1.Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή, εκτός αν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη, τιμωρείται όποιος με πρόθεση, μέσα σε αθλητικές εγκαταστάσεις ή στον περιβάλλοντα χώρο τους, ή στις βοηθητικές εγκαταστάσεις, ή στους χώρους προσέλευσης και στάθμευσης, κατά τη διάρκεια αθλητικής εκδήλωσης, πριν από την έναρξη, ή μετά τη λήξη της, ή μακριά από το χώρο που προορίζεται για την εκδήλωση αυτή:
α)ρίχνει προς τον αγωνιστικό χώρο ή εναντίον άλλου οποιοδήποτε αντικείμενο, που μπορεί να προκαλέσει έστω και ελαφρά σωματική βλάβη,
β)βιαιοπραγεί κατά άλλου, ανεξάρτητα αν από τη βιαιοπραγία επήλθε σωματική βλάβη ή εκτοξεύει απειλές κατά προσώπου, το οποίο σύμφωνα με τους κανονισμούς της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας αναγράφεται στο φύλλο αγώνα,
γ)κατέχει ή χρησιμοποιεί αντικείμενα που μπορούν να προκαλέσουν σωματικές βλάβες,
δ)κατέχει ή χρησιμοποιεί βεγγαλικά, καπνογόνα, κροτίδες και γενικά εύφλεκτες ύλες,
ε)χωρίς δικαίωμα από το νόμο ή τους κανονισμούς της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας ή υπερβαίνοντας το δικαίωμά του αυτό, εισέρχεται με σκοπό τη διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής του αγώνα ή την πρόκληση επεισοδίων λόγω του αποτελέσματός του, στον αγωνιστικό χώρο, στο χώρο των αποδυτηρίων των αθλητών και των διαιτητών, καθώς και στους διαδρόμους που συνδέουν τους ανωτέρω χώρους, τόσο κατά τη διάρκεια αθλητικής συνάντησης, όσο και αμέσως πριν από τη έναρξη, ή αμέσως μετά τη λήξη αυτής,
στ)απευθύνει ατομικά ή ως μέλος ομάδας σε τρίτους εκφράσεις ή προβαίνει σε ενέργειες που προσβάλλουν την εθνική ταυτότητα των προσώπων αυτών, ή είναι ρατσιστικού περιεχομένου, ή προσβάλλει εθνικό ύμνο, τα ολυμπιακά σύμβολα ή τους ολυμπιακούς αγώνες,
ζ)προβάλλει σε αθλητική εγκατάσταση με οποιοδήποτε μέσο συνθήματα ή απεικονίσεις υβριστικού ή ρατσιστικού περιεχομένου ή λεκτικής βίας,
η)καθιστά ανέφικτη τη χρήση ή προκαλεί βλάβη των συστημάτων ηλεκτρονικού εισιτηρίου και ηλεκτρονικής εποπτείας αγωνιστικών χώρων – εγκαταστάσεων, ή, παρότι είναι υπόχρεος για τη συντήρηση και καλή λειτουργία των ως άνω συστημάτων, παραλείπει την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής,
θ)χρησιμοποιεί δείκτες λέϊζερ με στόχο αθλητές που αγωνίζονται, ή διαιτητές, ή προπονητές, ή θεατές.
2. Αν οι πράξεις της ανωτέρω παραγράφου τελέστηκαν υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ότι ο δράστης είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για την ομαλή τέλεση των αθλητικών εκδηλώσεων, επιβάλλεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, εκτός αν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη. Για την εφαρμογή του παρόντος, ιδιαίτερα επικίνδυνος χαρακτηρίζεται ιδίως ο δράστης που έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για εγκλήματα του παρόντος άρθρου ή συμμετέχει στην τέλεση των πράξεων έχοντας αρχηγικό ρόλο, ή ενήργησε βάσει οργανωμένου εγκληματικού σχεδίου, ή προξένησε σημαντικής έκτασης φθορές ή βλάβες σε έννομα αγαθά τρίτων.
