιγράφει στο σκληρό δίσκο του υπολογιστή ή και σε εξωτερικό σκληρό δίσκο. Ήδη η παραγωγή τραγουδιών έχει μειωθεί κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια, ενώ οι δίσκοι χρηματοδοτούνται πλεόν από τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Χιλιάδες θέσεις εργασίας έχουν χαθεί λόγω της μειωμένης προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων. Επισημαίνουμε ότι οι τιμές των υπολογιστών έχουν μειωθεί κατακόρυφα και κυμαίνονται πλέον στα 100 – 150 Ευρώ. Είναι εξαιρετικά υποκριτική η στάση τω εταιρειών πληροφορικής που έσπευσαν να χαρακτηρίσουν την εύλογη αμοιβή φόρο υπέρ τρίτων ενώ γνωρίζουν πολύ καλά ότι εισπράττεται από τους ΟΣΔ και όχι από το κράτος και ότι αποτελεί αντιστάθμισμα για την ελεύθερη αντιγραφή των έργων που γίνεται μέσω υπολογιστών. Τέλος καμία επίπτωση δεν θα επιφέρει στην αγορά η εύλογη αμοιβή στους υπολογιστές όπως καμία επίπτωση δεν είχε μέχρι σήμερα η εύλογη αμοιβή στους MP3, φωτοαντιγραφικά, οδηγούς εγγραφής DVD, σαρωτές κλπ
Επικροτούμε και την διάταξη σχετικά με την καταπολέμηση της διαδικτυακής πειρατείας. Περιττό να επισημάνουμε τις καταστροφικές συνέπειες που έχει η πειρατεία στον κλάδο μας. Από 4 πολυεθνκές εταιρείς μόνον μία διατηρεί γραφεία στην Ελλάδα, οι υπόλοιπες τρεις τα έκλεισαν. Η παραγωγή δίσκων έχει μειωθεί κατακόρυφα. Κανείς δεν αγοράζει. Η συγκεκριμένη διάταξη αφορά και πάλι προσωρινή και μόνον ρύθμιση για τη διακοπή πρόσβασης σε παράνομα sites που λειτουργούν στο εξωτερικό. Η επιτροπή πληρεί όλες τις προϋποθέσεις του ενωσιακού και εθνικού δικαίου και άλλωστε κατά της απόφασης της επιτροπής χωρεί προσφυγή.
Άρθ 69 παρ. 2 (β) του ΣχΝ, αναφορικά με τη προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 18, παρ. 3 του Ν. 2121/1993
Λαμβάνοντας υπόψη την πραγματική αμοιβή που καταβάλλεται συνήθως για απόκτηση του δικαιώματος χρήσης ενός έργου πνευματικής ιδιοκτησίας και την προτεινόμενη «εύλογης αμοιβής» 2% επί της αξίας εισαγωγής – και όχι λιανικής πώλησης υπολογιστή, τότε αυτή η «εύλογη αμοιβή» αφ’ενός μεν δεν καλύπτει κατ’ουδένα τρόπο τη ζημιά όλων των δικαιούχων από την αντιγραφή έργων τους με ηλεκτρονικό υπολογιστή για ιδιωτική χρήση κατά τη διάρκεια «ζωής» αυτού του τεχνικού μέσου, αφ’ετέρου δε συνιστά -σε σύγκριση και με τον αριθμό των ιδιωτικών αντιγραφών που θα πραγματοποιηθούν με αυτό το μέσο- ασήμαντο κόστος για τον καταναλωτή που θα αγοράσει τελικά τον υπολογιστή και στον οποίο μετακυλίεται αυτή η εύλογη αμοιβή από τον εισαγωγέα.
Είναι διαπιστωμένο πως οι διαφορές στη τιμή λιανικής πώλησης ακόμη και ταυτόσημων υπολογιστών ίδιων κατασκευαστών, που εισάγονται και διατίθενται νόμιμα στην Ελλάδα, ποικίλουν σημαντικά, ανάλογα με την επιχείρηση διάθεσής τους, αρχίζοντας από 100 ευρώ με ΦΠΑ. Αυτές οι διαφοροποιήσεις δεν οφείλονται στην αποζημίωση των δικαιούχων πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά ενδέχεται να συνιστούν ενδείξεις κόστους και κέρδους .
