• Η Π.Ο.Σ.Ε.Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. διαχρονικά μέσω των Συνεδρίων της, καθώς και αποφάσεων του Δ.Σ., έχει επισημάνει τα άλυτα προβλήματα του Ελληνικού Κτηματολογίου μέχρι σήμερα όπως: • Το φαινόμενο της υποστελέχωσης αλλά και της εγκατάλειψης, αφού ο όγκος εργασιών αυξάνει εκθετικά μετά τις συνεχείς εισροές καταργούμενων Υποθηκοφυλακείων. Επιπροσθέτως τα έμπειρα και ικανά στελέχη αποχωρούν μαζικά, χωρίς να αναπληρώνονται με νέα. • Υποστελέχωση σε κάθε Τμήμα και κάθε Διεύθυνση στην κεντρική Υπηρεσία αποδιοργανώνει την διαλειτουργικότητα του συνόλου του Κτηματολογίου. • Συστηματική απαξίωση προσπαθειών του προσωπικού και ταυτόχρονα αυτονόητα ζητήματα που είναι απαραίτητα για την εύρυθμη και ομαλή λειτουργία του Φορέα και των εργαζομένων του, αποτελούν ζητούμενο. • Ελλείψεις, υλικοτεχνική υποδομή κατεστραμμένη ή χωρίς τη μέριμνα συντήρησης της π.χ. τηλεφωνικά κέντρα, υπολογιστές, εκτυπωτές, γραφική ύλη σε έλλειψη, γενούν τεράστια ερωτήματα για τη σκοπιμότητα τους. Τα παραπάνω άλυτα (?) προβλήματα, έχουν ως αποτέλεσμα την εξαγρίωση των πολιτών και επαγγελματιών που συνωστίζονται λόγω των ελλείψεων. Γεννιούνται λοιπόν σοβαρά ερωτήματα για την σκοπιμότητα, όπως φαίνεται, όλων όσων έχουν την ευθύνη του φορέα. Δηλαδή αυτό που ζητούν οι εργαζόμενοι για να λειτουργήσει το Κτηματολόγιο προς όφελος του φορέα και των συναλλασσόμενων απαξιώνετε ή θεωρείται από την διοίκηση παράπτωμα. Εμείς μεν από την πλευρά μας ως Ομοσπονδία λέμε ότι οι ενέργειες των εργαζομένων κινούνται στα πλαίσια τόσο του κώδικα των δημοσίων υπαλλήλων, όσο και στο επίπεδο των αναφαίρετων επαγγελματικών δικαιωμάτων τους. Το Υπουργείο δε, απαιτεί με αυτές τις συνθήκες που προαναφέραμε, από τους υπαλλήλους να ασκούν τα καθήκοντά τους υπό καθεστώς τρομοκρατίας. Έτσι για να καλυφθούν τα παραπάνω άλυτα προβλήματα, οι υπεύθυνοι του Κτηματολογίου και του Υπουργείου, θέλοντας να δείξουν ότι για όλα ευθύνονται αποκλειστικά οι εργαζόμενοι, εισάγουν μια απαράδεκτη νομοθετική ρύθμιση με το σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης στο άρθρο 12 το οποίο τροποποιεί την περ. η) του πρώτου εδαφίου του άρθρου 109 του Κώδικα Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ν. 3528/2007, Α’ 26), περί των πειθαρχικών ποινών και δίνει τη δυνατότητα να επιβάλει το πειθαρχικό συμβούλιο κατ’ εξαίρεση την ποινή της οριστικής παύσης σε προϊστάμενο κτηματολογικού γραφείου ή υποκαταστήματος, που θα προχωρήσει στον αναγκαίο έλεγχο και σε καταχώριση στα κτηματολογικά φύλλα μιας αίτησης σε χρόνο μεγαλύτερο των πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την ημέρα υποβολής της. Χρόνος μεγαλύτερος από (5) εργάσιμες μέρες θεωρείται καθυστέρηση και τιμωρείται με απόλυση. Συγκεκριμένα η ρύθμιση του άρθρου 12 του νομοσχεδίου, σε πλήρη απόκλιση από το άρθρο 109 ΥΚ, συνοδεύεται από την δυνατότητα επιβολής της εσχάτης των ποινών στους Προϊσταμένους των Κτηματολογικών Γραφείων & Υποκαταστημάτων του ΝΠΔΔ «Ελληνικό Κτηματολόγιο», ήτοι της οριστικής παύσης, πάλι σε απόκλιση από τις πάγιες, γενικές και αφηρημένες προβλέψεις του άρθρου 109 περ.η΄ ν.3528/2007. Έτσι είναι απολύτως σαφές ότι ο νομοθέτης χωρίς αποχρώντα λόγο δημοσίου συμφέροντος, εισάγει δεύτερη σωρευτικά απόκλιση για την ανωτέρω κατηγορία εργαζομένων, από την αρχή της ισότητας έναντι του πειθαρχικού νόμου, σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους δημοσίους υπαλλήλους που διέπονται από τον ΥΚ. Η έκθεση ανάλυσης συνεπειών ρύθμισης επικαλείται απλώς ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση κρίνεται αναγκαία δεδομένης της σημασίας τήρησης της προθεσμίας για λόγους τόσο ασφάλειας δίκαιου, όσο και έγκαιρης διεκπεραίωσης συναλλαγών επί ακινήτων, που επ’ουδενί δεν συνιστά ειδικό, επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογεί την υπόψη απόκλιση από την αρχή της ισότητας κατά την δυνατότητα επιβολής