Το άρθρο 77 του ν. 2725/1999 (Α΄ 121) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 77
Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού
1. Συστήνεται Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού («Επιτροπή»), οι αρμοδιότητες της οποίας ορίζονται ιδίως στο άρθρο 77Α. Για τις διεθνείς σχέσεις, η επωνυμία της Επιτροπής αποδίδεται στην αγγλική γλώσσα ως «Professional Sports Committee (P.S.C.)».
2. Η Επιτροπή δεν υπόκειται σε εποπτεία και οποιονδήποτε έλεγχο νομιμότητας ή σκοπιμότητας από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, τον Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού ή από οποιοδήποτε άλλο όργανο της Κυβέρνησης. Τα μέλη της Επιτροπής απολαμβάνουν πλήρους προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, υποχρεούνται να τηρούν απόλυτη εχεμύθεια για τις εμπιστευτικές πληροφορίες, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και για κάθε στοιχείο που περιέρχεται σε γνώση τους και δεν υπόκειται σε δημοσιότητα. Τα μέλη της Επιτροπής δεν εξετάζονται, δεν διώκονται, ούτε υπέχουν αστική ευθύνη έναντι οιουδήποτε τρίτου, για γνώμη που διατύπωσαν ή για πράξεις ή παραλείψεις που διενήργησαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Κατ’ εξαίρεση διώκονται μόνο για συκοφαντική δυσφήμηση (363 Π.Κ.), παράβαση καθήκοντος (259 Π.Κ.) και παραβίαση του υπηρεσιακού απορρήτου (252 Π.Κ.). Έναντι του Ελληνικού Δημοσίου ευθύνονται μόνον για πράξεις ή παραλείψεις που τελέστηκαν με δόλο. Το άρθρο 101 του ν. 4622/2019 (Α΄ 133) περί νομικής υπεράσπισης εφαρμόζεται αναλόγως. Η Γενική Γραμματεία Αθλητισμού διαθέτει το αναγκαίο προσωπικό για τη γραμματειακή και τη διοικητική υποστήριξη του έργου της Επιτροπής, καθώς και χώρο για τη στέγασή της.
3. Για την εκπλήρωση των σκοπών της, η Επιτροπή καταρτίζει ετήσιο προϋπολογισμό και τον υποβάλλει προς έγκριση στο αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Οι δαπάνες λειτουργίας της Επιτροπής βαρύνoυν τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, κατ` εφαρμογή των άρθρων 49 και 53.
4. Η Επιτροπή είναι επταμελής με ισάριθμα αναπληρωματικά μέλη, τα οποία έχουν όμοιες ιδιότητες και προσόντα με τα τακτικά μέλη και διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κατόπιν γνώμης της Βουλής των Ελλήνων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής. Ως μέλη, τακτικά και αναπληρωματικά, της Επιτροπής ορίζονται:
α) ένας (1) συνταξιούχος ανώτατος ή ανώτερος δικαστικός λειτουργός, ως πρόεδρος, με τον αναπληρωτή του,
β) ένας (1) ομότιμος ή εν ενεργεία καθηγητής, πρώτης βαθμίδας ή αναπληρωτής, ή επίκουρος, Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, στο γνωστικό αντικείμενο της οργάνωσης και διαχείρισης αθλητικών οργανισμών ή οποιουδήποτε κλάδου του εμπορικού ή δημοσίου δικαίου, με τον αναπληρωτή του, ως αντιπρόεδρος,
γ) ένας (1) δικηγόρος παρ΄ Αρείω Πάγω με εξειδίκευση ή εμπειρία σε θέματα δικαίου εταιρειών, με τον αναπληρωτή του,
δ) ένας (1) δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω με εξειδίκευση ή εμπειρία σε θέματα αθλητικού δικαίου, με τον αναπληρωτή του,
ε) ένας (1) πτυχιούχος Α.Ε.Ι. οικονομικής κατεύθυνσης, κάτοχος άδειας άσκησης επαγγέλματος οικονομολόγου του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, με τον αναπληρωτή του,
στ) δύο (2) πρόσωπα αναγνωρισμένου κύρους με επιστημονική κατάρτιση ή εμπειρία στον χώρο του αθλητισμού, με τους αναπληρωτές τους.