Συνεπώς, είναι παντελώς αβάσιμος και άδικος ο ισχυρισμός των παραγωγών και εισαγωγέων πως οι δικαιούχοι δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας δεν πρέπει να εισπράττουν αποζημίωση παρά την ανεξέλεγκτη αναπαραγωγή των έργων τους με ηλεκτρονικό υπολογιστή προς ιδιωτική χρήση, ιδιαίτερα στην εποχή της τεράστιας ανάπτυξης των νέων τεχνολογιών.
για την παράγραφο 8
Η παράγραφος 8 πρέπει να αφαιρεθεί εντελώς
Αιτιολόγηση
(α) Το εν λόγω άρθρο επιδιώκει τη σύσταση ενός συλλογικού διοικητικού οργάνου, με την ονομασία “Επιτροπή”, το οποίο παρότι δεν θα αποτελεί δικαστικό όργανο, ούτε και θα στελεχώνεται αποκλειστικά από δικαστές, θα έχει εντούτοις εξουσίες οι οποίες ανήκουν αποκλειστικά στη Δικαιοσύνη, π.χ. θα μπορεί να διατάξει έναν πάροχο να διακόψει την πρόσβαση των χρηστών σε κάποια ιστοσελίδα
(β) Η συνολική διακοπή της πρόσβασης σε μία ιστοσελίδα παύει ουσιαστικά και άμεσα την ύπαρξή της και προκαλεί μία ζημία που δεν είναι αναστρέψιμη σε περίπτωση που το δικαστήριο δικαιώσει τον κάτοχο της ιστοσελίδας μετά την εκδίκαση της όποιας προσφυγής και την πάροδο αρκετών ετών που απαιτεί αυτή η εκδίκαση
(γ) Είναι οξύμωρο το γεγονός ότι ενώ οι αποφάσεις της Επιτροπής δεν θα είναι δεσμευτικές για τη δικαιοσύνη και θα μπορούν να καταπέσουν όταν φτάσουν στο δικαστήριο, εντούτοις θα έχουν άμεση εφαρμογή και δεν θα αναστέλλονται με την άσκηση της προσφυγής. Αυτό αποτελεί ξεκάθαρη παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας
(δ) Προκύπτει επιπλέον ότι η προτεινόμενη λειτουργία της επιτροπής αντιστρέφει τους μέχρι πρότινος όρους εκδίκασης μιας υπόθεσης, μεταφέροντας τους κατόχους των ιστοσελίδων σε υποδεέστερη θέση: με την μέχρι πρότινος νομική διαδικασία (πχ με την κατάθεση μήνυσης ενός Συλλογικού Φορέα Διαχείρισης εναντίον ιδιωτικού διαδικτυακού τόπου) ο κάτοχος του δικτυακού τόπου ήταν κατηγορούμενος, δηλαδή αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου ενώπιον δικαστηρίου. Με την παράγραφο 8 η δικαστική υπεράσπιση του κατόχου της ιστοσελίδας απαιτεί αυτός να δράσει πλέον όχι ως κατηγορούμενος, αλλά ως ενάγοντας, και μάλιστα όχι εναντίον μιας ιδιωτικής εταιρίας, όπως ενός Φορέα Συλλογικής Διαχείρισης, αλλά εναντίον ενός φορέα του δημοσίου, δηλαδή της Επιτροπής. Δεδομένης της τρέχουσας λειτουργίας της δικαιοσύνης, η αμφισβήτηση από έναν ιδιώτη μιας απόφασης μιας Επιτροπής του δημοσίου και μάλιστα «ειδικών» είναι κατά πολύ δυσκολότερη από την μέχρι πρότινος υπεράσπιση της αθωώτητας του εναντίον των ισχυρισμών ενός έταιρου ιδιώτη (ήτοι ενός Φορέα Συλλογικής Διαχείρισης).
