1. Με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και χρηματική ποινή, εκτός εάν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη, τιμωρείται όποιος εκ προθέσεως μέσα σε αθλητικές εγκαταστάσεις ή στον αμέσως περιβάλλοντα χώρο τους ή στις βοηθητικές εγκαταστάσεις ή στους χώρους προσέλευσηςκαι στάθμευσης, κατά τη διάρκεια αθλητικής εκδήλωσης:
α) ρίχνει προς τον αγωνιστικό χώρο ή εναντίον άλλου οποιοδήποτε αντικείμενο, που μπορεί να προκαλέσει έστω και ελαφρά σωματική βλάβη,
β) βιαιοπραγεί κατά άλλου, ανεξάρτητα εάν από τη βιαιοπραγία επήλθε σωματική βλάβη, ή εκτοξεύει απειλές κατά προσώπου, το οποίο σύμφωνα με τους Κανονισμούς της οικείας αθλητικής Ομοσπονδίας αναγράφεται στο φύλλο αγώνα,
γ) κατέχει ή χρησιμοποιεί αντικείμενα που μπορούν να προκαλέσουν σωματικές βλάβες,
δ) κατέχει ή χρησιμοποιεί βεγγαλικά, καπνογόνα, κροτίδες και γενικά εύφλεκτες ύλες.
2. Με φυλάκιση μέχρι ενός έτους και χρηματική ποινή, εκτός εάν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη, τιμωρείται όποιος:
α) χωρίς δικαίωμα από το νόμο ή τους κανονισμούς της οικείας αθλητικής Ομοσπονδίας ή υπερβαίνοντας το δικαίωμά του αυτό, εισέρχεται με σκοπό τη διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής του αγώνα ή την πρόκληση επεισοδίων, λόγω του αποτελέσματός του, κατά τη διάρκεια αθλητικής συνάντησης ή αμέσως πριν από την έναρξη ή αμέσως μετά τη λήξη της, στον αγωνιστικό χώρο ή στο χώρο των αποδυτηρίων των αθλητών και των διαιτητών ή στους διαδρόμους που συνδέουν τους ανωτέρω χώρους,
β) τελεί κάποια από τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου με αφορμή μία αθλητική εκδήλωση πριν από την έναρξη ή μετά τη λήξη της ή μακριά από το χώρο που προορίζεται για την εκδήλωση αυτήν.
γ) απευθύνει ατομικά ή ως μέλος ομάδας σε τρίτους εκφράσεις που προσβάλλουν την εθνική ταυτότητα των προσώπων αυτών ή είναι ρατσιστικού περιεχομένου ή προσβάλλει τον εθνικό ύμνο, τα Ολυμπιακά σύμβολα ή τους Ολυμπιακούς αγώνες.
3. Αν οι πράξεις των παραγράφων 1 και 2 τελέστηκαν υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ότι ο δράστης είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για την ομαλή τέλεση των αθλητικών εκδηλώσεων, επιβάλλεται ποινή φυλάκισης μέχρι τριών ετών, εκτός εάν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη. Για την εφαρμογή του παρόντος, ιδιαίτερα επικίνδυνος χαρακτηρίζεται ιδίως ο δράστης που αποδεικνύεται ότι έχει τελέσει στο παρελθόν αδικήματα βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις ή ότι συμμετέχει στην τέλεση των πράξεων έχοντας αρχηγικό ρόλο ή ενήργησε βάσει οργανωμένου εγκληματικού σχεδίου ή προξένησε σημαντικής έκτασης φθορές ή βλάβες σε έννομα αγαθά τρίτων.
