Μέρος Ι ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΣΚΟΠΟΣ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ Άρθρο 01-Σκοπός

Άρθρο 1
Σκοπός

Σκοπός του πρώτου και του δεύτερου μέρους του παρόντος νόμου είναι η ρύθμιση ζητημάτων συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων, καθώς και η χορήγηση πολυεδαφικών αδειών για επιγραμμικές χρήσεις μουσικών έργων στην εσωτερική αγορά με παράλληλη ενσωμάτωση της Οδηγίας 2014/26/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2014 (ΕΕEK L 84/72 20.3.2014) στην ελληνική έννομη τάξη. Στο τρίτο μέρος εισάγονται ρυθμίσεις για την εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού και των εποπτευομένων από αυτό φορέων και άλλες ρυθμίσεις πολιτιστικών θεμάτων.

  • Χρειάστηκαν δύο μήνες «Εθνικού Διαλόγου» και δύο χρόνια δουλειάς για να φτιαχτεί ένα σ/ν γεμάτο παραπομπές σε ένα νόμο 26 ετών, και να ενσωματωθεί μια οδηγία στο Εθνικό μας Δίκαιο. Ελάχιστα από τα συμφωνηθέντα στον Εθνικό Διάλογο μεταξύ Χρηστών και ΟΣΔ περιλαμβάνονται στο παρόν. Αντίθετα, έρχονται διατάξεις που θα φέρουν τους χρήστες σε ακόμα πιο δύσκολη θέση. Ευχόμαστε να μην είμαστε προφήτες κακών, αλλά διαβάζοντας τα άρθρα που ακολουθούν (όσα μας αφορούν) ανησυχούμε…

  • Η ρύθμιση που επιχειρείται με το παρόν σχέδιο νόμου έχει ως κεντρικό στόχο την μεταφορά της Οδηγίας  2014/26/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2014 (ΕΕEK L 84/72 20.3.2014) στην ελληνική έννομη τάξη, αλλά και η εισαγωγή νέων ρυθμίσεων σε σχέση με την καταπολέμηση της παράνομης διάθεσης έργων στο διαδίκτυο.

    Παρά την αξιόλογη προσπάθεια του Υπουργείου να προχωρήσει σε εξορθολογισμό του χώρου των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης και αντιμετώπισης του προβλήματος της παραβίασης του Ν. 2121/1993, το τελικό αποτέλεσμα έχει σοβαρά προβλήματα που ενδέχεται να δημιουργήσουν περισσότερα προβλήματα από αυτά που προσπαθούν να επιλύσουν.

    Τα ζητήματα έχουν να κάνουν με το συνολικό πλαίσιο ρύθμισης της Πν. Ιδιοκτησίας στην Ελλάδα και τη λειτουργία του ΟΠΙ έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στο θεσμικό του ρόλο, τις υποχρεώσεις διαφάνειας των Οργανισμών Συλλογικής Διαχείρισης, την εταιρική μορφή των ΟΣΔ, τη δυνατότητα των καλλιτεχνών να επιλέγουν τα έργα τους που θα είναι σε συλλογική διαχείριση, το ύψος της εύλογης αμοιβής, τον τρόπο και σκοπό διανομής την διαγενεακή ισότητα μεταξύ δημιουργών, την διαφάνεια, τη διασφάλιση της αρχής της δίκαιης δίκης, της στάθμισης δικαιωμάτων και της σύνθεσης της επιτροπής του αρ. 69 του προτεινόμενου σχεδίου νόμου.

    Πιο συγκεκριμένα:

    (α) Σε σχέση με την ίδια τη σύνθεση του ΔΣ του ΟΠΙ: στη βάση του συνόλου των ζητημάτων της λειτουργίας της πνευματικής ιδιοκτησίας στην Ελλάδα βρίσκεται η ίδια η σύνθεση του ΔΣ του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας που αποτελείται από προσωπικότητες εγνωσμένης αξίας, αλλά δεν ανταποκρίνεται τουλάχιστον σε κάποιες βασικές κατηγορίες των δικαιούχων και δημιουργών, τωρινών ή μελλοντικών. Για το λόγο αυτό προτείνεται η άμεση αλλαγή του Ν. 2121/1993 ώστε να υπάρχει θεσμοθετημένη από το νόμο συμμετοχή τουλάχιστον του ακαδημαϊκού και εκπαιδευτικού χώρου που συνεισφέρει αποδεδειγμένα περισσότερα από 60 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο σε πνευματικά δικαιώματα που αφορούν συγγράμματα και βιβλία. Αντίστοιχα θα πρέπει να υπάρχει κάποια συμμετοχή των αντίστοιχων υπουργείων που ρυθμίζουν σχετικούς κλάδους της βιομηχανίας, ιδίως αυτής των ΤΠΕ που αποτελεί έναν ακόμη μεγάλο δικαιούχο δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

    (β) Σε σχέση με τη φύση των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης: η ΕΕΛ/ΛΑΚ στηρίζει τους δημιουργούς στο σύνολο των δημιουργικών βιομηχανιών και πιστεύει ότι οι ΟΣΔ θα πρέπει να έχουν χαρακτηριστικά που να ευνοούν την ανοιχτή και διαφανή συμμετοχή σε αυτούς, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η μεγιστοποίηση του οφέλους ειδικά για τους νέους δημιουργούς σε αυτούς. Για το λόγο αυτό απαιτείται:
    – Η αδειοδοτική ουδετερότητα των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης: η χρήση ανοικτών αδειών δεν μπορεί να αποτελεί λόγο μη αποδοχής των σχετικών δικαιούχων/ δημιουργών σε ΟΣΔ. Αντίστοιχα, θα πρέπει να υπάρξει κοινή προσπάθεια με τον ΟΠΙ, τους ΟΣΔ, τους δημιουργούς που χρησιμοποιούν ανοικτές άδειες (ιδίως άδειες Creative Commons) και τους χρήστες για τον ορισμό της έννοιας της μη εμπορικής χρήσης κατά τρόπο κοινά αποδεκτό από όλες τις πλευρές. Ο ΟΠΙ θα πρέπει να διασφαλίσει τη διαφάνεια και αντικειμενικότητα της διαδικασίας και την ίση συμμετοχή όλων των πλευρών. Το αρ. 12 του προτεινόμενου ΣΝ είναι στη σωστή κατεύθυνση αλλά θα μπορούσε να γίνει ρητή αναφορά στην αδειοδοτική ουδετερότητα ως κεντρική αρχή του συστήματος συλλογικής διαχείρισης.
    – η νομική μορφή των ΟΣΔ θα πρέπει να είναι σωματειακή και όχι εταιρική ώστε να διασφαλίζεται η κατά το δυνατόν ισότιμη συμμετοχή των μελών. Κατά συνέπεια τα κριτήρια του αρ. 3α του ΣΝ θα πρέπει να λειτουργούν σωρευτικά και όχι διαζευκτικά. Η αντίστοιχη διατύπωση της Οδηγίας στο αρ. 3α θα πρέπει να αναγνωστεί ως δυνατότητα που δίδεται στο κράτος μέλος και όχι ως υποχρέωση αυτού.
    – οι διατάξεις διαφάνειας του ΣΝ θα πρέπει να ενισχυθούν σημαντικά ώστε να διασφαλίζεται η πραγματική διαφάνεια των οργανισμών, ιδίως καθώς με το νέο νόμο θα δούμε να έχουμε λιγότερους ΟΣΔ που θα κατέχουν σχεδόν εξορισμού μονοπωλιακή θέση. Για το λόγο αυτό προτείνεται η υπαγωγή των ΟΣΔ σε καθεστώς αντίστοιχο με αυτό της Διαύγειας προκειμένου το σύνολο των πράξεων και αποφάσεών τους να αναρτώνται ως ανοικτά διασυνδεδεμένα δεδομένα. Η σχετική ένταξη θα πρέπει να αποτελεί προϋπόθεση για την έγκριση ενός ΟΣΔ (αρ.04 του ΣΝ). Αντίστοιχα το σύνολο των πληροφοριών/ δεδομένων που περιγράφονται ως υποχρεώσεις διαφάνειας θα πρέπει να διατίθενται ενεργητικά και εξορισμού ανοικτά σε μηχαναγνώσιμη μορφή.