(ε) Οι χρόνοι επεξεργασίας που προτείνονται στις παραγράφους 4, 6, 8, 9 είναι μη εφαρμόσιμοι για ζητήματα διαδικτύου, τα οποία στην πλειοψηφία τους χρήζουν περίπλοκης νομικής ερμηνείας και αρκετά από αυτά εκδικάζονται εδώ και χρόνια σε ελληνικά και ευρωπαϊκά δικαστήρια. Επισημαίνεται ενδεικτικά ότι αντίστοιχες επιτροπές, όπως το ΕΣΡ ή η ΕΕΤΤ απαιτούν κατά μέσο όρο 3-6 μήνες για να εξετάσουν ένα αίτημα της δικαιοδοσίας τους. Επιπλέον, οι χρόνοι επίδοσης αποφάσεων από δημόσιους κλητήρες μπορεί να ξεπεράσουν το διάστημα των 10 ημερών, με αποτέλεσμα πολλές υποθέσεις να εκδικαστούν “ερήμην” των θιγόμενων προσώπων εις βάρος τους. Τέλος, οι χρόνοι της παραγράφου 7, είναι εξοντωτικοί για έναν απλό κάτοχο ιστοσελίδας, αφού καλείται εντός 5 ημερών να υποβάλλει γραπτές αντιρρήσεις που προϋποθέτουν τη γνωμοδότηση νομικού συμβούλου
(στ) Αντιστοίχως εξοντωτικά είναι τα ποσά του προστίμου της παραγράφου 11, αφού ελάχιστες ιστοσελίδες έχουν κύκλο εσόδων που να μπορεί να δικαιολογεί την πληρωμή ενός τέτοιου προστίμου, έστω και για μία ημέρα
(ζ) Ζήτημα μεροληψίας τίθεται επίσης από το γεγονός ότι η “Επιτροπή” αποτελεί όργανο με ρυθμιστικό χαρακτήρα για τη λειτουργία των ιστοσελίδων, ωστόσο έχει και έμμεση οργανική σχέση με τους ΟΣΔ (μέσω της συμμετοχής του ΟΠΙ), δηλαδή κρίνει εν μέρει μονομερώς στην όποια απόφαση.
Ως συμπέρασμα, θεωρούμε ότι η σύσταση της επιτροπής, παρότι φαινομενικά συντομεύει τις διαδικασίες και τους χρόνους επίλυσης ζημάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στο διαδίκτυο, ουσιαστικά ισχυροποιεί τους Φορείς Συλλογικής Διαχείρισης και συνθλίβει τη θέση των ιδιοκτητών ιστοσελίδων. Οι τελευταίοι, στην πλειοψηφία τους μικρές επιχειρήσεις με ελάχιστα έσοδα, καλούνται να επωμιστούν το οικονομικό κόστος και τη χρονική πίεση της υπεράσπισης της θέσης τους σε έλαχιστο χρονικό διάστημα και με σαφώς μειονεκτικούς όρους
IFRRO, the International Federation of Reproduction Rights Organisations, represents national Reproduction Rights Organisations (RROs) and national and international associations of creators and publishers across the world, with some 145 members in some 80 countries worldwide, including in Europe. RROs administer reproduction and other relevant rights for certain secondary uses of already published text- and image-based works on behalf of publishers and authors, including visual artists, through different models, one of them being the legal licence with, or without, copyright levies.
An important function of the exclusive copyright is to enable authors, publishers and other rightholders to claim remuneration for the significant value they contribute to the society through the creation and dissemination of cultural goods. Directive 2001/29 (the ‘InfoSoc Directive’) provides that Member States may adopt exceptions to the exclusive reproduction right for private use under the condition that rightholders are compensated for the possible harm they suffer from reproductions made under this exception (thus keeping the principal function of copyright).
One of the systems established to compensate rightholders is based on so-called levies, which are paid in relation to devices and media that can be used for private copying and other types of copying. This system is long established, since the sixties at least, and has been recognized in a number of decisions of the Court of Justice of the European Union: see, for example, in the VG Wort v. Kyocera and others case (C-457/11 to C-460/11, on remuneration sought by way of a levy on personal computers and printers sold in Germany; the Court said that ‘the concept of “reproductions on paper….” includes copies made using a printer or personal computer where the two are linked together)’, in the Amazon v. Austro-Mechana case (C 463/12) and in the Nokia v. Copydan Båndkopi case (C-572/13).
Levies are not a tax, as the money collected is not transferred to the State budget, but they constitute the remuneration of the rightholders for certain usages of their works, and they are collected by and distributed to the rightholders via their Collective Management Organisations (CMOs). The system of levies provides a balance between the free access of end users to millions of works and the remuneration given to rightholders.
Any equipment, media or device capable of making reproductions of works, and thus creating damage to rightholders, should normally be subject to levies. Personal computers are undoubtedly a device that is widely used to make private copies, as also acknowledged by the Court of Justice of the European Union in a number of decisions, already mentioned above; see also the Opinion of the Advocate General in the EGEDA and others case (C-470/14, under Recital 43).