Ο πρόεδρος, ο αντιπρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής, με τους αναπληρωτές τους, διορίζονται για θητεία τεσσάρων (4) ετών. Το ίδιο πρόσωπο δεν επιτρέπεται να οριστεί μέλος της Επιτροπής, υπό οποιαδήποτε ιδιότητα, για περισσότερες από δύο (2), διαδοχικές ή μη, πλήρεις θητείες.
Οι αναπληρωτές του προέδρου, του αντιπροέδρου και των μελών μετέχουν χωρίς δικαίωμα ψήφου στις συνεδριάσεις της Επιτροπής, εφόσον δεν αναπληρώνουν τα αντίστοιχα τακτικά μέλη, όταν αυτά απουσιάζουν προσωρινά ή κωλύονται. Με απόφασή του ο πρόεδρος της Επιτροπής μπορεί να αναθέτει ειδικά καθήκοντα στα αναπληρωματικά μέλη, τα οποία σε αυτή την περίπτωση μετέχουν στη συνεδρίαση με ψήφο, ανεξάρτητα από την παράλληλη παρουσία των τακτικών μελών. Η θητεία κάθε αναπληρωματικού μέλους είναι ίση με τη θητεία του αντίστοιχου τακτικού.
5. Δεν επιτρέπεται να ορισθεί μέλος της Επιτροπής:
α) όποιος είναι ή έχει διατελέσει κατά την τελευταία, πριν από τον διορισμό του πενταετία, Βουλευτής, Υπουργός, Υφυπουργός ή Γενικός Γραμματέας,
β) όποιος είναι ή έχει διατελέσει, κατά την τελευταία πριν από τον διορισμό του πενταετία, μέλος ή όργανο διοίκησης αθλητικού σωματείου που ίδρυσε Ανώνυμη Αθλητική Εταιρία (Α.Α.Ε.) ή Τμήμα Αμειβόμενων Αθλητών (Τ.Α.Α.), καθώς και μέτοχος, μέλος Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.), διευθυντής, διαχειριστής ή νομικός σύμβουλος σε Α.Α.Ε. ή Τ.Α.Α., ή σε εθνική αθλητική ομοσπονδία που καλλιεργεί επαγγελματικά οργανωμένο άθλημα, ή σε ένωση Α.Α.Ε., ή σωματείων που διατηρούν Τ.Α.Α. (επαγγελματικοί σύνδεσμοι Α.Α.Ε. ή Τ.Α.Α.). Επίσης δεν δύναται να ορισθεί μέλος όποιος συνδέεται ή κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα συνδεόταν με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, έργου, παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών ή εντολής, με ιδρυτικό σωματείο Α.Α.Ε., ή Α.Α.Ε., ή Τ.Α.Α., ή εθνική αθλητική ομοσπονδία που καλλιεργεί επαγγελματικά οργανωμένο άθλημα, ή επαγγελματικό σύνδεσμο Α.Α.Ε., ή Τ.Α.Α.. Το κώλυμα της παρούσας συντρέχει και για τον ομόρρυθμο εταίρο ομόρρυθμης εταιρίας (Ο.Ε.) ή ετερόρρυθμης εταιρίας (Ε.Ε.), τον διαχειριστή εταιρίας περιορισμένης ευθύνης (Ε.Π.Ε.) ή ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας (Ι.Κ.Ε.), τον διευθύνοντα σύμβουλο ή το μέλος Δ.Σ. ανώνυμης εταιρείας (Α.