    (γ) Σε σχέση με το τέλος του 2% του αναθεωρημένου αρ. 18: πρόκειται για διάταξη που εμφανίζει διάφορα ζητήματα. Αναφέρουμε ενδεικτικά τα σημαντικότερα:
    – πως προσδιορίζεται το 2% σε σχέση με την αγορά στην οποία απευθύνεται κι αν έχουν μελετηθεί οι σχετικές πιθανές επιπτώσεις στην αγορά
    – το 2% δεν μπορεί να διανέμεται μόνο στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης, αλλά συνολικά σε δράσεις που να ευνοούν δημιουργούς πνευματικής ιδιοκτησίας, ιδίως πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα αλλά και μελλοντικούς δημιουργούς μέσα από τη δημιουργία ενός ταμείου για την ενίσχυση της πρόσβασης σε έργα που έχουν περιέλθει στο Δημόσιο Τομέα (Public Domain) και είναι κοινό κτήμα (commons) ή έργα που αδειοδοτούνται με ανοικτές άδειες που είναι συμβατές με τον ορισμό της ανοικτής γνώσης. Το ταμείο αυτό θα πρέπει να συνοδεύεται από έκθεση για την υγεία των κοινών (state of commons) που θα εξετάζει τα νέα έργα που δημιουργούνται στη βάση των κοινών κτημάτων και την οικονομική αξία που παράγεται στη βάση αυτών.

    (δ) Σε σχέση με την επιτροπή του αρ. 69: πρόκειται ίσως για την πιο προβληματική διάταξη του νόμου καθώς εισάγει μια επιτροπή που έχει τα ακόλουθα αρνητικά αποτελέσματα:
    – φτωχή στάθμιση του περιουσιακού με άλλα ψηφιακά/ πληροφοριακά συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, ιδίως το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα, το δικαίωμα στην πρόσβαση στην πληροφορία αλλά και το δικαίωμα δίκαιης δίκης.
    – ουσιαστικά υπάρχει αντιστροφή του τεκμηρίου αθωότητας με την επιβολή του κόστους της δικαστικής επίλυσης της διαφοράς από τον ενάγοντα στον εναγόμενο
    – παντελής έλλειψη αντιπροσώπευσης των πανεπιστημίων στην επιτροπή
    – διαδικασία χωρίς διαφάνεια και εγγυήσεις δημοσιότητας που μπορεί πολύ εύκολα να γίνει εργαλείο λογοκρισίας
    – μειοψηφία των δικαστικών έναντι των εκπροσώπων της διοίκησης
    – μεγάλη πιθανότητα να υπάρχουν διώξεις ερευνητικών και ακαδημαϊκών ιδρυμάτων ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας.

  • 22 Ιανουαρίου 2016, 15:49 | ΕΡΑΤΩ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΩΝ ΣΥΝ Π.Ε

    Ορθότερα αντί για το «Σκοπός του πρώτου και του δεύτερου μέρους του παρόντος νόμου είναι η ρύθμιση ζητημάτων συλλογικής διαχείρισης ή/και προστασίας δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων…» να αναφερθεί

    » Στο πρώτο και δεύτερο μέρος εισάγονται ρυθμίσεις ζητημάτων συλλογικής διαχείρισης ή/και προστασίας δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων (διότι ο σκοπός του νόμου αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση..»

  • 22 Ιανουαρίου 2016, 14:20 | Ο.Σ.Δ. ΘΕΣΠΙΣ

    ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ επι ΟΥΣΙΩΔΩΝ ΣΗΜΕΙΩΝ του ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ

    1. Το Ν/Σ, από πλευράς των θεμάτων που αντιμετωπίζει, δεν είναι αρκούντως επωφελές για τους δημιουργούς, διότι: επιβάλλει σειρά υποχρεώσεων εις βάρος των ΟΣΔ χωρίς να εξασφαλίζει την τήρηση των υποχρεώσεων των χρηστών. Οι τελευταίοι, 23 χρόνια μετά την ισχύ του 2121/1993 εξακολουθούν, χωρίς κυρώσεις, να τον παραβιάζουν προκλητικά, σε βαθμό έως και να απαιτούν από τους δημιουργούς, σε ατομικές συμβάσεις να παραιτηθούν των δικαιωμάτων τους από την συλλογική διαχείριση (υπάρχουν πλείστα κρούσματα, που δεν θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούν εδώ). Και ναι μεν οι υποχρεώσεις που προέρχονται απευθείας από την Οδηγία είναι υποχρεωτικές, όμως έχουν προστεθεί υποχρεώσεις ΜΗ προβλεπόμενες από την Οδηγία, οι οποίες εξακοντίζουν σε υπερβολικό βαθμό τις δεσμεύσεις των ΟΣΔ, με συνέπεια την πρόκληση δυσλειτουργίας στη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων.
    2. Ενόψει της υποχρέωσης των ΟΣΔ, κατά το άρθρο 23 του ν/σ, να διαπραγματεύονται τις αξιούμενες αμοιβές με τους χρήστες, επιβάλλεται να διατυπωθεί ρητά στο ν/σ ότι παραμένουν σε ισχύ όλες οι διατάξεις του 2121/93, με τις οποίες ορίζεται ευθέως το ύψος των καταβλητέων από τους χρήστες (ποσοστιαίων αμοιβών), είτε καθορίζονται οι όροι που διέπουν τις αμοιβές αυτές (βάση υπολογισμού των ποσοστιαίων αμοιβών).
    3. Στο ζήτημα της είσπραξης των δικαιωμάτων, το Σ/Ν αφήνει ως έχει την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί μετά τον Ν. 2121/1993, αφού στην ουσία παραμένει το χρονοβόρο, κοστοβόρο και αναποτελεσματικό καθεστώς των ατομικών διώξεων των χρηστών, καθεστώς μοναδικό στην Ε.Ε., με το οποίο καθίσταται ανέφικτη η τήρηση του ορίου του ποσοστού διαχειριστικών εξόδων στο 20% (ρύθμιση που επίσης είναι εκτός Οδηγίας) και αδύνατη η σωστή κατανομή των πόρων σε άλλες λειτουργίες των ΟΣΔ.
    4. Στο θέμα της παροχής πληροφοριών από τους χρήστες, που να επιτρέπουν την τήρηση των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στους ΟΣΔ, η κατάσταση στην Ελλάδα είναι πλήρως απογοητευτική, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η τήρηση των εισαγομένων δια του Ν/Σ υποχρεώσεων των ΟΣΔ. Το Ν/Σ δεν προβλέπει ΚΑΜΜΙΑ αποτελεσματική κύρωση για την μη παροχή των οφειλομένων από τους χρήστες πληροφοριών. Ετσι, θα συνεχίζεται η χρονοβόρα και πολυέξοδη δικαστική διαδικασία, που επιβαρύνει τους ΟΣΔ με διαχειριστικά έξοδα. Ο Νομοθέτης της Οδηγίας είχε ενώπιόν του πραγματικότητα παγιωμένη από πολλών δεκαετιών σε όλες τις χώρες της Ε.Ε., στις οποίες οι υποχρεώσεις των χρηστών έχουν περάσει στις επαγγελματικές συνειδήσεις και η Οδηγία δεν είχε λόγο να ασχοληθεί ιδιαίτερα με αυτές. Στην Ελλάδα όμως αυτό δεν συμβαίνει και ο ΄Ελληνας νομοθέτης θα όφειλε να το αντιμετωπίσει.
    5. Ενώ λοιπόν, κατά την υποτιθέμενη ως «ενσωμάτωνση» της Οδηγίας, ο Ελληνας νομοθέτης έχει «προσθέσει» πλήθος διατάξεων που ΔΕΝ περιλαμβάνονται στην Οδηγία και που όλες επιβάλλουν εξοντωτικές υποχρεώσεις στους ΟΣΔ, ΚΑΜΜΙΑ υποχρέωση στους χρήστες δεν έχει επιβάλει. Επιπλέον και ουχί λιγότερο σημαντικό, η «παρεμβολή» εθνικών διατάξεων στο κείμενο πολλών από τα μεταφερόμενα άρθρα της Οδηγίας δημιουργεί την απολύτως εσφαλμένη και παραπλανητική εντύπωση ότι οι εθνικές αυτές διατάξεις αποτελούν μέρος της Οδηγίας. Με άκρως χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό του άρθρου 18 του νομοσχεδίου, με τίτλο «Κρατήσεις» και την ένδειξη: «Αρθρο 12 Οδηγίας», που επιβάλει ποσοστό 20% στα έξοδα διαχείρισης των ΟΣΔ
    6. Στα εισαγόμενα περί ελέγχου και εποπτείας των ΟΣΔ, η πλειοψηφία των οποίων είναι εκτός της ενσωματούμενης Οδηγίας, διαφαίνεται μία υπερβολική και αδικαιολόγητη αυστηρότητα, που δημιουργεί την εντύπωση ότι μέχρι σήμερα οι ΟΣΔ ήταν ανέλεγκτοι και παραβατικοί. Από τη στιγμή που ο κοινοτικός νομοθέτης έδωσε το μέτρο του ελέγχου των ΟΣΔ, που θεωρεί ότι απαιτείται προκειμένου να επιτυγχάνονται οι στόχοι που θέτει για την προστασία των μελών τους και των χρηστών, είναι απορίας άξιο για ποιο λόγο ο έλληνας νομοθέτης προσθέτει σειρά απείρως πιο αυστηρών επεμβατικών και αυστηρών διατάξεων που υπερβαίνουν τα συνταγματικώς επιτρεπόμενα όρια.

