1. Η Ε.Ε.Τ.Τ. δύναται, σύμφωνα με το άρθρο 68, να επιβάλλει υποχρεώσεις σχετικά με την ανάκτηση κόστους και τον έλεγχο τιμών, που περιλαμβάνουν υποχρέωση καθορισμού των τιμών με γνώμονα το κόστος και υποχρέωση όσον αφορά τα συστήματα κοστολόγησης, για την παροχή ειδικών τύπων διασύνδεσης ή πρόσβασης, σε περιπτώσεις όπου η ανάλυση της αγοράς καταδεικνύει ότι η έλλειψη αποτελεσματικού ανταγωνισμού σημαίνει ότι η ενδιαφερόμενη επιχείρηση μπορεί να διατηρεί τις τιμές σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα ή να συμπιέζει τις τιμές, εις βάρος των τελικών χρηστών.
Κατά τον καθορισμό του κατά πόσον οι υποχρεώσεις ελέγχου τιμών είναι κατάλληλες, η Ε.Ε.Τ.Τ. λαμβάνει υπόψη την ανάγκη να προωθηθούν ο ανταγωνισμός και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των τελικών χρηστών σχετικά με την ανάπτυξη και χρήση δικτύων επόμενης γενιάς, και ιδίως δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας. Ειδικότερα, για να ενθαρρύνει τις επενδύσεις από την επιχείρηση, μεταξύ άλλων στα δίκτυα επόμενης γενιάς, η Ε.Ε.Τ.Τ. λαμβάνει υπόψη την επένδυση της επιχείρησης. Όταν η Ε.Ε.Τ.Τ. θεωρεί ότι ενδείκνυνται οι υποχρεώσεις σε έλεγχο τιμών, επιτρέπει στην επιχείρηση έναν εύλογο συντελεστή απόδοσης επί του επαρκούς επενδυμένου κεφαλαίου, συνυπολογίζοντας οιουσδήποτε κινδύνους ενέχει ενδεχομένως ένα συγκεκριμένο νέο επενδυτικό σχέδιο δικτύου.
Η Ε.Ε.Τ.Τ. εξετάζει το ενδεχόμενο να μην επιβάλει ή να μη διατηρήσει υποχρεώσεις δυνάμει του παρόντος άρθρου, εφόσον διαπιστώνει ότι υφίσταται αποδεδειγμένη πίεση στις τιμές λιανικής και ότι τυχόν υποχρεώσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 69 έως 73, συμπεριλαμβανομένης ιδίως τυχόν δοκιμής οικονομικής αναπαραγωγιμότητας που επιβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 70, διασφαλίζουν αποτελεσματική και αμερόληπτη πρόσβαση.
Όταν η Ε.Ε.Τ.Τ. κρίνει σκόπιμες τις υποχρεώσεις επιβολής ελέγχου τιμών για την πρόσβαση σε υφιστάμενα στοιχεία δικτύου, λαμβάνει επίσης υπόψη τα οφέλη των προβλέψιμων και σταθερών τιμών χονδρικής για τη διασφάλιση αποτελεσματικής εισόδου στην αγορά και επαρκών κινήτρων για όλες τις επιχειρήσεις ώστε να αναπτύσσουν νέα και ενισχυμένα δίκτυα.
2. Η Ε.Ε.Τ.Τ. εξασφαλίζει ότι κάθε επιβαλλόμενος μηχανισμός ανάκτησης κόστους ή μέθοδος τιμολόγησης προάγει την ανάπτυξη νέων και ενισχυμένων δικτύων, την οικονομική απόδοση και τον βιώσιμο ανταγωνισμό και μεγιστοποιεί το διατηρήσιμο όφελος για τους τελικούς χρήστες. Εν προκειμένω, η Ε.Ε.Τ.Τ. δύναται επίσης να λαμβάνει υπόψη τις διαθέσιμες τιμές σε συγκρίσιμες ανταγωνιστικές αγορές.
3. Όταν μία επιχείρηση έχει υποχρέωση καθορισμού των τιμών της με γνώμονα το κόστος, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση φέρει το βάρος της απόδειξης ότι τα τέλη υπολογίζονται βάσει του κόστους, λαμβανομένου υπόψη ενός εύλογου συντελεστή απόδοσης της επένδυσης. Για τον υπολογισμό του κόστους αποτελεσματικής παροχής υπηρεσιών, η Ε.Ε.Τ.Τ. μπορεί να χρησιμοποιεί μεθόδους κοστολόγησης ανεξάρτητες από εκείνες που χρησιμοποιεί η επιχείρηση. Η Ε.Ε.Τ.Τ. δύναται να απαιτεί από την επιχείρηση να αιτιολογεί πλήρως τις τιμές που επιβάλλει και, κατά περίπτωση, δύναται να απαιτεί προσαρμογή των τιμών.
Σε περίπτωση έλλειψης λεπτομερών δεδομένων για τον καθορισμό του κόστους, η Ε.Ε.Τ.Τ. εφαρμόζει τη μέθοδο σύγκρισης τιμών (benchmarking) λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τις διαθέσιμες τιμές σε συγκρίσιμές ανταγωνιστικές αγορές κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η μη υποβολή στοιχείων ή η μη προσήκουσα αιτιολόγηση των τιμών από τον υπόχρεο ή η υπαίτια μη έγκαιρη υιοθέτηση από αυτόν τυχόν επιβαλλόμενων από την Ε.Ε.Τ.Τ. τιμών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωση εφαρμογής των συγκεκριμένων τιμών σε χρόνο, που αρχικά έχει υποδείξει η Ε.Ε.Τ.Τ. σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.
4. Η Ε.Ε.Τ.Τ. εξασφαλίζει ότι, όταν η εφαρμογή συστήματος κοστολόγησης επιβάλλεται για λόγους υποστήριξης του ελέγχου των τιμών, τίθεται στη διάθεση του κοινού περιγραφή του συστήματος κοστολόγησης, στην οποία εμφαίνονται τουλάχιστον οι βασικές κατηγορίες κόστους και οι κανόνες για την κατανομή του. Ένας ειδικευμένος ανεξάρτητος φορέας, ιδιωτικός ή δημόσιος που ορίζεται από την Ε.Ε.Τ.Τ. ελέγχει τη συμμόρφωση με το σύστημα κοστολόγησης. Η Ε.Ε.Τ.Τ. εξασφαλίζει την κατ’ έτος δημοσίευση δήλωσης συμμόρφωσης.