Ε.) και τον εταίρο ή μέτοχο εταιρείας, οποιασδήποτε εταιρικής μορφής, ο οποίος έχει ποσοστό συμμετοχής μεγαλύτερο του δεκαπέντε τοις εκατό (15 %), εφόσον η εταιρεία συνδέεται ή κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα συνδεόταν με σύμβαση χορηγίας, εμπορικής συνεργασίας οποιασδήποτε μορφής, παροχής υπηρεσιών ή έργου με ιδρυτικό σωματείο Α.Α.Ε., ή Α.Α.Ε., ή Τ.Α.Α., ή με εθνική αθλητική ομοσπονδία που καλλιεργεί επαγγελματικά οργανωμένο άθλημα ή με επαγγελματικό σύνδεσμο Α.Α.Ε. ή Τ.Α.Α.,
γ) πρόσωπο στο οποίο συντρέχει κώλυμα από τα αναφερόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 3 και του άρθρου 9 του ν. 3528/2007 (Α’ 26), καθώς και όποιος έχει παραπεμφθεί στο δικαστήριο με κλητήριο θέσπισμα ή με αμετάκλητο βούλευμα, έως ότου εκδοθεί απαλλακτική απόφαση, ή έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για απιστία δικηγόρου (233 Π.Κ.), παράβαση καθήκοντος (259 Π.Κ.), συκοφαντική δυσφήμηση (363 Π.Κ.), δωροδοκία – δωροληψία για αλλοίωση αποτελέσματος αγώνα κατ’ άρθρο 132, παράνομο στοιχηματισμό (άρθρο 52 ν. 4002/2011-Α΄180), νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και εγκληματική οργάνωση (187 Π.Κ.). Σε περίπτωση παύσης της ποινικής δίωξης υπό όρους με νόμο, το κώλυμα αίρεται υπό τους ίδιους όρους υπό τους οποίους έπαυσε η ποινική δίωξη,
δ) όποιος είναι ή έχει διατελέσει κατά το τελευταίο, πριν από τον διορισμό του, έτος, διαιτητής, προπονητής, αθλητής επαγγελματικά οργανωμένου αθλήματος και αθλητικός διαμεσολαβητής («manager»). Ως διαιτητής θεωρείται και ο βοηθός διαιτητή, ο επόπτης, ο κριτής και ο παρατηρητής, καθώς και όποιος, με οποιονδήποτε τρόπο, ασκεί ή συμμετέχει, με οποιαδήποτε ιδιότητα, στην άσκηση διαιτητικού έργου,
ε) όποιος είναι ή έχει διατελέσει, κατά την τελευταία πριν από τον διορισμό του πενταετία, μέλος, εταίρος, μέτοχος, διαχειριστής, μέλος Δ.Σ., νόμιμος εκπρόσωπος, διευθύνων ή εντεταλμένος σύμβουλος εμπορικής εταιρείας, οποιασδήποτε νομικής μορφής, που παρέχει, φυσικά ή διαδικτυακά, υπηρεσίες προγνωστικών ή στοιχημάτων για αγώνες επαγγελματικά οργανωμένου αθλήματος.
στ) οι σύζυγοι και οι συγγενείς εξ αίματος, σε ευθεία ή πλάγια γραμμή, μέχρι τρίτου βαθμού των προσώπων των ανωτέρω περιπτώσεων.
6. Τα μέλη της Επιτροπής υποχρεούνται να γνωστοποιούν αμέσως στον πρόεδρό της κάθε κώλυμα ή ασυμβίβαστο της παρ. 5 που συντρέχει στο πρόσωπό τους. Αν το κώλυμα ή το ασυμβίβαστο συντρέχει στο πρόσωπο του προέδρου, ο τελευταίος υποχρεούται να το γνωστοποιήσει αμέσως στον αντιπρόεδρο και στον αρμόδιο για τον αθλητισμό Υπουργό.