4. Η τέλεση των εγκλημάτων της διέγερσης (άρθρα 183-185 Π.Κ.), της διατάραξης της κοινής ειρήνης (άρθρο 189 Π.Κ.), της διατάραξης της ειρήνης των πολιτών (όρθρο 190 Π.Κ.), της καθύβρισης θρησκευμάτων (άρθρο 199 Π.Κ.), της παρακώλυσης συγκοινωνιών (άρθρο 292 Π.Κ.), της απλής, απρόκλητης και επικίνδυνης σωματικής βλάβης (άρθρα 308, 308Α και 309 Π.Κ.), της βαριάς σωματικής βλάβης (όρθρο 310 παρ. 1 Π.Κ.) της συμπλοκής (άρθρο 313 Π.Κ,), της παράνομης βίας (άρθρο 330 Π.Κ.), της απειλής (άρθρο 333 Π.Κ.), της διατάραξης οικιακής ειρήνης (άρθρο 334 Π.Κ.), της προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας (όρθρο 337 Π.Κ.), της πρόκλησης σκανδάλου με ακόλαστες πράξεις (όρθρο 353 Π.Κ.), της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας (άρθρα 381 και 382 Π.Κ.) και της εκβίασης (άρθρο 385 Π.Κ.), υπό τις προυποθέσεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, θεωρείται ιδιαίτερα επιβαρυντική περίσταση και η επιβαλλόμενη ποινή μπορεί να ξεπεράσει το ανώτατο όριο που προβλέπεται γι` αυτά στον Ποινικό Κώδικα και να φτάσει στο ανώτατο όριο του είδους της ποινής.
5. Συνιστούν επιβαρυντικές περιπτώσεις και η επιβαλλόμενη ποινή μπορεί να ξεπεράσει το ανώτατο όριο που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου ή στον Ποινικό Κώδικα και να φθάσει έως το ανώτατο όριο του είδους της ποινής:
α) το ότι ο δράστης κατά την τέλεση των πιο πάνω πράξεων χρησιμοποίησε όπλο ή κάθε άλλου είδους μέσο, ικανό και πρόσφορο να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα τρίτων,
β) το ότι από τη βαρύτητα της πράξης, τη βιαιότητα κατά την τέλεσή της, τις περιστάσεις αυξημένης επικινδυνότητας για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπων, τα αίτια που ώθησαν τον δράστη σε αυτήν και τη σοβαρή διασάλευση της δημόσιας τάξης, προκύπτει αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του σε διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον,
γ) το ότι ο δράστης εκδήλωσε ρατσιστική συμπεριφορά, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 81 Α του ΠΚ
δ) το ότι ο δράστης κατά την τέλεση των πιο πάνω πράξεων είχε καλυμμένο το πρόσωπό του κατά τρόπο ώστε να καθίσταται δυσχερής η αποκάλυψη της ταυτότητάς του.
6. `Οποιος παροτρύνει, υποκινεί, ενθαρρύνει, εκθειάζει ή διευκολύνει με οποιονδήποτε τρόπο και ιδίως δημόσια ή δια του έντυπου ή ηλεκτρονικού τύπου ή του διαδικτύου μεμονωμένα άτομα ή οργανωμένες ομάδες προσώπων για να διαπράξουν αδικήματα του παρόντος άρθρου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.
7. α. Η ποινή για τις πιο πάνω πράξεις δεν αναστέλλεται ούτε μετατρέπεται σε περίπτωση που:
(αα) Ο δράστης κατά την τέλεση των πιο πάνω πράξεων χρησιμοποίησε όπλο ή κάθε άλλου είδους μέσο, ικανό και πρόσφορο να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα τρίτων ή
(ββ) από τη βαρύτητα της πράξης, τις περιστάσεις τέλεσης της, από τα αίτια που ώθησαν τον δράστη σε αυτήν και την προσωπικότητα του προκύπτει αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του σε διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον ή
(γγ) ο δράστης επέδειξε ρατσιστική συμπεριφορά ή
(δδ) ο δράστης κατά την τέλεση των πιο πάνω πράξεων είχε καλυμμένο το πρόσωπό του κατά τρόπο ώστε να καθίσταται δυσχερής η αποκάλυψη της ταυτότητάς του.