της ποινής της οριστικής παύσης σε ειδική κατηγορία εργαζομένων, αφού αντίστοιχης σημασίας για τις συναλλαγές και ασφάλεια δικαίου ανάγκες, ευρίσκονται σε πλήθος περιπτώσεων στο Δημόσιο και ίσως σε εντατικότερο και σημαντικότερο βαθμό έναντι αυτών που αφορούν τα ακίνητα, αλλά δεν ήρθε ο κοινός νομοθέτης να καθιερώσει ιδιώνυμα πειθαρχικά αδικήματα των αντίστοιχων εργαζομένων και Προϊσταμένων για να διασφαλίζει σε κάθε δημόσια υπηρεσία ότι θα επιτευχθεί η αντίστοιχη στοχοθεσία. Εάν το σύνηθες συμφέρον της δημόσιας υπηρεσίας αναχθεί σε δικαιολογητικό λόγο καθιερώσεως ιδιώνυμων πειθαρχικών αδικημάτων με επαπειλούμενη την ποινή της οριστικής παύσης, τότε θα επέλθει το αντίστροφο αποτέλεσμα, ήτοι υπάλληλοι φοβισμένοι ή υπάλληλοι που θα εκτελούν με βιασύνη ή προχείρως τα καθήκοντά τους υπό το φόβο διώξεων. Οι σταθμίσεις του κοινού νομοθέτη για την έγκαιρη εκτέλεση του υπηρεσιακού καθήκοντος έχουν αποτυπωθεί με γενικό και αφηρημένο τρόπο στο άρθρο 109 του ΥΚ όπου υφίστανται πειθαρχικά αδικήματα που μπορούν να καταλάβουν της συμπεριφορά που τυποποιεί το άρθρο 12 του νομοσχεδίου, σύμφωνα με όσα ήδη προαναφέρθηκαν και κανένα εκ των οποίων δεν οδηγεί κατά το άρθρο 109 ΥΚ στην ποινή της οριστικής παύσης. Τα αδικήματα αυτά δεν κρίθηκαν από τον κοινό νομοθέτη ότι έχουν τέτοια απαξία που να δικαιολογεί τη συμπερίληψή τους στο άρθρο 109 περ.η΄ ως επισύροντα ποινή οριστικής παύσης. Επομένως, η ρύθμιση του άρθρου 12 του νομοσχεδίου που αναγάγει κλασική περίπτωση καθυστέρησης εκτέλεσης υπηρεσιακού καθήκοντος σε ιδιώνυμο πειθαρχικό αδίκημα των Προϊσταμένων Υπαλλήλων των Κτηματολογικών Γραφείων εισάγει αδικαιολόγητη απόκλιση από την αρχή της ισότητας, ενώ ταυτόχρονα παρίσταται εντελώς απρόσφορη να επιτύχει τον στόχο που εξαγγέλλει για τον λόγο που ήδη εκτέθηκε, με αποτέλεσμα να τίθεται ζήτημα συμφωνίας της προς το άρθρο 25 περ.γ΄ Συντ. που κατοχυρώνει την αρχή της αναλογικότητας. ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΕΝΑΙΤΑΙ ΟΤΙ: 1. Ανακύπτει ζήτημα συμφωνίας του άρθρου 12 του Νομοσχεδίου προς τα άρθρα 4 και 7 Συντ .Τούτο διότι, το νομοσχέδιο αναδρομικώς έρχεται να τυποποιήσει ως πειθαρχικό αδίκημα μια συγκεκριμένη κατάσταση που υφίσταται και δεν έχει πασιφανώς γενικό και αόριστο περιεχόμενο, αφού κυριολεκτικά «φωτογραφίζει» ως πειθαρχικό αδίκημα μια συγκεκριμένη συμπεριφορά συγκεκριμένων προσώπων, των Προϊσταμένων των κτηματολογικών γραφείων και υποκαταστημάτων του ν.π.δ.δ. «Ελληνικό Κτηματολόγιο». Ανακύπτει συνακόλουθα το ζήτημα της δυνατότητας θέσπισης πειθαρχικού αδικήματος επί συγκεκριμένου πραγματικού και με προσωποπαγές πεδίο εφαρμογής ενόψει του ότι η ρύθμιση του άρθρου 12 του Νομοσχεδίου δεν έχει γενικό και αφηρημένο χαρακτήρα αλλά θεσπίστηκε για να καταλάβει αναδρομικώς συγκεκριμένη συμπεριφορά και συγκεκριμένους, επαρκώς προσδιοριζόμενους κατά την ψήφιση του νομοσχεδίου υπαλλήλους (τους προϊσταμένους των κτηματολογικών γραφείων και υποκαταστημάτων του ν.π.δ.δ. «Ελληνικό Κτηματολόγιο). 2. Η ρύθμιση του άρθρου 12 του νομοσχεδίου που αναγάγει κλασική περίπτωση καθυστέρησης εκτέλεσης υπηρεσιακού καθήκοντος σε ιδιώνυμο πειθαρχικό αδίκημα των Προϊσταμένων Υπαλλήλων των Κτηματολογικών Γραφείων, δυνάμενο να επιφέρει την ποινή της οριστικής παύσης, σε απόκλιση από το άρθρο 109 ΥΚ που προβλέπει περιοριστικώς τα αδικήματα που δύνανται να επισύρουν την εν λόγω ποινή, εισάγει αδικαιολόγητη απόκλιση από την αρχή της ισότητας, ενώ ταυτόχρονα παρίσταται εντελώς απρόσφορη να επιτύχει τον στόχο που εξαγγέλλει, με αποτέλεσμα να τίθεται ζήτημα συμφωνίας της προς το άρθρο 25 περ.γ΄ Συντ. που κατοχυρώνει την αρχή της αναλογικότητας. Καλούμε την κυβέρνηση και το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης να αποσύρει τη συγκεκριμένη διάταξη και να πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα για πλήρη στελέχωση, μέσα και εξοπλισμό του Ελληνικού Κτηματολογίου.