7. Για την ύπαρξη ή μη κωλύματος ή ασυμβίβαστου αποφαίνεται η Επιτροπή, κατόπιν προηγούμενης ακρόασης του φερόμενου ως κωλυόμενου μέλους. Η Επιτροπή, προκειμένου να αποφασίσει, συνεδριάζει ύστερα από πρόσκληση του προέδρου ή, αν το κώλυμα ή ασυμβίβαστο φέρεται να συντρέχει στο πρόσωπο του προέδρου, κατόπιν πρόσκλησης του αντιπροέδρου και σε κάθε περίπτωση κατόπιν πρόσκλησης του αρμόδιου για τον αθλητισμό Υπουργού. Εάν πρόκειται για τακτικό μέλος, στη συνεδρίαση μετέχει με δικαίωμα ψήφου και ο αναπληρωτής του. Η απόφαση της Επιτροπής αιτιολογείται ειδικά και κοινοποιείται στον αρμόδιο για τον αθλητισμό Υπουργό μέσα σε τρεις (3) ημέρες από τη λήψη της. Αν η Επιτροπή αποφασίσει ότι στο πρόσωπο μέλους της συντρέχει κάποιο από τα κωλύματα ή ασυμβίβαστα της παρ. 5, το μέλος αυτό εκπίπτει αυτοδικαίως από τη θέση του. Η διαπιστωτική πράξη της έκπτωσης εκδίδεται από το αρμόδιο, σύμφωνα με το άρθρο 109 του ν. 4622/2019 (Α` 133), όργανο της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών αφότου έλαβε γνώση της απόφασης της Επιτροπής.
8. Τα μέλη της Επιτροπής υποβάλλουν, κάθε έτος, δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης, σύμφωνα με τα άρθρα 1 έως 3 του ν. 3213/2003 (Α’ 309).
9. Με κοινή απόφαση του αρμόδιου για τον αθλητισμό Υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται, κατά παρέκκλιση του άρθρου 21 του ν. 4354/2015 (Α΄ 176), η μηνιαία ή ανά συνεδρίαση αποζημίωση που καταβάλλεται στα μέλη της Επιτροπής, καθώς και στους αναπληρωτές τους. Με τον ίδιο τρόπο ρυθμίζεται και οποιοδήποτε θέμα αμοιβών και αποζημιώσεων των προσώπων που καθ` οιονδήποτε τρόπο απασχολεί η Επιτροπή σύμφωνα με την παρ. 11.
10. Με κανονισμό που καταρτίζεται από την Επιτροπή και εγκρίνεται από τον αρμόδιο για τον αθλητισμό Υπουργό, καθορίζονται τα θέματα της εσωτερικής της λειτουργίας. Στον κανονισμό δύναται να προβλεφθεί η συγκρότηση τμήματος ελεγκτών, ως ιδιαίτερης υπηρεσιακής μονάδας της Επιτροπής.
11. Η Επιτροπή μπορεί να αναθέτει σε εξωτερικούς συνεργάτες ή τεχνικούς συμβούλους τη διεκπεραίωση συγκεκριμένων υποθέσεων.
12. Με απόφαση των αρμόδιων οργάνων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργείου, ύστερα από γνώμη της Επιτροπής και των αρμόδιων οργάνων του φορέα προέλευσης, επιτρέπεται να αποσπώνται στην Επιτροπή μόνιμοι υπάλληλοι του Δημοσίου ή υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που υπηρετούν σε εποπτευόμενους από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού φορείς ή φορείς του κεντρικού και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, καθώς και της Γενικής Κυβέρνησης. Με την επιφύλαξη του τρίτου εδαφίου της παρούσας, η απόσπαση πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 12 του ν. 4440/2016 (Α` 224) και τις σχετικές εγκυκλίους του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ), ύστερα από αίτηση του υπαλλήλου. Η απόσπαση μπορεί να διαρκεί έως τρία (3) έτη και να παρατείνεται, μετά από αίτηση του υπαλλήλου, για δύο (2) ακόμη τριετίες. Η απόσπαση διακόπτεται με απόφαση των αρμόδιων οργάνων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργείου, ύστερα από γνώμη της Επιτροπής, αν εκλείψουν οι λόγοι που επέβαλαν την απόσπαση ή κατόπιν αίτησης του αποσπασμένου υπαλλήλου. Η μισθοδοσία του αποσπώμενου υπαλλήλου βαρύνει την υπηρεσία υποδοχής. Ο χρόνος απόσπασης θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στην οργανική θέση του υπαλλήλου.».