1. Η Ε.Ε.Τ.Τ. διαπιστώνει κατά πόσο η επιβολή των ρυθμιστικών υποχρεώσεων που καθορίζονται στον παρόντα νόμο δικαιολογείται από σχετική αγορά που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 64. Κατά περίπτωση είναι δυνατό κατόπιν αιτήματος της Ε.Ε.Τ.Τ. να διεξάγεται ανάλυση σε συνεργασία με την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Κατά τη διενέργεια της εν λόγω ανάλυσης, η Ε.Ε.Τ.Τ. λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί ΣΙΑ και τηρεί τις διαδικασίες που αναφέρονται στα άρθρα 23 και 32.
Η επιβολή ρυθμιστικών υποχρεώσεων που καθορίζονται στον παρόντα νόμο είναι δυνατό να δικαιολογείται από μία αγορά, εφόσον πληρούνται όλα τα ακόλουθα κριτήρια:
α) υφίστανται υψηλοί και μη παροδικοί διαρθρωτικοί, νομικοί ή ρυθμιστικοί φραγμοί εισόδου,
β) υφίσταται διάρθρωση της αγοράς που δεν τείνει προς τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό εντός του σχετικού χρονικού ορίζοντα, αν ληφθεί υπόψη η κατάσταση του ανταγωνισμού στη βάση υποδομών και των λοιπών πηγών ανταγωνισμού, που αποτελούν το αίτιο των φραγμών εισόδου,
γ) το δίκαιο περί ανταγωνισμού και μόνο δεν επαρκεί για την κατάλληλη αντιμετώπιση της ανεπάρκειας ή των ανεπαρκειών που έχουν εντοπιστεί στην αγορά.
Όταν η Ε.Ε.Τ.Τ. διενεργεί ανάλυση αγοράς που περιλαμβάνεται στη σύσταση, θεωρεί ότι πληρούνται τα κριτήρια των περ. α’, β΄ και γ΄ του δεύτερου εδαφίου , εκτός αν η Ε.Ε.Τ.Τ. διαπιστώνει ότι ένα ή περισσότερα από τα κριτήρια αυτά δεν πληρούνται υπό τις συγκεκριμένες εθνικές περιστάσεις.
2. Όταν η Ε.Ε.Τ.Τ διενεργεί την ανάλυση που απαιτείται βάσει της παρ. 1, εξετάζει τις εξελίξεις με μακρόπνοη προοπτική, ελλείψει ρύθμισης που επιβάλλεται με βάση το παρόν άρθρο στην εν λόγω σχετική αγορά, και λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ακόλουθα στοιχεία:
α) εξελίξεις της αγοράς που επηρεάζουν την πιθανότητα της σχετικής αγοράς να τείνει προς τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό,
β) όλους τους σχετικούς ανταγωνιστικούς περιορισμούς, σε επίπεδο χονδρικής και λιανικής, ανεξαρτήτως του αν οι πηγές αυτών των περιορισμών θεωρείται ότι είναι δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή άλλα είδη υπηρεσιών ή εφαρμογών που είναι συγκρίσιμα από τη σκοπιά του τελικού χρήστη, και ανεξαρτήτως του αν αυτοί οι περιορισμοί αποτελούν μέρος της σχετικής αγοράς,
γ) άλλα είδη ρυθμίσεων ή μέτρων που επιβάλλονται και επηρεάζουν τη σχετική αγορά ή τη σχετική λιανική αγορά ή αγορές καθ’ όλη τη σχετική περίοδο, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά, υποχρεώσεων που επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 44, 60 και 61,
δ) τις ρυθμίσεις που επιβάλλονται σε άλλες σχετικές αγορές βάσει του παρόντος άρθρου.
3. Όταν η Ε.Ε.Τ.Τ. συμπεραίνει ότι η επιβολή ρυθμιστικών υποχρεώσεων σύμφωνα με τη διαδικασία των παρ. 1 και 2 δεν δικαιολογείται από σχετική αγορά, ή όταν δεν πληρούνται οι όροι της παρ. 4, δεν επιβάλλει ούτε διατηρεί καμία ειδική ρυθμιστική υποχρέωση σύμφωνα με το άρθρο 68. Σε περιπτώσεις όπου ήδη υφίστανται ειδικές τομεακές ρυθμιστικές υποχρεώσεις που έχουν επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 68, η Ε.Ε.Τ.Τ. αίρει τις υποχρεώσεις αυτές που έχουν επιβληθεί σε επιχειρήσεις στη σχετική αγορά.