  • 22 Ιανουαρίου 2016, 12:44 | ΣΩΜΣΕ

    Μετά την ανάγνωση του σχεδίου νόμου για την ‘’Συλλογική διαχείριση πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων, χορήγηση πολυεδαφικών αδειών για επιγραμμικές χρήσεις μουσικών έργων στην εσωτερική αγορά και άλλα πολιτιστικά θέματα’’ εν μέσω Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς (!) τα ερωτήματα και οι προβληματισμοί μας έχουν κατ΄αρχάς να κάνουν με τα εξής:

    Άρθρο 22
    (Άδειες χρήσης) σε σχέση με την παράγραφο 1 του άρθρου 45(ειδικές ρυθμίσεις για αμοιβές χρηστών)Για ποιο λόγο αν υπάρχει διαφωνία μεταξύ χρήστη και οργανισμού, να χορηγείται άδεια στον χρήστη και μάλιστα να αναμένουμε αίτηση του χρήστη, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα απαγόρευσης του ρεπερτορίου.Επίσης ποιά θεωρείται σαν ‘’εύλογη αμοιβή’’?

    Άρθρο 23 παράγραφος 1
    Υπάρχει ένας αόριστος όρος ‘’κατάλληλη αμοιβή’’….ποιά άραγε είναι αυτή η αμοιβή, ποιος τη καθορίζει και με τι κριτήρια?

    Άρθρο 46
    Εδώ προβλέπεται εκ νέου υποχρεωτική διαπραγμάτευση κάθε τρία(3) χρόνια και ατέρμονες χρονικά διαπραγματεύσεις (και αναβολές)που ουσιαστικά και λόγω χρονικής διαδικασίας αλλά και δικαστικών και λοιπών εξόδων στις περισσότερες περιπτώσεις αλλά και με την διαρκή διαμεσολάβηση απονευρώνουν τις ποινικές διώξεις, οπότε οι διεκδικήσεις που μας αφορούν οικονομικά θα είναι μάλλον ατελέσφορες…
    Πως λοιπόν προστατευόμαστε πρακτικά οι δημιουργοί τόσο προληπτικά όσο και κατασταλτικά από την άρνηση των χρηστών να πληρώσουν, και από τις συνεχείς διαπραγματεύσεις που άγνωστο πότε και σε ποιό αποτέλεσμα θα καταλήξουν?

    Άρθρο 47
    Εδώ αναφέρονται μόνο οι κυρώσεις για τους οργανισμούς και καμία κύρωση για τους χρήστες και τη συνήθη ασυνέπεια τους στη πληρωμή

    Άρθρο 69 παράγραφος 9α
    Η συγκεκριμένη τροποποίηση των παραγράφων 10 και 11 όπου αντικαθίσταται η φράση ‘’έχει ως αποτέλεσμα την άρση του αξιοποίνου’’ με τη φράση ‘’συνεπάγεται τη μη άσκηση της ποινικής δίωξης και την κατάργηση της τυχόν αρξάμενης’’ θεωρούμε ότι καταργεί την οποιαδήποτε ποινική διεκδίκηση των δικαιωμάτων μας απέναντι σε αναξιόπιστους και οφειλέτες χρήστες…
    Θα θέλαμε να σας θυμίσουμε πως ο ευαίσθητος κλάδος των δημιουργών
    βάλλεται εδώ και χρόνια από πάσης φύσεως πειρατείες και χρήστες που πλουτίζουν σε βάρος μας και αρνούνται να πληρώσουν, άσχετα με την ιδιότητά τους(τηλεοπτικά κανάλια, ραδιοφωνικοί σταθμοί, μεγάλοι χώροι νυχτερινής διασκέδασης) και την οικονομική επιφάνεια των ιδιοκτητών.
    Η προστασία τους και η απονεύρωση του ποινικού δικαιώματος μας για οποιαδήποτε νόμιμη διεκδίκησή μας θα μας καταστήσει οικονομικά εντελώς αδύναμους και κατά συνέπεια δε θα μπορούμε πλέον να παράγουμε το έργο μας που είναι το ελληνικό τραγούδι

  • Οι Ενώσεις Ιδιοκτητών Ραδιοφωνικών Σταθμών οφείλουμε, προ όποιας άλλης επισήμανσης, να τονίσουμε επί της αρχής ότι τα βήματα που έγιναν μέσω της Επιτροπής Διαλόγου που συνεστήθη βάσει της Υπουργικής Απόφασης ΥΠΠΟΑ/ΓΔΔΥ/ΔΙΟΙΚ/ΤΔΠΕΦ/250529/35794/29673/1687, η οποία συμπληρώθηκε με την ΥΠΠΟΑ/ΓΔΔΥ/ΔΙΟΙΚ/ΤΔΠΕΦ/3863/541/479/21, για την αλλαγή της νομοθεσίας στα πνευματικά και συγγενικά δικαιώματα, είναι σημαντικότατα και υιοθετήθηκαν μετά από εξαιρετικά επίπονη διαδιασία. Για τον λόγο αυτόν, τονίζουμε την ανάγκη να ληφθούν σοβαρά υπόψη τα Συμπεράσματα της Επιτροπής, και ιδίως στους τομείς στους οποίους σημειώθηκε συμφωνία σχεδόν όλων των αντιπροσωπευτικών ενώσεων, από τη μια πλευρά των χρηστών, και από την άλλη πλευρά των δικαιούχων πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων.

    Δεδομένης της συμφωνίας που επετεύχθη στα λοιπά ζητήματα και στην οποία αναφερόμαστε, οι θέσεις των ΕΝΙΡΣ που παρατίθενται κατωτέρω επικεντρώνονται στα ακόλουθα θέματα:

    – Αποποινικοποίηση της δημόσιας εκτέλεσης πνευματικών έργων από επαγγελματίες χρήστες, τόσο υπό την έννοια της πλήρους αποποινικοποίησης στην έκταση που ήδη επιτρέπεται από τις Διεθνείς Συνθήκες, όσο και υπό την έννοια της μέγιστης δυνατής ποινικής υποβάθμισης των αδικημάτων (λ.χ. από πλημμελήματα σε πταίσματα) στο βαθμό που δεν επιτρέπεται η πλήρης αποποινικοποίηση, με ταυτόχρονη ενεργοποίηση της πολιτικής ηγεσίας για αλλαγή των Συνθηκών, άλλως των όρων συμμετοχής της χώρας μας στις Συνθήκες.

    – Αναβάθμιση του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας (ΟΠΙ) σε ΝΠΔΔ με λειτουργική ανεξαρτησία, διοικητική αυτοτέλεια και αυξημένες κανονιστικές και ρυθμιστικές αρμοδιότητες, κατά τα πρότυπα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

    – Κατάργηση της έννοιας της «συνήθως καταβαλλόμενης αμοιβής» και αντικατάστασή της από την έννοια της «εύλογης αμοιβής» (άρθρο 56 §2 εδ. β’ και γ’ του Ν. 2121/1993).

    – Λοιπές ουσιαστικές και δικονομικές διατάξεις προς θεσμοθέτηση / βελτίωση, όπως ειδικότερα αναφέρονται κατωτέρω.

    Προ, δε, της ανάλυσης των επιμέρους θέσεών μας (κατ’ άρθρο), πρέπει να τονιστεί πως αποτελεί όχι μόνο απαίτηση δική μας, αλλά καθολική αξίωση όλων των χρηστών μουσικών και οπτικοακουστικών έργων, η αλλαγή της νομικής αντιμετώπισης των μερών με σκοπό την αποκατάστασή ισονομίας και της ισορροπίας, τόσο ουσιαστικής όσο και δικονομικής, μεταξύ των χρηστών, από τη μια πλευρά, και των δικαιούχων Πνευματικών και Συγγενικών Δικαιωμάτων, από την άλλη.

    Τούτο διότι, κατά την ψήφιση του Ν. 2121/1993 και τη θέσπιση της ευρύτατης ανισορροπίας που εισήγαγε σε βάρος των χρηστών, ελήφθησαν κυρίως υπόψη ως βασικές τρεις παράμετροι, εκ των οποίων, ακόμη κι αν τότε ίσχυε κάποια, σήμερα πάντως δεν ισχύει καμμία: (α) Ότι ο δικαιούχος Πνευματικών ή Συγγενικών Δικαιωμάτων είναι το αδύναμο μέρος στη σύμβαση παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης έναντι του χρήστη. (β) Ότι θα υφίσταται καθεστώς υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των ΟΣΔ με το ίδιο αντικείμενο (π.χ. μεταξύ των ΟΣΔ Πνευματικών Δικαιωμάτων δημιουργών μουσικών έργων), και (γ) ότι είναι τεχνολογικά δυσχερής η εξαγωγή εξατομικευμένης πληροφόρησης για το καθεστώς χρήσης κάθε έργου, άρα κοστοβόρα η παρακολούθηση της πραγματικής χρήσης και αδύνατη η κατ’ αποκοπήν οικονομική συναλλαγή.

    Ωστόσο, σήμερα: (α) αμφότεροι οι κυρίαρχοι ΟΣΔ στα Πνευματικά και Συγγενικά Δικαιώματα ήχου (ΑΕΠΙ ΑΕ και GEA) έχουν δεσπόζουσα θέση, στην πρώτη περίπτωση, και μονοπωλιακή στη δεύτερη, με τεράστια οικονομική επιφάνεια συγκρινόμενη με την οικονομική επιφάνεια οποιουδήποτε μεμονωμένου χρήστη, το κυριότερο (β) τα περιστατικά κατάχρησης της δεσπόζουσας θέσης είναι αμέτρητα (ουσιαστικά, πρόκειται για τη συνήθη πρακτική ορισμένων ΟΣΔ), και τέλος (γ) η τεχνολογία προσφέρει πλέον λύσεις οι οποίες, με ελάχιστο έως κανένα κόστος, επιτρέπουν τη βέλτιστη ανταλλαγή των πληροφοριών για τη χρήση κάθε έργου, μέχρι και την προώθηση της απευθείας συνεργασίας και συναλλαγής μεταξύ των δημιουργών / ερμηνευτών και των επαγγελματιών χρηστών (ιδίως των ραδιοσταθμών).

    Το πρώτο, λοιπόν, που κατά τη γνώμη μας πρέπει να αλλάξει, είναι η φιλοσοφία της νομοθεσίας περί προστασίας πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων, η οποία πρέπει να επιστρέψει στη θεμελιώδη αρχή του ιδιωτικού Δικαίου, την επαναφορά της ισότητας μεταξύ των μερών, τόσο της ουσιαστικής όσο και της δικονομικής, με εξαίρεση την προστασία του αδύναμου μέρους (που, βεβαίως, είναι πλέον ο κάθε μεμονωμένος χρήστης έναντι των πανίσχυρων ΟΣΔ), και τούτο μόνο στην ελάχιστη έκταση και κατά το βαθμό που εκάστοτε απαιτείται.

    Όλες οι προτάσεις μας έχουν ως βάση την αποκατάσταση της ισορροπίας και της ισονομίας.

  • 18 Ιανουαρίου 2016, 17:31 | ΣΕΤΕ – ΞΕΕ

    Υπόμνημα
    του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων και
    του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου της Ελλάδας
    επί του σχεδίου νόμου με τίτλο «Συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων, χορήγηση πολυεδαφικών αδειών για επιγραμμικές χρήσεις μουσικών έργων στην εσωτερική αγορά και άλλα πολιτιστικά θέματα»

    Ι. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

    1. Κατά την άποψή μας απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη και την προώθηση της επιχειρηματικότητας είναι ο κάθε υποψήφιος επενδυτής να έχει πριν την έναρξη της δραστηριότητας του μια πλήρη και ξεκάθαρη εικόνα των πάσης φύσεως υποχρεώσεων και εξόδων με τα οποία θα βαρύνεται κατά τη λειτουργία της επιχείρησής του για ένα εύλογο τουλάχιστον χρονικό διάστημα. Αλλά και για τις ήδη δραστηριοποιούμενες επιχειρήσεις η έγκαιρη και ξεκάθαρη γνώση των δαπανών που θα κληθούν να καταβάλουν είναι απαραίτητη προκειμένου να καθορίσουν την τιμολογιακή τους πολιτική. Εν προκειμένω στο χώρο των πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων η κατάσταση που βιώνουμε είναι πραγματική χαοτική. Μέχρι σήμερα παρά τις προσπάθειες που έχουν καταβληθεί δεν έχει εξευρεθεί μια ενιαία λύση, αντιθέτως αντιμετωπίζουμε το φαινόμενο με το που κλείνει το ένα μέτωπο αντιδικίας, με το που επιλύονται οι διαφορές με έναν οργανισμό δικαιούχων, να προκύπτουν νέες αξιώσεις από οργανισμούς οι οποίοι δεν είχαν δραστηριοποιηθεί, δεν είχαν εγείρει αξιώσεις δικαστικά ή εξώδικα, μέχρι σήμερα.
    2. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε το παράδειγμα του Ξ.Ε.Ε. το οποίο κατέβαλε ειλικρινείς προσπάθειες να επιλύσει συνολικά και συμβιβαστικά το σύνολο των διαφορών που υπήρχαν ανάμεσα στους οργανισμούς των δικαιούχων και τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Ως γνωστόν, το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδας συνήψε συμβάσεις – πλαίσιο με το μεγαλύτερο μέρος των ΟΣΔ (με ΑΘΗΝΑ στις 5/4/2011, με ΑΕΠΙ στις 14/4/2011 και με ΔΙΟΝΥΣΟΣ-ΕΡΑΤΩ-ΑΠΟΛΛΩΝ-GRAMMO στις 15/11/2011), με τις οποίες καθορίστηκε η οφειλόμενη από τα Ξενοδοχεία αμοιβή για την παρουσίαση των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών σε δωμάτια των Ξενοδοχείων.

    3. Κατά την ολοκλήρωση σχεδόν των άνω συμφωνιών, εμφανίστηκε και αξίωσε αμοιβή και μάλιστα εξωφρενικά υπέρογκη, αναιτιολόγητη και αδικαιολόγητη ο κερδοσκοπικός οργανισμός Τηλεοπτικά Δικαιώματα Α.Ε. Στην συνέχεια εμφανίστηκαν οι ΟΣΔ ΔΙΑΣ και ΗΡΙΔΑΝΟΣ και ακολούθως οι ΟΣΔ Απόλλων, Ερατώ και Grammo (GEA) άρχισαν να αξιώνουν αμοιβές και για τους κοινόχρηστους χώρους των ξενοδοχείων. Η εξέλιξη αυτή υπήρξε καταστροφική στο κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ ΟΣΔ και χρηστών και ανέδειξε την αδυναμία του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου, αφού νέοι ΟΣΔ ως “λερναία ύδρα” εμφανίζονταν κάθε φορά, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζει κανείς επιχειρηματίας τί ποσό τελικά και σε ποιόν οφείλει να καταβάλει. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε πολλές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις να αμφισβητούν την σκοπιμότητα ένταξής τους στα μνημόνια συνεργασίας και να μην εντάσσεται ο πρΟΣΔοκώμενος από τους ΟΣΔ αριθμός Ξενοδόχων, αφού το πρόβλημα των αμοιβών δεν λυνόταν, αλλά με την πάροδο του χρόνου καθημερινά μεγεθυνόταν. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε το παράδειγμα της ύπαρξης τεσσάρων (4) σήμερα αδειοδοτημένων από τον Ο.Π.Ι. οργανισμών τηλεοπτικών δικαιωμάτων και την ύπαρξη μετά βεβαιότητος τουλάχιστον δύο ακόμα φορέων (της Δημόσιας Τηλεόρασης και των ξένων τηλεοπτικών καναλιών) που δύνανται να αξιώσουν και αυτοί αμοιβής. Κάτω από αυτό το περιβάλλον, ποιός επιχειρηματίας πείθεται να υπογράψει οικονομικές συμφωνίες; Προδήλως, λοιπόν, και το υφιστάμενο πλαίσιο, λειτουργεί ενάντια στην επιχειρηματικότητα.
    4. Την ίδια στιγμή, οι ΟΣΔ κάνοντας χρήση ενός μοναδικού προνομίου που τους παρείχε ο νόμος, να καταρτίζουν δηλαδή σαν να είναι κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, αμοιβολόγια μονομερώς μεν, πλην όμως χωρίς οποιονδήποτε έλεγχο, έγκριση ή θεσμοθετημένη ύπαρξη κριτηρίων και να αξιώνουν δικαστικά με βάση αυτά διπλασιασμό τους σε όποιον δεν συμβιβαζόταν μαζί τους, οδήγησε πολλούς χρήστες να συμβιβάζονται εξωδίκως μετά την έγερση εναντίον τους αγωγών (προκειμένου να αποφύγουν τον διπλασιασμό του ποσού δικαστικά ή και μέρος των αναδρομικών κατά “προσφορά” των ΟΣΔ) και να καταβάλουν ποσά που ήταν μεν μειωμένα σε σχέση με το δημοσιευμένο αμοιβολόγιο, όμως δεν στηρίζονται σε κανένα νόμιμο κριτήριο, παρά μόνο στον αυθαίρετο πρΟΣΔιορισμό της αξίας του δικαιώματος κατά την κρίση του δικαιούχου. Επιβεβαίωση του αυθαίρετου τρόπου κατάρτισης των αμοιβολογίων, αποτελεί το φαινόμενο των εκπτώσεων όχι σε πλαίσια 10% ή 20% (που θα δικαιολογείτο με βάση τον περιορισμό του λειτουργικού κόστους των ΟΣΔ) αλλά ακόμα και 80% (!!!)