3. Η τέλεση των πλημμελημάτων της διέγερσης (άρθρ. 183-185 ΠΚ), της διατάραξης κοινής ειρήνης (άρθρ. 189 ΠΚ), της διατάραξης ειρήνης των πολιτών (άρθρ. 190 ΠΚ), (άρθρ. 199 ΠΚ), της παρακώλυσης συγκοινωνιών (άρθρ. 292 ΠΚ), της απλής, απρόκλητης και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης (άρθρ. 308, 308Α και 309 ΠΚ), της βαριάς σωματικής βλάβης (άρθρ. 310 παρ.1 ΠΚ), της συμπλοκής (άρθρ. 313 ΠΚ), της παράνομης βίας (330 ΠΚ), της απειλής (άρθρ. 333 ΠΚ), της διατάραξης οικιακής ειρήνης (άρθρ. 334 ΠΚ), της προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας (άρθρ. 337 ΠΚ), της πρόκλησης σκανδάλου με ακόλαστες πράξεις (353 ΠΚ), της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας (381 και 382 ΠΚ), της εκβίασης (άρθρ. 385 ΠΚ), καθώς και των πλημμελημάτων του ν. 2168/1993 περί όπλων και του ν. 4139/2013 περί ναρκωτικών ουσιών, υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, θεωρείται ιδιαίτερα επιβαρυντική περίσταση και η επιβαλλόμενη ποινή μπορεί να ξεπεράσει το ανώτατο όριο που προβλέπεται για τα εγκλήματα αυτά στον Ποινικό Κώδικα ή τους ανωτέρω νόμους περί όπλων και ναρκωτικών και να φτάσει στο ανώτατο όριο του είδους της ποινής.
4.Όποιος παροτρύνει, υποκινεί, ενθαρρύνει ή διευκολύνει με οποιονδήποτε τρόπο και ιδίως δημόσια ή δια του έντυπου ή ηλεκτρονικού τύπου, ή του διαδικτύου, ή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, μεμονωμένα άτομα ή οργανωμένες ομάδες προσώπων να διαπράξουν τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εγκλήματα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή.
5. Η τέλεση των εγκλημάτων του παρόντος άρθρου από όσους έχουν πρόσβαση λόγω της επαγγελματικής τους ιδιότητας στους χώρους και τις εγκαταστάσεις της παρ. 1 αποτελεί ιδιαίτερα επιβαρυντική περίσταση.
6. Σε περίπτωση καταδίκης για πιο πάνω πράξεις, οι ποινές δεν μετατρέπονται και δεν αναστέλλονται:
α)όταν ο δράστης τελεί κατά συνήθεια τις πράξεις αυτές, όπως προκύπτει από προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες του μέσα στα τελευταία πέντε (5) χρόνια.
β)όταν από τη βαρύτητα της πράξης, τις περιστάσεις τέλεσής της, από τα αίτια που ώθησαν το δράστη σε αυτή και την προσωπικότητά του προκύπτει αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του σε διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον.
Στην τελευταία (β) περίπτωση, το δικαστήριο μπορεί, κατ’ εξαίρεση, μετά από σχετικό αίτημα του καταδικασθέντος, να μετατρέπει την επιβληθείσα ποινή, ανεξαρτήτως του ύψους της, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας κατά τους όρους του άρθρου 82 παρ. 6 επ. του ΠΚ, εφόσον κρίνει με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του ότι η επιβαλλόμενη κατά μετατροπή ποινή της παροχής κοινωφελούς εργασίας αρκεί για να αποτρέψει το δράστη από την τέλεση των εγκλημάτων του παρόντος άρθρου στο μέλλον.
7. α) Σε περίπτωση καταδίκης για τις πράξεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1-3 και 5 του παρόντος άρθρου, το δικαστήριο επιβάλλει στο δράστη υποχρεωτικά και για χρονικό διάστημα από δύο (2) έως πέντε (5) ετών, απαγόρευση παρακολούθησης όλων των αθλητικών εκδηλώσεων, αδιακρίτως αθλήματος, ακόμη και εκείνων που διεξάγονται εκτός ελληνικής επικράτειας, στις οποίες συμμετέχει ομάδα, σε αγώνα της οποίας ή με αφορμή αγώνα της οποίας, τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη. Το δικαστήριο μπορεί επίσης, να απαγορεύσει την προσέλευση και παρακολούθηση και οποιασδήποτε άλλης αθλητικής εκδήλωσης, αν από τις περιστάσεις και με βάση την προσωπικότητα του δράστη, κρίνει ότι αυτός είναι επικίνδυνος για την ομαλή τέλεση των αθλητικών εκδηλώσεων. Για την εκτέλεση της παρεπόμενης ποινής το δικαστήριο διατάσσει το δράστη να εμφανίζεται στο αστυνομικό τμήμα του τόπου της κατοικίας ή διαμονής του, πριν από την έναρξη της αθλητικής συνάντησης και να παραμένει σ΄ αυτό ή σε χώρο άμεσης εποπτείας της αστυνομικής αρχής, δύο ώρες πριν από την έναρξη της, έως δύο ώρες μετά τη λήξη της. Το δικαστήριο μετά από αίτημα του καταδικασθέντος καθορίζει στην απόφασή του, το άθλημα και τις αθλητικές συναντήσεις για τις οποίες εφαρμόζεται η ως άνω παρεπόμενη ποινή. Αν ο καταδικασθείς παραβιάσει τους ανωτέρω όρους εμφάνισης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως έξι (6) μηνών, η οποία δεν μετατρέπεται και δεν αναστέλλεται. Επιπλέον, αν η ανωτέρω παραβίαση συντελεστεί κατά τη διάρκεια του χρόνου αναστολής της κύριας ποινής, το αρμόδιο αστυνομικό τμήμα συντάσσει σχετική έκθεση, την οποία διαβιβάζει αμέσως στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκδοσης της καταδικαστικής απόφασης και εφαρμόζεται το άρθρο 101 παρ.1 του Ποινικού Κώδικα.