β. Η ποινή για τις πράξεις του παρόντος άρθρου δεν μετατρέπεται σε καμία περίπτωση. Το Δικαστήριο, εφόσον αναστείλει την εκτέλεση της ποινής, ανεξαρτήτως του ύψους αυτής, διατάσσει την υποχρέωση του καταδικασθέντος να διαμένει στην κατοικία του κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, για χρονικό διάστημα ίσο με την ανασταλείσα ποινή. Η παραβίαση του συγκεκριμένου όρου συνεπάγεται την άρση της αναστολής. Σε περίπτωση δεύτερης καταδίκης για αδίκημα του παρόντος νόμου, ανεξαρτήτως του ύψους των αθροιζόμενων ποινών, δεν χορηγείται αναστολή εκτέλεσης της ποινής.
γ. Σε περίπτωση καταδίκης για τις πράξεις των παραγράφων 1, 2, 4 και 5 του παρόντος, δεν επιτρέπεται η μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας και δεν χορηγείται αναστολή εκτέλεσης της ποινής όταν:
(αα) Ο δράστης είναι υπότροπος ή τελεί κατά συνήθεια τις πιο πάνω πράξεις ή
(ββ) ο δράστης κρίνεται από τις περιστάσεις τέλεσης ως ιδιαιτέρως επικίνδυνος για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα ή την περιουσία τρίτων ή την ομαλή εκτέλεση των αθλητικών εκδηλώσεων.
8 α) Σε περίπτωση καταδίκης για πράξεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 4, το δικαστήριο επιβάλλει υποχρεωτικά και για χρονικό διάστημα ενός έως πέντε ετών στο δράστη απαγόρευση προσέλευσης και παρακολούθησης όλων των αθλητικών εκδηλώσεων συγκεκριμένου αθλήματος και δη αυτού επ΄αφορμή του οποίου διεπράχθη το συγκεκριμένο αδίκημα, ακόμη και εκείνων που διεξάγονται εκτός της Ελληνικής Επικράτειας, στις οποίες μετέχει ομάδα, σε αγώνα της οποίας ή με αφορμή αγώνα της οποίας, τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη.Το δικαστήριο μπορεί, επίσης, να απαγορεύσει την προσέλευση και παρακολούθηση και οποιασδήποτε άλλης αθλητικής εκδήλωσης, αν από τις περιστάσεις και με βάση την προσωπικότητα του δράστη κρίνει ότι αυτός είναι επικίνδυνος για την ομαλή τέλεση των αθλητικών εκδηλώσεων. Για την εκτέλεση της παρεπόμενης ποινής το δικαστήριο διατάσσει το δράστη να εμφανίζεται στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας του ή διαμονής του πριν από την έναρξη της αθλητικής συνάντησης και να παραμένει σε αυτό ή σε χώρο άμεσης εποπτείας της αστυνομικής αρχής, δύο ώρες πριν από την έναρξη της έως δύο ώρες μετά τη λήξη της. Το δικαστήριο μετά από αίτημα του κα-ταδικασθέντος προσδιορίζει στην απόφαση του το άθλημα και τις αθλητικές συναντήσεις για τις οποίες εφαρμόζεται η ανωτέρω παρεπόμενη ποινή. Αν ο καταδικασθείς παραβιάσει τους πιο πάνω όρους, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι τριών (3) μηνών, η οποία δεν μετατρέπεται σε χρηματική ούτε αναστέλλεται, και με χρηματική ποινή. Επιπλέον, αν η ανωτέρω παραβίαση συντελεστεί κατά τη διάρκεια του χρόνου αναστολής της κύριας ποινής, το αρμόδιο αστυνομικό τμήμα συντάσσει σχετική έκθεση, την οποία διαβιβάζει αμέσως στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκδοσης της καταδικαστικής απόφασης και εφαρμόζεται το άρθρο 101 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα.
β) Εάν ο δράστης κάποιας πράξης από τις αναφερόμενες στις παραγράφους 1 έως 4 είναι ανήλικος, επιβάλλεται ως αναμορφωτικό μέτρο η προβλεπόμενη στην περίπτωση α΄ απαγόρευση προσέλευσης και παρακολούθησης αθλητικών εκδηλώσεων με τους όρους και τις προϋποθέσεις που πιο πάνω ορίζονται. Εάν ο ανήλικος είναι κάτω των 16 ετών, επιβάλλεται ως αναμορφωτικό μέτρο, αντί του ανωτέρω, η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου στους γονείς, τους επιτρόπους ή τους κηδεμόνες του.