Η Ε.Ε.Τ.Τ. εξασφαλίζει ότι παρέχεται στα μέρη που επηρεάζονται από αυτήν την άρση υποχρεώσεων κατάλληλη χρονική περίοδος προειδοποίησης, η οποία καθορίζεται με βάση την εξισορρόπηση της ανάγκης να διασφαλίζονται η βιώσιμη μετάβαση για τους δικαιούχους των εν λόγω υποχρεώσεων και τους τελικούς χρήστες, οι επιλογές των τελικών χρηστών και ότι η ρύθμιση δεν συνεχίζεται για περισσότερο απ’ όσο είναι αναγκαίο. Κατά τον καθορισμό αυτής της χρονικής περιόδου προειδοποίησης, η Ε.Ε.Τ.Τ. δύναται να καθορίζει ειδικούς όρους και χρονικές περιόδους προειδοποίησης όσον αφορά υφιστάμενες συμφωνίες πρόσβασης.
4.Εφόσον η Ε.Ε.Τ.Τ. διαπιστώσει ότι, σε συγκεκριμένη αγορά δικαιολογείται η επιβολή ρυθμιστικών υποχρεώσεων σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2, εντοπίζει τυχόν επιχειρήσεις οι οποίες μεμονωμένα ή από κοινού με άλλες κατέχουν σημαντική ισχύ στην εν λόγω σχετική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 63. Η Ε.Ε.Τ.Τ. επιβάλλει στις εν λόγω επιχειρήσεις τις ενδεδειγμένες ειδικές ρυθμιστικές υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 68 ή διατηρεί ή τροποποιεί τις εν λόγω υποχρεώσεις, εφόσον αυτές υφίστανται ήδη αν θεωρεί ότι τα αποτελέσματα για τους τελικούς χρήστες δεν θα ήταν όντως ανταγωνιστικά ελλείψει των υποχρεώσεων αυτών.
5. Τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με τις παρ. 3 και 4 υπόκεινται στις διαδικασίες των άρθρων 23 και 32. Η Ε.Ε.Τ.Τ. διενεργεί ανάλυση της σχετικής αγοράς και κοινοποιεί το αντίστοιχο σχέδιο μέτρου σύμφωνα με το άρθρο 32:
α) εντός πέντε (5) ετών από τη θέσπιση προηγούμενου μέτρου, στην περίπτωση που η Ε.Ε.Τ.Τ. έχει ορίσει τη σχετική αγορά και έχει καθορίσει τις επιχειρήσεις που κατέχουν σημαντική ισχύ στην αγορά· η εν λόγω πενταετής περίοδος μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να παραταθεί μέχρι ένα έτος, όταν η Ε.Ε.Τ.Τ. έχει κοινοποιήσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή αιτιολογημένη προτεινόμενη παράταση το αργότερο τέσσερις μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει διατυπώσει αντιρρήσεις εντός μηνός από την κοινοποιούμενη παράταση,
β) εντός τριών (3) ετών από την έγκριση αναθεωρημένης σύστασης για σχετικές αγορές, όσον αφορά τις αγορές που δεν έχουν προηγουμένως κοινοποιηθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
6. Όταν η Ε.Ε.Τ.Τ. θεωρεί ότι δεν δύναται να ολοκληρώσει ή δεν έχει ολοκληρώσει την ανάλυσή της για σχετική αγορά που προσδιορίζεται στη σύσταση εντός της προθεσμίας που ορίζει η παρ. 5, μπορεί να αιτηθεί την συνδρομή του BEREC για τη συμπλήρωση της ανάλυσης της συγκεκριμένης αγοράς και των ειδικών υποχρεώσεων που θα επιβληθούν. Με τη συνδρομή αυτή, η Ε.Ε.Τ.Τ. κοινοποιεί, εντός έξι (6) μηνών από την προθεσμία που ορίζεται στην παρ. 5, το σχέδιο μέτρου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 32.