    5. Ταυτόχρονα, ο δικαστικός αγώνας μεταξύ κάθε χρήστη ατομικά ενάντια σε ΟΣΔ με οργανωμένα και εξειδικευμένα στην πνευματική ιδιοκτησία νομικά τμήματα ήταν προκαταβολικά προβλέψιμο ότι θα κατέληγε υπέρ των ΟΣΔ, πολύ περισσότερο που οι εξώδικοι συμβιβασμοί όσων είχαν αποφασίσει να μην αντιδικήσουν προκειμένου να αποφύγουν τον διπλασιασμό των οφειλομένων, χρησιμοποιείτο από τους ΟΣΔ ως επιχείρημα στα δικαστήρια σχετικά με το “εύλογο” της δικαιούμενης από αυτούς αμοιβής.
    6. Ο Σ.Ε.Τ.Ε., ως θεσμικός φορέας που εκπροσωπεί το σύνολο των ασχολουμένων με τον Τουρισμό και το Ξ.Ε.Ε., του οποίου είναι υποχρεωτικά μέλη όλα τα ξενοδοχειακά καταλύματα και οι οργανωμένες τουριστικές κατασκηνώσεις της χώρας πιστεύουν ότι η παραπάνω πραγματικότητα καθιστά αναγκαία την αναθεώρηση του νομοθετικού πλαισίου των αμοιβολογίων σε δύο κυρίως κατευθύνσεις: α) να καθορίζονται με συγκεκριμένα κριτήρια που θα θέτει ο νομοθέτης ώστε αυτά να είναι εύλογα και β) να καταλαμβάνουν το σύνολο των δικαιούχων.
    7. Εύλογη είναι η αμοιβή, όταν είναι ανάλογη με το όφελος που αποκομίζει ο χρήστης από την εκμετάλλευση του έργου. Όμως για να πρΟΣΔιοριστεί το όφελος του χρήστη, πρέπει πριν την κατάρτιση του αμοιβολογίου να είναι γνωστός ο συνολικός αριθμός των δικαιούχων της αμοιβής, ώστε να συγκεκριμενοποιηθεί η εύλογη αμοιβή που αποτυπώνει το όφελος του χρήστη από την χρήση του έργου. Η παραπάνω αυτονόητη, βασική και πρωταρχική προϋπόθεση, ώστε να καθοριστεί το εύλογο της αμοιβής, σήμερα λείπει. Με την ανεξέλεγκτη και συνεχή εμφάνιση νέων οργανισμών που αδειοδοτούνται από τον Ο.Π.Ι. και διεκδικούν αμοιβή, εκείνο που ο χρήστης θεωρούσε εύλογο γίνεται παράλογο. Η σημερινή κατάσταση, όπου για παράδειγμα υπάρχουν τέσσερις (4) αδειοδοτημένοι οργανισμοί τηλεοπτικών δικαιωμάτων χωρίς να γνωρίζουμε πόσοι ακόμα θα εμφανιστούν στο μέλλον αξιώνοντας άλλη αμοιβή, έχει οδηγήσει σε μεγάλη αβεβαιότητα τους χρήστες.
    8. Η ενιαία αυτή αμοιβή ασφαλώς δεν θα πρέπει να καθορίζεται μονομερώς από κάποια δημόσια αρχή, εν είδη τέλους, αλλά θα πρέπει να προκύπτει κατόπιν διαπραγματεύσεων που θα διεξάγονται ανά κατηγορία χρηστών με το σύνολο των οργανώσεων των δικαιούχων που αξιώνουν αμοιβή για την συγκεκριμένη χρήση. Τούτο είναι απαραίτητο προκειμένου η καταβαλλόμενη αμοιβή να είναι δίκαιη, δεδομένου πως το σύνολο των επί μέρους αξιούμενων ποσών αφορούν τα ίδια δημιουργήματα και την ίδια χρήση. Άλλωστε, σε ορισμένες περιπτώσεις οι σχέσεις δικαιούχων – χρηστών διαπλέκονται μεταξύ τους με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό των τηλεοπτικών σταθμών, οι οποίοι εμφανίζονται ως χρήστες των πνευματικών δημιουργημάτων, αλλά και συνάμα δικαιούχοι μέσω των εταιρειών παραγωγής που έχουν συστήσει. Ομοίως απαραίτητο είναι οι συμβάσεις που θα υπογράφονται, να καλύπτουν το σύνολο των δικαιούχων ή άλλως οι καταβαλλόμενες αμοιβές να αφορούν το σύνολο των δικαιούχων, ούτως ώστε με τη καταβολή της όποιας αμοιβής να εξαντλείται και η σχετική υποχρέωση. Η αβεβαιότητα που υφίσταται εξ αιτίας της δυνατότητας εμφάνισης στο άδηλο μέλλον, δικαιούχων που να αξιώνουν αμοιβή, πρέπει με κάθε τρόπο να αρθεί. Όχι επί ζημία των δικαιούχων, ούτε προς όφελος των επιχειρηματιών, αλλά προς όφελος της οικονομικής δραστηριότητας που πρέπει να γνωρίζει ΟΛΕΣ τις δυνατές οικονομικές επιβαρύνσεις που μπορεί να αντιμετωπίσει.
    9. Τα Κριτήρια του καθορισμού της εύλογης αμοιβής πρέπει να είναι τα εξής:
    α) Η αξία της συγκεκριμένης χρήσης δικαιωμάτων, δεδομένου πως, για παράδειγμα στην περίπτωση των ξενοδοχείων, ο βασικός προορισμός-σκοπός είναι η προσφορά υπνοδωματίων και δεν είναι να καλύψει τις ψυχαγωγικές ανάγκες όσων διαμένουν σε αυτό, για τα επιβατηγά πλοία και τα τουριστικά λεωφορεία ο κύριος σκοπός είναι η μεταφορά των πελατών, κλπ.
    β) Ο μέσος αριθμός των πελατών του χρήστη, καθώς αυτός πρΟΣΔιορίζει τον αριθμό των προσώπων που πράγματι μπορούσαν να δουν ή ακροαστούν τα πνευματικά δημιουργήματα, όπου αυτός μπορεί να πρΟΣΔιορισθεί με επίσημα στοιχεία (για παράδειγμα στην περίπτωση των ξενοδοχείων ο δείκτης μέσης πληρότητας κάθε καταλύματος όπως δηλώνεται στην ΕΛΣΤΑΤ και την κατηγοριοποίησή του).
    γ) Αν υπάρχει από την χρήση άμεση ωφέλεια ή αν η εγκατάσταση του μέσου που μεταδίδει το έργο επιβάλλεται από το νόμο (για παράδειγμα στην περίπτωση των ξενοδοχείων η ύπαρξη τηλεοράσεων στα δωμάτια προβλέπεται από το νόμο).
    δ) Η απήχηση των έργων στο κοινό με βάση τη σύνθεση της πελατείας (αντικειμενικό κριτήριο), δηλαδή την αναλογία ελλήνων και αλλοδαπών πελατών και την πραγματική δυνατότητα απολαύσεως του προστατευόμενου έργου (με δεδομένο ότι σε πολλές κατηγορίες επιχειρήσεων η πλειοψηφία των πελατών είναι αλλοδαποί και κανείς τους για παράδειγμα δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να παρακολουθήσει ελληνόφωνα τηλεοπτικά προγράμματα)
    ε) Το εύρος της αντιπροσωπευτικότητας των δικαιούχων ,αν δηλαδή ο ΟΣΔ που αξιώνει την αμοιβή είναι ο μόνος ΟΣΔ που εκπροσωπεί το σύνολο των δικαιούχων ή μέρος αυτών.
    στ) Στις περιπτώσεις που ο σκοπός των δικαιούχων είναι το κέρδος, (όπως στις παραγωγές) συνεκτίμηση του οφέλους που αποκομίζουν οι δικαιούχοι από την χρήση του έργου τους, δεδομένου ότι από την χρήση πρΟΣΔιορίζονται και τα οφέλη τους (από τον αριθμό των χρηστών καθορίζονται τα διαφημιστικά έσοδα των σταθμών που αποτελούν και την κύρια αν όχι αποκλειστική πηγή εσόδων τους) ειδικά για τις παραγωγές οπτικοακουστικών έργων τον μέσο ημερήσιο χρόνο προβολής αυτών σε σχέση με τον συνολικό χρόνο του τηλεοπτικού προγράμματος.
    ζ) Ειδικά για τις παραγωγές οπτικοακουστικών έργων το γεγονός ότι οι συντελεστές (σκηνοθέτες, σεναριογράφοι, ηθοποιοί, τραγουδιστές, μουσικοί, συνθέτες, στιχουργοί , εκδότες κ.λ.π.) λαμβάνουν για το ίδιο έργο άλλη αμοιβή.
    η) Αναλογική αντιστοιχία της αμοιβής, με αμοιβές που λαμβάνουν άλλες κατηγορίες δικαιούχων, που εκπροσωπούν συναφή δικαιώματα, όπως για παράδειγμα το άρθρο 18 του Ν.2121/1993.
    θ) Τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), για την εξεύρεση του κύκλου εργασιών στην παραγωγή τηλεοπτικών προγραμμάτων
    ι) Τα γενικότερα οικονομικά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας.
    ια) ο τόπος εγκατάστασης του χρήστη
    10. Για τον καθορισμό των αμοιβολογίων, προτείνουμε αρχικά διαμεσολάβηση του ΟΠΙ μέσα στο πλαίσιο του ν. 3898/2010 και αν αποτύχει η διαμεσολάβηση το αμοιβολόγιο να καθορίζεται από το Εφετείο Αθηνών σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. Η παραπάνω διαδικασία πρέπει ανά κατηγορία χρηστών, να λαμβάνει χώρα ταυτόχρονα με το σύνολο των ΟΣΔ, προκειμένου ο χρήστης να γνωρίζει το σύνολο του αιτουμένου από όλους τους ΟΣΔ ποσού και τούτο γιατί όπως προειπώθηκε, το εύλογο συναρτάται με το όφελος του χρήστη.