Levies on PCs, or in relation to their internal disk, have therefore been introduced in national legislation, such as in the Czech Republic, France, Germany, Lithuania and Slovakia – see the IFRRO-WIPO study on copyright levies for more information on the devices and media levied in the world, including many EU Member States.
Furthermore, the collection and distribution of revenues to Greek and other rightholders for private copying stands out as low compared to that in other EU Member States, as documented on the IFRRO website where information on the collection and distribution of revenues to rightholders annually by IFRRO’s members is available: http://www.ifrro.org/rro.
Finally, there is no documentation of any particular relationship between the levying and the end user price of the device, and also no proven impact of the levy on the dissemination of IT goods. On the other hand, the prices on reprographic devices increased in Spain in 2013 despite the scrapping of the levies. Rather, IT goods become more attractive when they can be used to make copies of copyright works, including for private purposes.
IFRRO therefore supports the proposal of the Greek Government to extend the scope of the levy scheme to include personal computers and OSDEL’s submission on the proposal, and stands ready to provide further information if need be.
Άρθρο 69 παρ. 2 (α) [τροποποίηση του άρθρου 18, παρ. 3 του Ν. 2121/93]:
Σύμφωνα με σχετική έρευνα για την πνευματική ιδιοκτησία που δημοσιεύτηκε από την Ernst & Young πρόσφατα, οι πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες αποτελούν την κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας οικονομίας, με έσοδα 2,250 δισ. Δολάρια, που αντιπροσωπεύουν το 3% του παγκόσμιου ΑΕΠ και απασχολούν 29.500.000 άτομα (δηλαδή 1% του παγκόσμιου ενεργού πληθυσμού). Τα έσοδα αυτά υπερβαίνουν εκείνα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και απασχολούν περισσότερους ανθρώπους από όσους συνολικά η βιομηχανία αυτοκινήτων της Ευρώπης, της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη έρευνα, η Ευρώπη αποφέρει το 32% των παγκόσμιων εσόδων των πολιτιστικών και δημιουργικών βιομηχανιών ενώ διαθέτει το 25% των συνολικών θέσεων εργασίας, με υψηλή συγκέντρωση δημιουργών και υψηλό μορφωτικό επίπεδο πληθυσμού.
Η εν λόγω μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, για να απελευθερωθεί το πλήρες δυναμικό των πνευματικών δικαιωμάτων, οι δημιουργοί πρέπει να αμείβονται δίκαια για τη χρήση των έργων τους, ώστε να μπορούν να συνεχίσουν να συμβάλουν με τον πολιτισμό και την οικονομία.
Ειδικότερα στην Ευρώπη, ο κύκλος εργασιών των πολιτιστικών και δημιουργικών βιομηχανιών ανέρχεται σε 535,9 δισ. € και απασχολεί 7,1 εκ. ανθρώπους, που ανήκουν κατά κύριο λόγο στο τοπικό εργατικό δυναμικό.
Οι ισχυρισμοί των εταιρειών πληροφορικής και επικοινωνιών για κατάργηση –ουσιαστικά- της διάταξης περί εύλογης αποζημίωσης των δημιουργών για την ιδιωτική αναπαραγωγή, δεν ωφελεί κανέναν άλλο -όπως διατείνονται- πλην των ιδίων.
για την παράγραφο 2.β
Το προτεινόμενο δεύτερο και τρίτο εδάφιο πρέπει να αφαιρεθούν
Αιτιολόγηση
Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές είναι εξ ορισμού μηχανές με πολλαπλές δυνατότητες που δεν περιορίζονται στην αντιγραφή πνευματικών έργων. Η “εύλογη αμοιβή” στις πωλήσεις συγκεκριμένων εξαρτημάτων, υλικών φορέων, κλπ. που έχουν ως αποκλειστική χρήση την ψηφιακή αντιγραφή πνευματικών έργων, δεν μπορεί να γενικευθεί ώστε να συμπεριλάβει ολόκληρους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Η γενίκευση αυτή είναι παράλογη και επικίνδυνη. Εξάλλου, ο όρος ”ηλεκτρονικοί υπολογιστές” είναι από τεχνολογική άποψη εντελώς γενικός και αόριστος, και θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ερμηνευθεί κατά το δοκούν και κακόπιστα συμπεριλαμβάνοντας οποιαδήποτε ηλεκτρονική συσκευή από κινητό τηλέφωνο μέχρι τους υπερυπολογιστές που χρησιμοποιούνται για επιστημονικούς υπολογισμούς ή την άμυνα της χώρας.