Στο άρθρο 41Η του ν. 2725/1999 (Α΄121) τροποποιούνται οι παρ. 1 και 6 και το άρθρο διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 41Η
Περιοριστικοί όροι σε βάρος κατηγορουμένων για αδικήματα αθλητικής βίας
1. Κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης και όσο διαρκεί η προδικασία, αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για κάποιο από τα αδικήματα αθλητικής βίας που προβλέπονται στον παρόντα, ο κατά τόπο αρμόδιος εισαγγελέας πλημμελειοδικών με διάταξή του επιβάλλει στον κατηγορούμενο έναν ή περισσότερους περιοριστικούς όρους, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος διάπραξης νέων αδικημάτων.
2. Περιοριστικοί όροι που επιβάλλονται, σύμφωνα με την παράγραφο 1, είναι ιδίως:
(α) η απαγόρευση εισόδου σε μία ή περισσότερες αθλητικές εγκαταστάσεις, ενός ή περισσότερων αθλημάτων, κατά τη διάρκεια προπονήσεων ή και αγώνων,
(β) η απαγόρευση εισόδου σε αθλητικές εγκαταστάσεις στις οποίες προπονείται ή αγωνίζεται συγκεκριμένη ομάδα αθλητικού σωματείου, Τ.Α.Α. ή Α.Α.Ε.,
(γ) η υποχρέωση εμφάνισης του κατηγορουμένου στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας του μέχρι και δύο (2) ώρες πριν από την έναρξη αγώνων στους οποίες συμμετέχει συγκεκριμένη ομάδα αθλητικού σωματείου, Τ.Α.Α. ή Α.Α.Ε. και η παραμονή του εκεί μέχρι και δύο (2) ώρες μετά τη λήξη τους.
3. Η εισαγγελική διάταξη της παρ. 1 κοινοποιείται στον κατηγορούμενο, στην αρμόδια αστυνομική αρχή και στους κατά περίπτωση ενδιαφερόμενους, αθλητική ομοσπονδία, διοργανώτρια των αγώνων αρχή, αθλητικό σωματείο, Τ.Α.Α. ή Α.Α.Ε., για να λάβουν γνώση και να μεριμνήσουν για την εκτέλεσή της. Η ισχύς των περιοριστικών όρων αρχίζει από την κοινοποίηση στον κατηγορούμενο της διάταξης της παρ. 1 και παύει αυτοδικαίως με την άρση ή αντικατάστασή τους σύμφωνα με τις παρ. 4 και 5 ή με την περάτωση της ποινικής δίκης κατά το άρθρο 370 ΚΠΔ.
4. Ο κατηγορούμενος μπορεί να προσφύγει στο συμβούλιο πλημμελειοδικών κατά της διάταξης του εισαγγελέα που του έχει επιβάλει περιοριστικούς όρους, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) ημερών από την επίδοση της διάταξης σε αυτόν. Για την προσφυγή συντάσσεται έκθεση από το γραμματέα της εισαγγελίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη διάταξη. Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο πιο πάνω γραμματέας. Αν δεν κατατεθεί το παράβολο, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Η προσφυγή διαβιβάζεται στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και εισάγεται από αυτόν, χωρίς χρονοτριβή, μαζί με την πρότασή του στο συμβούλιο, το οποίο και αποφασίζει αμετάκλητα. Η προσφυγή και η προθεσμία για την άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της διάταξης του εισαγγελέα. Αν η προσφυγή γίνει δεκτή διατάσσεται η επιστροφή του παραβόλου σε εκείνον που το κατέθεσε, άλλως, αν η προσφυγή απορριφθεί, διατάσσεται η εισαγωγή του στο δημόσιο ταμείο.
5. Μέχρι την περάτωση της ποινικής δίκης κατά το άρθρο 370 ΚΠΔ, ο κατηγορούμενος σε βάρος του οποίου έχουν επιβληθεί περιοριστικοί όροι σύμφωνα με το παρόν, έχει δικαίωμα να υποβάλει αίτηση για την άρση των όρων αυτών ή την αντικατάστασή τους με άλλους, στην οποία πρέπει να αναφέρει με σαφήνεια και πληρότητα τους λόγους για τους οποίους επιβάλλεται η άρση ή αντικατάσταση. Η αίτηση υποβάλλεται στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών που διέταξε τους περιοριστικούς όρους μέχρι την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, με κλητήριο θέσπισμα ή απευθείας κλήση, και μετά από την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, στο ποινικό δικαστήριο στο οποίο εισήχθη. Επί ποινή απαραδέκτου, ο κατηγορούμενος οφείλει να καταθέσει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ύψους διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, το οποίο επισυνάπτεται στη σχετική αίτηση. Η υποβολή της αίτησης δεν αναστέλλει την εκτέλεση των περιοριστικών όρων. Ο αρμόδιος εισαγγελέας πλημμελειοδικών ή το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο αποφαίνονται αμετάκλητα. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, διατάσσεται η επιστροφή του παραβόλου σε εκείνον που το κατέθεσε, άλλως, αν η αίτηση απορριφθεί, διατάσσεται η εισαγωγή του στο δημόσιο ταμείο.
6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης μπορεί να αναπροσαρμόζεται το ύψος των παραβόλων των παρ. 4 και 5.
7. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και για ανήλικο κατηγορούμενο που έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο (15ο) έτος της ηλικίας του. Στην περίπτωση αυτή η εισαγγελική διάταξη της παρ. 1 κοινοποιείται και στους ασκούντες την επιμέλεια του ανηλίκου γονείς ή επιτρόπους ή κηδεμόνες του.».