β) Αν ο δράστης κάποιας από τις προαναφερόμενες πράξεις είναι ανήλικος, επιβάλλεται ως αναμορφωτικό μέτρο η προβλεπόμενη απαγόρευση προσέλευσης και παρακολούθησης αθλητικών εκδηλώσεων με τους όρους και τις προϋποθέσεις που πιο πάνω ορίζονται. Αν ο ανήλικος είναι κάτω των δεκαέξι (16) ετών, επιβάλλεται ως αναμορφωτικό μέτρο, αντί του ανωτέρω, η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου στους γονείς, τους επιτρόπους ή τους κηδεμόνες του.
γ) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, και Πολιτισμού και Αθλητισμού, ρυθμίζεται κάθε άλλη λεπτομέρεια σχετική με την εκτέλεση της πιο πάνω παρεπόμενης ποινής ή του ανωτέρω αναμορφωτικού μέτρου.
δ) Η παραβίαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την επιβολή της παρεπόμενης ποινής, η οποία εκτίεται μετά την έκτιση της κύριας ποινής που επιβάλλεται από το δικαστήριο, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι δύο ετών, η οποία δεν μετατρέπεται και δεν αναστέλλεται, και με χρηματική ποινή. Εφόσον η ανωτέρω παραβίαση τελείται κατά τη διάρκεια του χρόνου αναστολής της κύριας ποινής, διακόπτεται η αναστολή και η ποινή εκτίεται χωρίς τη δυνατότητα μετατροπής της.
8.α)Τα εγκλήματα του παρόντος άρθρου διώκονται αυτεπαγγέλτως. Για την εκδίκαση των ανωτέρω εγκλημάτων εφαρμόζεται υποχρεωτικά η διαδικασία των άρθρ. 418 επ. Κ.Π.Δ. Η ανωτέρω διαδικασία δεν εφαρμόζεται, αν η αξιόποινη πράξη στρέφεται κατά της τιμής ή αφορά εντελώς ελαφρά σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας και φέρεται ότι διαπράχθηκε από διαιτητή οποιουδήποτε αθλήματος ή βοηθό του κατά την εκτέλεση των σχετικών με τον αγώνα καθηκόντων τους, ή από αθλητή κατά τη συμμετοχή του σε αθλητική συνάντηση. Σε κάθε περίπτωση τα εγκλήματα του παρόντος άρθρου εκδικάζονται εντός τριάντα ημερών.
β) Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης και η άσκηση της έφεσης, δεν αναστέλλουν την εκτέλεσή της.
γ) Ο εισαγγελέας με διάταξη που εκδίδει πριν από την παραγγελία για την απόλυση του κατηγορουμένου, εντέλλεται προς την αστυνομική αρχή του τόπου κατοικίας ή διαμονής του την εκτέλεση της παρεπόμενης ποινής, μνημονεύοντας τη διάρκεια της. Ο κατηγορούμενος πριν απολυθεί λαμβάνει γνώση του περιεχομένου της διάταξης.
δ) Σε περίπτωση αναβολής ή διακοπής της εκδίκασης των εγκλημάτων του παρόντος άρθρου, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ως περιοριστικό όρο την υποχρέωση εμφάνισης του κατηγορουμένου στο αστυνομικό τμήμα της κατοικίας ή διαμονής του υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις της παραγράφου 7α του παρόντος άρθρου. Η παραβίαση του περιοριστικού όρου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους, η οποία δεν αναστέλλεται και δεν μετατρέπεται .
ε) Για τις αξιόποινες πράξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 253Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας περί ειδικών ανακριτικών πράξεων.