    II. ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
    Αναφορικά με το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου θα θέλαμε να προβούμε στις εξής ειδικότερες παρατηρήσεις:
    1. Όπως σημειώθηκε και ανωτέρω, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που διαπιστώθηκαν από τη μέχρι σήμερα εφαρμογή του Ν.2121/1993 ήταν το γεγονός πως κάθε οργανισμός συλλογικής διαχείρισης που υπέβαλε αίτηση αδειοδοτείτο, χωρίς να εξετάζεται το κριτήριο της αντιπροσωπευτικότητας του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί πληθώρα οργανισμών που να φέρονται πως εκπροσωπούν τις ίδιες κατηγορίες δικαιούχων, ανεξαρτήτως του αριθμού των μελών τους, αξιώνοντας σχετική αμοιβή από τους χρήστες. Πλην όμως με αυτό τον τρόπο είναι πρακτικά αδύνατον να υπολογιστεί η αμοιβή που πράγματι δικαιούται να απαιτήσει ο κάθε οργανισμός. Η αμοιβή που υποχρεούται να καταβάλει ο χρήστης, αν όχι για το σύνολο των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη συγκεκριμένη χρήση (αυτή είναι η πάγια θέση μας), οπωσδήποτε για το σύνολο των δικαιούχων της συγκεκριμένης κατηγορίας, δεν μπορεί παρά να είναι ενιαία και ασφαλώς δεν πρέπει να διασπάται ανά οργανισμό συλλογικής διαχείρισης, ο καθένας από τους οποίους μπορεί να εκπροσωπεί διαφορετικό αριθμό δικαιούχων, ακόμα και ελάχιστο ποσοστό αυτών. Με το άρθρο 4 του σχεδίου νόμου παραμένει αναφορικά με το ανωτέρω ζήτημα το ίδιο καθεστώς. Η άποψή μας είναι πως θα πρέπει να μπει ένα τέλος στην πολυδιάσπαση των οργανισμών και των αμοιβών. Για το λόγο αυτό, κρίνεται αναγκαίο αφενός να τεθεί ως κριτήριο για να μπορέσει να αδειοδοτηθεί ένας οργανισμός συλλογικής διαχείρισης να εκπροσωπεί ένα συγκεκριμένο ελάχιστο ποσοστό του συνολικού αριθμού των δικαιούχων της συγκεκριμένης κατηγορίας και αφετέρου η οφειλόμενη αμοιβή ανά κατηγορία δικαιούχων που υποχρεούται να καταβάλει ο χρήστης να καθορίζεται ενιαία, ανεξάρτητα δηλαδή από τον αριθμό των οργανισμών που καλύπτουν τη συγκεκριμένη κατηγορία και να επιμερίζεται στη συνέχεια μεταξύ τους. Σημειώνεται πως από τη στιγμή που η εύλογη αμοιβή αποτυπώνει το όφελος του χρήστη από την χρήση του έργου, αυτό αποκλείει αύξηση του οφέλους για τον χρήστη (δηλαδή αύξηση της οφειλόμενης από αυτόν αμοιβής) από την εκ των υστέρων εμφάνιση άλλων δικαιούχων. Αφού η εύλογη αμοιβή είναι συνάρτηση του οφέλους του χρήστη, τότε όσοι δικαιούχοι και αν υπάρχουν (αδειοδοτημένοι ή μη από τον ΟΠΙ) θα πρέπει να λαμβάνουν τμήμα αυτού το οφέλους.
    2. Στο άρθρο 23 του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου προβλέπεται πως κάθε οργανισμός μπορεί να καθορίζει το αμοιβολόγιο του μόνος του, χωρίς ταυτόχρονα να υποχρεώνεται να παραθέτει τουλάχιστον τα κριτήρια βάσει των οποίων αυτό καταρτίστηκε. Η εμπειρία μας μέχρι σήμερα δείχνει πως τα ποσά που καθορίζουν οι οργανισμοί με τα αμοιβολόγιά τους είναι αυθαίρετα και εξωπραγματικά, πράγμα που αποδεικνύεται και από τη τεράστια διαφορά που έχουν από τις αντίστοιχες αμοιβές που τελικώς καταβάλλονται από τους χρήστες ή καθορίζονται βάσει συλλογικών συμφωνιών. Για το λόγο αυτό, η άποψή μας είναι πως αν πρόκειται να διατηρηθεί το δικαίωμα των οργανισμών να καθορίζουν μόνοι τους το αμοιβολόγιό τους θα πρέπει αφενός να υποχρεούνται να δημοσιοποιούν ταυτόχρονα τα κριτήρια βάσει των οποίων αυτό καθορίσθηκε (και όχι απλώς να ενημερώνουν σχετικά τους χρήστες αν τούτο τους ζητηθεί), προκειμένου να αποτρέπονται οι οργανισμοί από την κατάρτιση αυθαίρετων αμοιβολογίων και αφετέρου τα αμοιβολόγια να καθαρίζονται ενιαία ανά κατηγορία δικαιούχων, ανεξάρτητα από τον αριθμό των οργανισμών που τους εκπροσωπούν.
    3.1. Θα πρέπει στην παράγραφο 1 του άρθρου 45 ο όρος συνήθως καταβαλλόμενη αμοιβή να αντικατασταθεί με τον όρο εύλογη. Τούτο το προτείνουμε διότι ο όρος συνήθως καταβαλλόμενη αμοιβή έχει ταυτιστεί με την αμοιβή που αναφέρεται στο αμοιβολόγιο του κάθε οργανισμού, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην έχει την ευχέρεια να κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη, πλην των άλλων, και την ωφέλεια που αποκομίζει σχετικά ο χρήστης, ποια αμοιβή οφείλεται για τη συγκεκριμένη χρήση στους δικαιούχους.
    3.2. Επίσης διαφωνούμε με τις κατωτέρω προβλέψεις της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου: α) ορίζεται πως σε περίπτωση χρήσης χωρίς άδεια ή χωρίς την καταβολή της εύλογης αμοιβής του άρθρου 49 το δικαστήριο θα μπορεί να επιδικάσει ως αμοιβή στους δικαιούχους το ήμισυ της αμοιβής που προβλέπεται στο δημοσιευθέν αμοιβολόγιο, χωρίς επομένως να μπορεί να κρίνει αν αυτή είναι εύλογη ή όχι. Κατά την άποψή μας και στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο θα πρέπει να μπορεί να επιδικάσει το ήμισυ της κατά τη κρίση του οφειλόμενης στον δικαιούχο εύλογης αμοιβής. Σημειώνεται πως αφενός, λόγω και της πολυδιάσπασης των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, οι χρήστες δεν μπορούν εκ των προτέρων να γνωρίζουν σε ποιους υποχρεούνται να καταβάλουν αμοιβή, ώστε να μπορούν να προσφύγουν πριν τη χρήση στο αρμόδιο δικαστήριο για να ζητήσουν από αυτό να καθορισθεί η οφειλόμενη αμοιβή και αφετέρου οι περισσότεροι χρήστες δεν έχουν και την οικονομική δυνατότητα να προβούν στη συγκεκριμένη νομική διαδικασία και β) ορίζεται πως η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου καθίσταται οριστική αν δεν ασκηθεί αγωγή μέσα σε 30 ημέρες από την επίδοση της απόφασης ή εντός έτους από τη δημοσίευσή της. Για τον οριστικό καθορισμό της αμοιβής θα πρέπει κατά την άποψή μας να είναι σε κάθε περίπτωση αρμόδιο το δικαστήριο δικάζον κατά τη τακτική διαδικασία. Η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων έχει θεσπισθεί για τη κάλυψη της ανάγκης ταχείας επίλυσης της ένδικης διαφοράς, για αυτό και διέπεται και από ιδιαίτερους δικονομικούς κανόνες και δεν θα πρέπει να αντικαθιστά την κρίση του τακτικού δικαστηρίου.
    4. Θα πρέπει να προβλεφθεί η κατάργηση της διάταξης του άρθρου 65 παρ. 2 του Ν.2121/1993 περί αποζημίωσης διπλάσιας της συνήθως καταβαλλόμενης, που λειτουργεί απολύτως εκβιαστικά από τους οργανισμούς, αναγκάζοντας τους χρήστες να συμφωνήσουν στην καταβολή αμοιβής υπό την δαμόκλειο σπάθη του διπλασιασμού των επί 5ετία οφειλομένων.
    5. Θα πρέπει να αποποινικοποιηθεί η δημόσια εκτέλεση, αφού πρόκειται για αστικές διαφορές που η ποινική καταδίωξη δεν βρίσκει δικαιολογητικό λόγο.
    6.1. Η περιγραφόμενη στο άρθρο 46 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου διαδικασία διαπραγμάτευσης δεν θα πρέπει κατά την άποψή μας να περιορίζεται μόνο στη δημόσια εκτέλεση μουσικής και μόνο στις συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρήσεων. Θα πρέπει να καλύπτει και τις υπόλοιπες κατηγορίες δικαιωμάτων καθώς και τις υπόλοιπες κατηγορίες επιχειρήσεων, με την αντίστοιχη εκπροσώπηση ανά τομέα. Επίσης θα πρέπει να διεξάγεται ενιαία με το σύνολο των οργανισμών που εκπροσωπούν τις διάφορες κατηγορίες δικαιούχων που μπορούν να αξιώσουν αμοιβή για τη συγκεκριμένη χρήση, καθώς πλην των άλλων, όπως επισημάναμε και ανωτέρω το όφελος για τον χρήστη δεν διαφοροποιείται ανάλογα με τον αριθμό των δικαιούχων. Για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τουριστικό τομέα αρμόδιος για την υπογραφή των συλλογικών συμφωνιών θα πρέπει να είναι ο Σ.Ε.Τ.Ε., ο κοινωνικός εταίρος που είναι νομοθετικά αναγνωρισμένος και αρμόδιος για την υπογραφή και της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., ενώ ειδικά για τον ξενοδοχειακό κλάδο η συλλογική συμφωνία θα πρέπει να υπογράφεται και από το Ξ.Ε.Ε., το οποίο άλλωστε έχει συμβληθεί και στις σήμερα ισχύουσες συμβάσεις.
    6.2. Στην παράγραφο 6 του ίδιου ως άνω άρθρου θα πρέπει να απαλειφθεί από τη σειρά 11 η φράση «αφού λάβει υπόψη του την πρόταση της Επιτροπής». Το Εφετείο θα πρέπει να είναι απολύτως ανεπηρέαστο να κρίνει την ένδικη διαφορά συνεκτιμώντας ασφαλώς και την πρόταση της Επιτροπής, όπως και τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα που θα προσκομισθούν από τους διαδίκους. Με την συγκεκριμένη διατύπωση στην ουσία προκαταβάλλεται η κρίση του Εφετείου, το οποίο «ωθείται» να μην αποκλίνει ιδιαίτερα από την πρόταση της Επιτροπής Διαμεσολάβησης.
    6.3. Σύμφωνα με την παράγραφο 7 του ίδιου ως άνω άρθρου ορίζεται πως μέχρι τη δημοσίευση της απόφασης του Εφετείου ή τη σύναψη συμφωνίας ισχύουν τα αμοιβολόγια των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης. Θεωρούμε πως είναι αυτονόητο και θα πρέπει να καταγραφεί ρητά, πως από τη στιγμή που ισχύουν τα ανωτέρω αμοιβολόγια ταυτόχρονα υφίσταται και το δικαίωμα των χρηστών να ζητήσουν σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 45 του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου τον καθορισμό της εν προκειμένω οφειλόμενης εύλογης αμοιβής. Άλλως, και με δεδομένο πως η διαδικασία επίλυσης της διαφοράς μπορεί να διαρκέσει επί μακρόν, οι χρήστες θα υποχρεούνται (με βάση τα σημερινά δεδομένα και τα ποσά που σήμερα τουλάχιστον διαλαμβάνονται στα αμοιβολόγια των οργανισμών) να καταβάλουν ποσά εξωπραγματικά, τα οποία δεν οφείλουν και εν συνεχεία να εμπλέκονται ενδεχομένως και σε δικαστικές διενέξεις για την επιστροφή τους.
    6.4. Τέλος, αναφορικά με την παράγραφο 9 του ίδιου ως άνω άρθρου θα θέλαμε να επισημάνουμε πως πρέπει στις επιχειρήσεις που δεν επιθυμούν να προσχωρήσουν στη συλλογική συμφωνία που τυχόν καταρτιστεί να παρέχεται ρητά το δικαίωμα να προσφύγουν μόνες τους δικαστικά σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 45 του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου και να ζητήσουν τον καθορισμό της εν προκειμένω οφειλόμενης εύλογης αμοιβής. Αυτό κρίνεται απαραίτητο διότι μπορεί ορισμένες επιχειρήσεις να παρουσιάζουν τέτοιες ιδιαιτερότητες που δικαιολογούν στη συγκεκριμένη περίπτωση την καταβολή μικρότερης από τη καθοριζόμενη με τη συλλογική συμφωνία αμοιβή.

