1. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος θεσπίζει τα απαραίτητα νομοθετικά ή άλλα μέτρα για την καθιέρωση της δικαιοδοσίας για τα αδικήματα των άρθρων 15-17 της σύμβασης αυτής, όταν το αδίκημα διαπράττεται:
α. στην επικράτειά του ή
β. επί πλοίου που φέρει τη σημαία του ή
γ. σε αεροσκάφος νηολογημένο βάσει της νομοθεσίας του ή
δ. από υπήκοό του ή από άτομο που έχει τη συνήθη διαμονή του στην επικράτειά του.
2. Κάθε κράτος ή η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί, κατά το χρόνο της υπογραφής ή κατάθεσης της πράξης κύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης με δήλωση που απευθύνεται στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης να δηλώσει ότι διατηρεί το δικαίωμα να μην εφαρμόσει ή να εφαρμόσει σε συγκεκριμένες μόνον περιπτώσεις τους κανόνες για τη δικαιοδοσία της παραγράφου 1 εδάφιο δ του άρθρου αυτού.
3. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος λαμβάνει τα απαραίτητα νομοθετικά ή άλλα μέτρα τα οποία είναι απαραίτητα για την καθιέρωση της δικαιοδοσίας για τα αδικήματα των άρθρων 15-17 της σύμβασης αυτής για τις περιπτώσεις που ο φερόμενος ως υπαίτιος ευρίσκεται στην επικράτειά του και δεν μπορεί να εκδοθεί σε άλλο συμβαλλόμενο μέρος με βάση την εθνικότητά του/της.
4. Όταν περισσότερα του ενός συμβαλλόμενα μέρη ισχυρίζονται ότι έχουν δικαιοδοσία για τον φερόμενο υπαίτιο που αναφέρεται στα άρθρα 15-17 της σύμβασης αυτής , τα συμβαλλόμενα μέρη , όπου αυτό απαιτείται, θα διαβουλευτούν μεταξύ τους με σκοπό τον καθορισμό της πλέον αρμόζουσας δικαιοδοσίας αναφορικά με την ποινική δίωξη.
5. Με την επιφύλαξη των γενικών κανόνων του διεθνούς δικαίου, δεν εξαιρείται από τη σύμβαση αυτή οποιαδήποτε ποινική, αστική και διοικητική δικαιοδοσία που ασκείται από συμβαλλόμενο μέρος σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο.