Στο άρθρο 35 του ν. 2121/1993 (Α’ 25), περί των ρυθμίσεων για τη ραδιοφωνική και τηλεοπτική μετάδοση, επέρχονται οι εξής τροποποιήσεις: α) οι παρ. 4 έως 8 αντικαθίστανται, β) προστίθεται παρ. 9, και το άρθρο 35 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 35
Ρυθμίσεις για τη ραδιοφωνική και τηλεοπτική
μετάδοση
1. Εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία σε περίπτωση επανάληψης της μετάδοσης ενός έργου από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση δεν χρειάζεται άλλη συναίνεση του δημιουργού πέρα από την αρχική, ο ραδιοτηλεοπτικός όμως οργανισμός υποχρεούται να καταβάλει πρόσθετη αμοιβή στο δημιουργό που ορίζεται για την πρώτη επανάληψη σε ποσοστό τουλάχιστον 50% του ποσού που αρχικά συμφωνήθηκε και για κάθε επόμενη σε ποσοστό 20%. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν ισχύει στις σχέσεις των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης με τους χρήστες που ρυθμίζονται στο άρθρο 56 του παρόντος νόμου.
2. Η σύμβαση ραδιοφωνικής ή τηλεοπτικής μετάδοσης, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, δεν δίνει στον αντισυμβαλλόμενο ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό την εξουσία να επιτρέψει σε τρίτους τη μετάδοση ή αναμετάδοση του έργου στο κοινό με ηλεκτρομαγνητικά κύματα ή με υλικούς αγωγούς ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, παραλλήλως προς την επιφάνεια της γης ή μέσω δορυφόρων.
3. Η παρουσίαση έργου στο κοινό μέσω δορυφόρου συντελείται αποκλειστικά στο Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο έδαφος του οποίου, κάτω από τον έλεγχο και την ευθύνη του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού, τα σήματα που περιέχουν προγράμματα εισάγονται σε μια αδιάκοπη αλυσίδα μετάδοσης προς το δορυφόρο και από εκεί προς το έδαφος. Εάν τα σήματα που περιέχουν προγράμματα έχουν κωδικοποιημένη μορφή, τότε υπάρχει παρουσίαση στο κοινό μέσω δορυφόρου, εφόσον τίθενται στη διάθεση του κοινού από το ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό ή με τη συγκατάθεσή του τα μέσα για την αποκωδικοποίηση του προγράμματος. Σε περίπτωση που η παρουσίαση στο κοινό μέσω δορυφόρου τελείται σε μη κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο δεν παρέχει επίπεδο προστασίας που προβλέπεται δυνάμει του νόμου αυτού, όπως τροποποιείται με τον παρόντα νόμο, ισχύουν τα εξής: i) εάν τα σήματα που περιέχουν προγράμματα εκπέμπονται στο δορυφόρο από σταθμό μετάδοσης προς δορυφόρο που ευρίσκεται σε ένα Κράτος-Μέλος, η πράξη παρουσίασης στο κοινά μέσω δορυφόρου θεωρείται ότι έχει τελεστεί στο εν λόγω Κράτος-Μέλος και τα δικαιώματα μπορούν να ασκηθούν κατά του προσώπου που θέτει σε λειτουργία το σταθμό μετάδοσης προς δορυφόρο, ii) εάν δεν χρησιμοποιείται σταθμός μετάδοσης προς δορυφόρο που ευρίσκεται σε Κράτος-Μέλος, αλλά την πράξη παρουσίασης στο κοινό μέσω δορυφόρου την έχει αναθέσει ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός εγκατεστημένος σε Κράτος-Μέλος, η πράξη αναθεωρείται ότι έχει τελεστεί στο Κράτος-Μέλος στο οποίο ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός έχει την κύρια εγκατάστασή του στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα δικαιώματα μπορούν να ασκηθούν κατά του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού. Ως παρουσίαση στο κοινό μέσω δορυφόρου θεωρείται η πράξη της εισαγωγής, κάτω από τον έλεγχο και με ευθύνη του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού, των σημάτων που περιέχουν προγράμματα τα οποία προορίζονται για λήψη από το κοινό σε μια αδιάκοπη αλυσίδα μετάδοσης προς το δορυφόρο και από εκεί προς το έδαφος. Η άδεια για την παρουσίαση έργου στο κοινό μέσω δορυφόρου αποκτάται μόνο με συμφωνία.
4. Η καλωδιακή αναμετάδοση εκπομπών από άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ελλάδα γίνεται, όσον αφορά την πνευματική ιδιοκτησία, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον νόμο αυτόν και βάσει ατομικών ή συλλογικών συμβάσεων μεταξύ των δημιουργών και των επιχειρήσεων εκμετάλλευσης καλωδιακών δικτύων. Ως «καλωδιακή αναμετάδοση» θεωρείται η ταυτόχρονη, χωρίς αλλοιώσεις και περικοπές, αναμετάδοση, μέσω συστημάτων καλωδίων ή μικροκυμάτων με σκοπό τη λήψη από το κοινό αρχικής μετάδοσης από άλλο κράτος μέλος, ενσύρματης ή ασύρματης, συμπεριλαμβανομένης της δορυφορικής μετάδοσης τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών προγραμμάτων που προορίζονται για λήψη από το κοινό, ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο ο φορέας παροχής της υπηρεσίας καλωδιακής αναμετάδοσης λαμβάνει τα σήματα που περιέχουν προγράμματα από τον ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό για τον σκοπό της αναμετάδοσης.
5. Ως «αναμετάδοση» νοείται κάθε ταυτόχρονη, χωρίς αλλοιώσεις και περικοπές, αναμετάδοση, εκτός της καλωδιακής αναμετάδοσης όπως αυτή ορίζεται στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 4, που προορίζεται για τη λήψη από το κοινό της αρχικής μετάδοσης από άλλο κράτος μέλος τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών προγραμμάτων, τα οποία προορίζονται για λήψη από το κοινό, όπου μία τέτοιου είδους αρχική μετάδοση πραγματοποιείται ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, συμπεριλαμβανομένης της δορυφορικής μετάδοσης, αλλά όχι της επιγραμμικής μετάδοσης, υπό τις προϋποθέσεις ότι:
α) η αναμετάδοση πραγματοποιείται από φορέα διαφορετικό από τον ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό που πραγματοποίησε την αρχική μετάδοση ή υπό τον έλεγχο και την ευθύνη του οποίου πραγματοποιήθηκε αυτή η αρχική μετάδοση, ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο ο φορέας που πραγματοποιεί την αναμετάδοση λαμβάνει τα σήματα τα οποία περιέχουν προγράμματα από τον ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό για τον σκοπό της αναμετάδοσης, και
β) όταν η αναμετάδοση γίνεται μέσω υπηρεσίας πρόσβασης στο διαδίκτυο, όπως αυτή ορίζεται στο σημείο 2 του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2120 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015 για τη θέσπιση μέτρων σχετικά με την πρόσβαση στο ανοικτό διαδίκτυο και την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/22/ΕΚ για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών και του Κανονισμού (ΕΕ) 531/2012 για την περιαγωγή σε δημόσια δίκτυα κινητών επικοινωνιών εντός της Ένωσης (L 310), αυτή διεξάγεται σε ελεγχόμενο περιβάλλον. Ως «ελεγχόμενο περιβάλλον» νοείται το περιβάλλον στο οποίο ένας φορέας εκμετάλλευσης υπηρεσιών αναμετάδοσης παρέχει σε εξουσιοδοτημένους χρήστες ασφαλή αναμετάδοση, η οποία παρέχει επίπεδο ασφαλείας, το οποίο μπορεί να συγκριθεί με περιβάλλον όπου μόνο οι εξουσιοδοτημένοι χρήστες μπορούν να έχουν πρόσβαση στις αναμεταδόσεις και το παρεχόμενο επίπεδο ασφάλειας του περιεχομένου μπορεί να συγκριθεί με το επίπεδο ασφάλειας για το περιεχόμενο που μεταδίδεται μέσω διαχειριζόμενων δικτύων, όπως τα καλωδιακά δίκτυα ή τα δίκτυα κλειστού κυκλώματος βάσει πρωτοκόλλων διαδικτύου, στα οποία το περιεχόμενο που αναμεταδίδεται είναι κρυπτογραφημένο.