  • 14 Ιανουαρίου 2016, 17:27 | ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΕΚΔΟΤΩΝ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

    Εκ μέρους της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΕΚΔΟΤΩΝ ΜΟΥΣΙΚΗΣ (ΕΛ.Ε.Ε.Μ.) χαιρετίζουμε το σχέδιο νόμου με το οποίο εναρμονίζεται η Ελληνική νομοθεσία με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2014/26/EU για τη Συλλογική Διαχείριση και τη Διασυνοριακή Αδειοδότηση και καλωσορίζουμε την έστω και καθυστερημένη προσπάθεια της Πολιτείας να θέσει κάποιους ελάχιστους – αναγκαίους – κανόνες στο πολύπαθο τοπίο της συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα, για την εξασφάλιση ανεμπόδιστης πρόσβασης των διαφόρων κατηγοριών δικαιούχων στη συλλογική διαχείριση των δικαιωμάτων τους, από Οργανισμούς Συλλογικής Διαχείρισης (ΟΣΔ), που οφείλουν λειτουργούν με κανόνες διαφάνειας, χρηστής διακυβέρνησης και εποπτείας.

    Τονίζουμε δε προπάντων την κεφαλαιώδους σημασίας διάταξη του άρθρου 56 του σχεδίου νόμου, προκειμένου οι κανόνες που διέπουν τη λειτουργία των ΟΣΔ, να εφαρμόζονται για όλους τους φορείς που ασκούν συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων, ακόμα και για τις Ανεξάρτητες Οντότητες Διαχείρισης (ΑΟΔ) που διαθέτουν δεσπόζουσα θέση στην ελληνική αγορά. Λόγω δε των ειδικών χαρακτηριστικών της Ελληνικής αγοράς, τυχόν απουσία της διάταξης αυτής από το σχέδιο νόμου θα οδηγούσε σε μία κατ’ όνομα μόνο εναρμόνιση της Ελληνικής νομοθεσίας με την Ευρωπαϊκή Οδηγία, τη στιγμή που ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής αγοράς συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων θα έμενε αρρύθμιστο και θα εξακολουθούσε να λειτουργεί με τις παθογένειες του παρελθόντος, εις βάρος των δικαιωμάτων των δικαιούχων αλλά και των χρηστών.
    Επιπλέον, θα δημιουργούνταν σοβαρές στρεβλώσεις δεδομένου ότι στην ίδια αγορά θα λειτουργούσαν φορείς συλλογικής διαχείρισης δύο ταχυτήτων, απ’ τη μία πλευρά, δηλαδή, ΟΣΔ, ακόμα και με μικρό μερίδιο αγοράς, που θα συμμορφώνονταν με τις αυξημένες υποχρεώσεις λογοδοσίας και διαφάνειας του νόμου και αφετέρου ΑΟΔ, που παρά τη δεσπόζουσα ή και μονοπωλιακή θέση τους, θα λειτουργούσαν εκτός πλαισίου ελέγχου και κατά παράβαση όχι μόνο του νόμου αλλά και των διεθνώς παραδεδεγμένων κανόνων λειτουργίας των ΟΣΔ.
    Ταυτόχρονα, η διάταξη αυτή αποτελεί βασική ασφαλιστική δικλίδα, ώστε να αποτρέπονται οι φορείς, που κατά την υπάρχουσα μορφή τους υποχρεούνται να συμμορφωθούν με τους κανόνες διαφάνειας, χρηστής διοίκησης και λογοδοσίας των ΟΣΔ, να επιλέγουν νομική μορφή και δομή που θα τους επιτρέπει την καταστρατήγηση των σχετικών κανόνων και υποχρεώσεων.

    Το προβλεπόμενο, από το σχέδιο νόμου, πλέγμα κανόνων και υποχρεώσεων, δημιουργεί την ελπίδα ότι επιτέλους θα αντιμετωπιστούν χρόνιες παθογένειες της συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων στην Ελλάδα, που για πολλά χρόνια προβληματίζουν την Ένωσή μας και τα μέλη μας, όπως φυσικά και τους λοιπούς δικαιούχους πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα. Αποτελεί δε το παρόν σχέδιο νόμου ιστορική ευκαιρία οι ΟΣΔ που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, να υιοθετήσουν τις αρχές καλής λειτουργίας, διαφάνειας και λογοδοσίας, που ισχύουν διεθνώς.
    Προς αυτή την κατεύθυνση, θεωρούμε ως Ένωση πολύ σημαντικές τις κάτωθι προβλέψεις του σχεδίου νόμου:
    1) Υποχρέωση των ΟΣΔ είτε να ανήκουν στα μέλη τους ή να ελέγχονται από αυτά είτε να έχουν οργανωθεί σε μη κερδοσκοπική βάση.
    2) Υποχρέωση νομικών προσώπων που ασκούν συλλογική διαχείριση και έχουν δεσπόζουσα θέση στην ελληνική αγορά να λειτουργούν μόνο ως ΟΣΔ.
    3) Εξαίρεση ΑΟΔ από τη διαχείριση δικαιωμάτων που υπόκεινται σε υποχρεωτική συλλογική διαχείριση και από τα προνόμια των ΟΣΔ (όπως τα τεκμήρια του άρθρου 7).
    4) Υποχρέωση ΟΣΔ να δέχονται ως μέλη δικαιούχους, νομικά πρόσωπα που εκπροσωπούν δικαιούχους και ενώσεις δικαιούχων, βάσει διαφανών και αντικειμενικών κριτηρίων, τα οποία μέλη θα δικαιούνται μέσω κατάλληλων και αποτελεσματικών μηχανισμών να συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του οργανισμού, στην οποία θα εκπροσωπούνται όλες οι κατηγορίες μελών δίκαια και ισορροπημένα.
    5) Γενική συνέλευση μελών με αποκλειστικές αρμοδιότητες στη λήψη των σημαντικότερων αποφάσεων που αφορούν τη λειτουργία του ΟΣΔ.
    6) Εποπτικό συμβούλιο με αρμοδιότητα την εποπτεία των προσώπων που διαχειρίζονται τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του οργανισμού.
    7) Υποχρέωση τήρησης χωριστών λογαριασμών για έσοδα που προέρχονται από δικαιώματα, σε σχέση με έσοδα άλλων πηγών και θέσπιση κανόνων για τη διανομή και την επένδυση των εσόδων από δικαιώματα και τόκων αυτών.
    8) Δικαιολογημένα και τεκμηριωμένα έξοδα διαχείρισης, που σε καμία περίπτωση δε μπορούν, χωρίς έγκριση της γενικής συνέλευσης των μελών, να υπερβαίνουν συνολικά κατά μέσο όρο το 20% των ακαθάριστων εσόδων.
    9) Θέσπιση κανόνων για τακτική, επιμελή και ακριβή διανομή εσόδων από τα δικαιώματα και πρόβλεψη διαδικασίας εντοπισμού και ταυτοποίησης δικαιούχων.
    10) Υποχρέωση χρηστών να παραδίδουν κατάλογο έργων στους ΟΣΔ.
    11) Υποχρέωση ΟΣΔ να παρέχουν αναλυτικές πληροφορίες στους δικαιούχους σχετικά με τη διαχείριση των δικαιωμάτων που τους αφορούν.
    12) Δημοσίευση ετήσιας έκθεσης διαφάνειας από τον κάθε ΟΣΔ.
    13) Υποχρέωση πρόβλεψης διαδικασίας καταγγελιών εντός των ΟΣΔ και θέσπιση διοικητικής διαδικασίας καταγγελιών ενώπιον του ΟΠΙ.
    14) Πλαίσιο κυρώσεων εκ μέρους του Υπουργού Πολιτισμού, σε περίπτωση που οι ΟΣΔ παραβαίνουν τις εκ του νόμου υποχρεώσεις τους, το οποίο περιλαμβάνει εκτός της δυνατότητας επιβολής προστίμων, πρόβλεψη για προσωρινή ή οριστική ανάκληση άδειας λειτουργίας του ΟΣΔ, καθώς και ουσιώδη και εξαιρετικής πρακτικής σημασίας, εναλλακτική δυνατότητα του Υπουργού Πολιτισμού να μεταβιβάζει τη διαχείριση των δικαιωμάτων του οργανισμού του οποίου ανεκλήθη οριστικά η άδεια σε άλλον υφιστάμενο διάδοχο οργανισμό διαχείρισης.
    15) Δυνατότητα Υπουργού Πολιτισμού, να διορίσει επίτροπο σε ΟΣΔ, ο οποίος λόγω σοβαρού οικονομικού ή διαχειριστικού προβλήματος πιθανολογείται ότι δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και να διασφαλίσει την καταβολή των ποσών που έχει εισπράξει για λογαριασμό των δικαιούχων.
    16) Θεσμοθέτηση διοικητικής διαδικασίας ενώπιον νεοσυσταθείσης Επιτροπής για την άρση και παράληψη στο μέλλον προσβολών δικαιωμάτων στο διαδίκτυο.
    17) Δυνατότητα άρσης απορρήτου σε περίπτωση κακουργηματικής προσβολής δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων.

    Θεωρούμε ότι το παρόν σχέδιο νόμου, με το σημαντικό πλαίσιο κανόνων που εισάγει, είναι δυνατόν να ανατρέψει τις παθογένειες του παρελθόντος, εξασφαλίζοντας ένα σύγχρονο πλαίσιο λειτουργίας των ΟΣΔ, σύμφωνα με διεθνείς παραδεδεγμένους κανόνες χρηστής διοίκησης, διαφάνειας και λογοδοσίας, που θα εξασφαλίσει όχι μόνο δικαιότερες και καλύτερες αμοιβές για τους δικαιούχους αλλά και ευκολότερη και με καλύτερους όρους πρόσβαση των χρηστών στα έργα των πνευματικών δημιουργών.
    Η παρούσα ευκαιρία είναι ιστορική και δεν πρέπει να χαθεί.

  • 13 Ιανουαρίου 2016, 18:40 | GRAMMO ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΗΧΟΥ Η ΗΧΟΥ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑΣ

    Νομικοτεχνικά, ο σκοπός ενός νόμου αποτελεί αντικείμενο της αιτιολογικής έκθεσής του. Άρα, η διάταξη πρέπει να διαγραφεί.