1. Προτού ο καταναλωτής δεσμευτεί με σύμβαση ή με οποιαδήποτε αντίστοιχη προσφορά, οι πάροχοι διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών εκτός των υπηρεσιών μετάδοσης που χρησιμοποιούνται για την παροχή υπηρεσιών μηχανής προς μηχανή παρέχουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 3β και 4 της υπ’αριθμ. Ζ1 – 891/2013 κοινής απόφασης των Yπουργών Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Β’ 2144) και επιπλέον τις πληροφορίες που αναφέρονται στο Παράρτημα VIIΙ του παρόντος νόμου στο βαθμό που οι εν λόγω πληροφορίες αφορούν υπηρεσία την οποία παρέχουν.
Οι πληροφορίες παρέχονται με σαφή και κατανοητό τρόπο σε «σταθερό μέσο», όπως ορίζεται στο άρθρο 2 της προαναφερόμενης κοινής υπουργικής απόφασης ή, όταν η παροχή σε σταθερό μέσο δεν είναι εφικτή, σε έγγραφο που μεταφορτώνεται εύκολα, το οποίο διατίθεται από τον πάροχο. Ο πάροχος εφιστά με ενεργό τρόπο την προσοχή του καταναλωτή στη διαθεσιμότητα αυτού του εγγράφου και στη σημασία της μεταφόρτωσής του για σκοπούς τεκμηρίωσης, μελλοντικής αναφοράς και ακριβούς αναπαραγωγής.
Οι πληροφορίες παρέχονται, κατόπιν αιτήματος, σε μορφότυπο που είναι προσβάσιμος για τους τελικούς χρήστες με αναπηρίες σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο για την εναρμόνιση των απαιτήσεων προσβασιμότητας των προϊόντων και των υπηρεσιών.
2. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παρ. 1, 3 και 5 παρέχονται επίσης σε τελικούς χρήστες οι οποίοι είναι πολύ μικρές ή μικρές επιχειρήσεις ή μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, εκτός εάν έχουν συμφωνήσει ρητώς να παραιτηθούν από το σύνολο ή μέρη των εν λόγω διατάξεων.
3. Οι πάροχοι διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εκτός των υπηρεσιών μετάδοσης που χρησιμοποιούνται για την παροχή υπηρεσιών μηχανής προς μηχανή, παρέχουν στους καταναλωτές σύντομη και ευανάγνωστη συνοπτική σύμβαση. Στην εν λόγω συνοπτική σύμβαση προσδιορίζονται τα κύρια στοιχεία των απαιτήσεων πληροφοριών σύμφωνα με την παρ. 1. Αυτά τα κύρια στοιχεία περιλαμβάνουν τουλάχιστον:
α) την ονομασία, τη διεύθυνση και τα στοιχεία επικοινωνίας του παρόχου και, εφόσον είναι διαφορετικά, τα στοιχεία επικοινωνίας για την υποβολή καταγγελιών,
β) τα κύρια χαρακτηριστικά κάθε παρεχόμενης υπηρεσίας,
γ) τις αντίστοιχες τιμές για την ενεργοποίηση της υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών και για οποιαδήποτε περιοδικά ή καταναλωτικά τέλη, όταν η υπηρεσία παρέχεται έναντι άμεσης καταβολής χρημάτων,
δ) τη διάρκεια της σύμβασης και τους όρους για την ανανέωση και την καταγγελία της,
ε) τον βαθμό στον οποίο τα προϊόντα και οι υπηρεσίες είναι σχεδιασμένα για τελικούς χρήστες με αναπηρίες,
στ) όσον αφορά τις υπηρεσίες πρόσβασης στο διαδίκτυο, σύνοψη των πληροφοριών που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 στοιχεία δ’ και ε’ του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2120.
Οι πάροχοι που υπόκεινται στις υποχρεώσεις της παρ. 1 συμπληρώνουν δεόντως το υπόδειγμα συνοπτικής σύμβασης, το οποίο εκδίδεται με εκτελεστική πράξη της Επιτροπής σε εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 102 της Οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972, με τις απαιτούμενες πληροφορίες και παρέχουν τη συνοπτική σύμβαση ατελώς στους καταναλωτές, πριν από τη σύναψη της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των εξ αποστάσεως συμβάσεων. Εάν, για αντικειμενικούς τεχνικούς λόγους, είναι αδύνατη η παροχή της συνοπτικής σύμβασης τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, παρέχεται αργότερα χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, και η σύμβαση παράγει αποτελέσματα όταν ο καταναλωτής επιβεβαιώσει τη συμφωνία του μετά την παραλαβή της συνοπτικής σύμβασης.
4. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παρ. 1 και 3 καθίστανται αναπόσπαστο τμήμα της σύμβασης και δεν μεταβάλλονται εκτός ρητής συμφωνίας των συμβαλλόμενων μερών.
5. Όταν υπηρεσίες πρόσβασης στο διαδίκτυο ή διαθέσιμες στο κοινό υπηρεσίες διαπροσωπικών επικοινωνιών χρεώνονται βάσει κατανάλωσης είτε χρόνου ή όγκου, οι πάροχοί τους προσφέρουν στους καταναλωτές τη δυνατότητα να παρακολουθούν και να ελέγχουν τη χρήση καθεμίας από τις εν λόγω υπηρεσίες. Η διευκόλυνση αυτή περιλαμβάνει την πρόσβαση σε έγκαιρη πληροφόρηση σχετικά με το επίπεδο κατανάλωσης των υπηρεσιών που περιλαμβάνονται σε τιμολογιακό πρόγραμμα. Ειδικότερα, οι πάροχοι γνωστοποιούν στους καταναλωτές προτού καλυφθούν τα όρια κατανάλωσης, τα οποία θεσπίζονται από την Ε.Ε.Τ.Τ. και τα οποία εμπεριέχονται στο τιμολογιακό τους πρόγραμμα, και όταν έχει ολοκληρωθεί η κατανάλωση υπηρεσίας που εμπεριέχεται στο τιμολογιακό τους πρόγραμμα.
6. Η Ε.Ε.Τ.Τ., εφόσον το κρίνει αναγκαίο, απαιτεί από τους παρόχους να παρέχουν επιπρόσθετες πληροφορίες σχετικά με το επίπεδο κατανάλωσης και να εμποδίζουν προσωρινά την περαιτέρω χρήση της εκάστοτε υπηρεσίας όταν υπάρχει υπέρβαση ενός χρηματικού ορίου ή ορίου όγκου που καθορίζεται από την ίδια.