γ) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Προστασίας του Πολίτη και Πολιτισμού και Αθλητισμού ρυθμίζεται κάθε άλλη λεπτομέρεια σχετική με την εκτέλεση της πιο πάνω παρεπόμενης ποινής ή του πιο πάνω αναμορφωτικού μέτρου.
δ) Η παραβίαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την επιβολή της παρεπόμενης ποινής εκδικάζεται με την αυτόφωρη διαδικασία και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι τρεις μήνες, η οποία δεν μετατρέπεται σε χρηματική ούτε αναστέλλεται, και με χρηματική ποινή. Εφόσον η ανωτέρω παραβίαση τελείται κατά τη διάρκεια του χρόνου αναστολής της κύριας ποινής, διακόπτεται η αναστολή και η ποινή εκτίεται χωρίς δυνατότητα μετατροπής της.
9.α) Τα αδικήματα του παρόντος άρθρου διώκονται αυτεπαγγέλτως. Καθ` ύλην αρμόδιο δικαστήριο είναι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο του τόπου τέλεσής τους. Για την εκδίκαση των αδικημάτων του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται υποχρεωτικά η διαδικασία των άρθρων 418 επ. Κ.Π.Δ.. Σε κάθε περίπτωση τα αδικήματα του παρόντος άρθρου εκδικάζονται εντός τριάντα ημερών.
β) Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης και η άσκηση εφέσεως δεν αναστέλλουν την εκτέλεσή τους. Σε εξαιρετικές όμως περιπτώσεις, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να διατάξει, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 497 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, την αναστολή εκτέλεσής της κύριας ποινής που επιβλήθηκε με την πρωτόδικη απόφαση για χρονικό διάστημα που ρητά μνημονεύεται, προκειμένου ο κατηγορούμενος να καλύψει επείγουσες ανάγκες δικές του ή της οικογένειάς του. Η παρεπόμενη ποινή που επιβλήθηκε κατά την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου ουδέποτε αναστέλλεται.
γ) Ο εισαγγελέας, με διάταξη που εκδίδει πριν από την παραγγελία για την απόλυση του κατηγορουμένου, εντέλλεται προς την αστυνομική αρχή του τόπου κατοικίας ή διαμονής του την εκτέλεση της παρεπόμενης ποινής, μνημονεύοντας τη διάρκειά της ή, εάν έχει ήδη εκτιθεί τμήμα της, το υπόλοιπό της. Ο κατηγορούμενος πριν απολυθεί λαμβάνει γνώση του περιεχομένου της διάταξης.
δ) Σε περίπτωση αναβολής ή διακοπής της εκδίκασης των αδικημάτων του παρόντος άρθρου, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει ως περιοριστικό όρο την υποχρέωση εμφάνισης του κατηγορουμένου στο αστυνομικό τμήμα της κατοικίας ή διαμονής του υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις της παραγράφου 7. Η παραβίαση του περιοριστικού όρου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους, η οποία δεν αναστέλλεται και δεν μετατρέπεται σε χρηματική.
10. Η διαδικασία των άρθρων 275, 409 και 417 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δεν εφαρμόζεται για πταίσματα ή πλημμελήματα, αν η πράξη στρέφεται κατά της τιμής ή αφορά εντελώς ελαφρά ή ασήμαντη σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας και φέρεται ότι διαπράχθηκε από διαιτητή οποιουδήποτε αθλήματος ή βοηθό του κατά την εκτέλεση των σχετικών με τον αγώνα καθηκόντων τους, ή από αθλητή κατά τη συμμετοχή του σε αθλητική συνάντηση.
11. Για τις αξιόποινες πράξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 253 Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας περί ειδικών ανακριτικών πράξεων και οι διατάξεις για την προστασία μαρτύρων του άρθρου 9 του ν. 2928/2001.