6. Οι κατά τις παρ. 4 και 5 πράξεις αναμετάδοσης τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών προγραμμάτων υπόκεινται σε άδεια από τους δικαιούχους των αντίστοιχων αποκλειστικών δικαιωμάτων ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης και παρουσίασης στο κοινό. Το δικαίωμα των δικαιούχων, που δεν είναι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί, να παρέχουν άδεια ή να αρνούνται την παροχή άδειας αναμετάδοσης μπορεί να ασκείται μόνο μέσω οργανισμών συλλογικής διαχείρισης.
7. Όταν στην περίπτωση του δεύτερου εδαφίου της παρ. 6, ο δικαιούχος δεν έχει αναθέσει τη διαχείριση του δικαιώματος αναμετάδοσης σε οργανισμό συλλογικής διαχείρισης, ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης που διαχειρίζεται δικαιώματα της ίδιας κατηγορίας θεωρείται ότι έχει το δικαίωμα να παρέχει άδεια ή να αρνείται την παροχή άδειας για αναμετάδοση γι’ αυτόν τον δικαιούχο. Στην περίπτωση αυτή, όταν περισσότεροι από ένας οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης διαχειρίζονται δικαιώματα της ίδιας κατηγορίας, o δικαιούχος είναι ελεύθερος να επιλέξει μεταξύ τους τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης, τον οποίον εξουσιοδοτεί να διαχειρίζεται το δικαίωμα αναμετάδοσης. Αν δεν το πράξει, τότε αυτοί θεωρείται ότι έχουν από κοινού το δικαίωμα να παρέχουν ή να αρνούνται την παροχή άδειας για αναμετάδοση. Ο ως άνω δικαιούχος έχει τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις, που απορρέουν από συμφωνία μεταξύ φορέα εκμετάλλευσης υπηρεσιών αναμετάδοσης και οργανισμού ή οργανισμών συλλογικής διαχείρισης ενεργούντων σύμφωνα με τα προηγούμενα εδάφια, με τους δικαιούχους, οι οποίοι έχουν αναθέσει τη διαχείριση στον οργανισμό ή τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης, και μπορεί να επικαλεσθεί τα δικαιώματα αυτά μέσα σε διάστημα τριών (3) ετών από την ημερομηνία της αναμετάδοσης που περιλαμβάνει το έργο του ή άλλο αντικείμενο προστασίας.
8. Οι παρ. 6 και 7 δεν εφαρμόζονται στα δικαιώματα αναμετάδοσης που ασκούνται από ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό, όσον αφορά τις δικές του μεταδόσεις, ανεξάρτητα από το εάν τα σχετικά δικαιώματα είναι δικά του ή του έχουν μεταβιβαστεί από άλλους δικαιούχους. Οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί και οι φορείς παροχής υπηρεσιών αναμετάδοσης διεξάγουν διαπραγματεύσεις αναφορικά με την παροχή άδειας αναμετάδοσης με καλή πίστη.
9. Όταν δεν έχει συναφθεί καμία συμφωνία μεταξύ του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης και του φορέα εκμετάλλευσης υπηρεσιών αναμετάδοσης ή μεταξύ του φορέα εκμετάλλευσης υπηρεσιών αναμετάδοσης και του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού, σχετικά με την παροχή άδειας για την αναμετάδοση ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής κατά τις παρ. 4 και 5, οποιοδήποτε από τα ενδιαφερόμενα μέρη έχει τη δυνατότητα να ζητεί τη συνδρομή ενός ή περισσότερων μεσολαβητών που επιλέγει από πίνακα ανεξάρτητων και αμερόληπτων μεσολαβητών, τον οποίο καταρτίζει ο Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας (ΟΠΙ) κάθε δύο χρόνια. Ο ΟΠΙ μπορεί να ζητά τη γνώμη των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης και των επιχειρήσεων εκμετάλλευσης καλωδιακών δικτύων για την κατάρτιση του ως άνω πίνακα. Οι μεσολαβητές βοηθούν στις διαπραγματεύσεις και δύνανται να υποβάλλουν προτάσεις προς τα μέρη. Θεωρείται ότι όλα τα μέρη αποδέχονται την πρόταση του προηγούμενου εδαφίου, εάν κανένα από αυτά δεν προβάλλει αντιρρήσεις μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την κοινοποίηση της πρότασης.».