1. Η Ε.Ε.Τ.Τ. παρακολουθεί και επιβλέπει τη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος νόμου με την επιφύλαξη της παρ. 1 του άρθρου 29 και ιδίως τους όρους της γενικής άδειας ή των δικαιωμάτων χρήσης ραδιοφάσματος και πόρων αριθμοδότησης, με τις ειδικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 13, με την υποχρέωση αποτελεσματικής και αποδοτικής χρήσης του ραδιοφάσματος σύμφωνα με το άρθρο 4, την παρ. 1 του άρθρο 45 και το άρθρο 47 του παρόντος, με τον Κανονισμό (ΕΕ) 531/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2012 για την περιαγωγή σε δημόσια δίκτυα κινητών επικοινωνιών εντός της Ένωσης (L 172) και με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2015/2120 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, για τη θέσπιση μέτρων σχετικά με την πρόσβαση στο ανοικτό διαδίκτυο και την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/22/ΕΚ για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών και του Κανονισμού (ΕΕ) 531/2012 για την περιαγωγή σε δημόσια δίκτυα κινητών επικοινωνιών εντός της Ένωσης (L 310). Η Ε.Ε.Τ.Τ. δύναται να ζητά από τις επιχειρήσεις που υπόκεινται στη γενική άδεια ή απολαύουν δικαιωμάτων χρήσης ραδιοφάσματος ή πόρων αριθμοδότησης, να παρέχουν όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για τον έλεγχο της συμμόρφωσης τους προς τους όρους της γενικής άδειας ή των δικαιωμάτων χρήσης ραδιοφάσματος και πόρων αριθμοδότησης ή προς τις ειδικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 13 ή στο άρθρο 47, σύμφωνα με το άρθρο 21, με τον Κανονισμό (ΕΕ) 531/2012 και με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2015/2120.
2. Εάν η Ε.Ε.Τ.Τ. διαπιστώσει ότι μια επιχείρηση δεν τηρεί μία ή περισσότερες από τις διατάξεις του παρόντος νόμου και ιδίως έναν ή περισσότερους όρους της γενικής άδειας ή των δικαιωμάτων χρήσης ραδιοφάσματος και πόρων αριθμοδότησης ή τις ειδικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 13 ή στονΚανονισμό (ΕΕ) 531/2012 ή στον Κανονισμό (ΕΕ) 2015/2120, κοινοποιεί στην επιχείρηση την εν λόγω διαπίστωση και παρέχει στην επιχείρηση τη δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις της, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
3. Η Ε.Ε.Τ.Τ., με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή της και ύστερα από προηγούμενη ακρόαση των ενδιαφερομένων, έχει τη δυνατότητα να απαιτήσει την παύση της παράβασης στην οποία αναφέρεται η παρ. 2, είτε αμέσως είτε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, και λαμβάνει κατάλληλα και αναλογικά μέτρα που αποβλέπουν στην εξασφάλιση της συμμόρφωσης.
Εν προκειμένω, η Ε.Ε.Τ.Τ. δύναται να επιβάλλει μία ή περισσότερες από τις παρακάτω κυρώσεις:
α) σύσταση,
β) πρόστιμο έως τρία εκατομμύρια ευρώ (3.000.000 €) που εισπράττεται σύμφωνα με τον Κώδικα Εισπράξεων Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε., ν. 2579/1998, Α’ 31) και το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει περιοδικές ποινές με αναδρομικό αποτέλεσμα. Η Ε.Ε.Τ.Τ. μπορεί να προβλέψει την καταβολή του ποσού του προστίμου σε δόσεις,
γ) διαταγή να διακοπεί ή να καθυστερήσει η παροχή υπηρεσίας ή ομάδας υπηρεσιών η οποία, εάν συνεχιζόταν, θα κατέληγε σε σοβαρή στρέβλωση του ανταγωνισμού, ενώ εκκρεμεί η συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις πρόσβασης που έχουν επιβληθεί μετά από ανάλυση αγοράς σύμφωνα με το άρθρο 67.
Σε όποιον επιβάλλεται μία από τις παραπάνω κυρώσεις υποχρεούται στην καταβολή των εξόδων εποπτείας και ελέγχου φάσματος, εφόσον υφίστανται, όπως αυτά ορίζονται στην απόφαση της Ε.Ε.Τ.Τ..
Η απόφαση της Ε.Ε.Τ.Τ. κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση χωρίς καθυστέρηση, εντός εύλογου χρόνου από τη λήψη της και προβλέπει εύλογο χρονικό διάστημα για τη συμμόρφωση της επιχείρησης προς το μέτρο.
Κατ’ εξαίρεση όσων ορίζονται παραπάνω, σε περιπτώσεις παραβάσεων των διατάξεων που διέπουν τα ονόματα χώρου στο διαδίκτυο και τους καταχωρητές ονομάτων χώρου, η Ε.Ε.Τ.Τ. με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή της και ύστερα από προηγούμενη ακρόαση των ενδιαφερομένων, δύναται να επιβάλει μία ή περισσότερες από τις παρακάτω κυρώσεις:
α) σύσταση,
β) πρόστιμο έως είκοσι χιλιάδες ευρώ (20.000 €), σε περιπτώσεις παραβάσεων των διατάξεων που διέπουν τα ονόματα χώρου στο διαδίκτυο και έως εκατό χιλιάδες ευρώ (100.000 €) σε περιπτώσεις παραβάσεων των διατάξεων που διέπουν τους καταχωρητές ονομάτων χώρου,
γ) αναστολή ή ανάκληση των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις σχετικές αποφάσεις της Ε.Ε.Τ.Τ., σε περίπτωση σοβαρών και επανειλημμένων παραβάσεων.
4. Παρά τις παρ. 2 και 3 του παρόντος άρθρου, η Ε.Ε.Τ.Τ. δύναται να επιβάλει, ανάλογα με την περίπτωση, τις κυρώσεις των στοιχείων α’ και β΄ της παρ. 3 στις επιχειρήσεις που δεν παρέχουν πληροφορίες σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν τα στοιχεία α’ ή β’ του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 21 και το άρθρο 69 εντός εύλογου χρονικού διαστήματος που ορίζεται από την Ε.Ε.Τ.Τ..
5. Σε περιπτώσεις σοβαρής παράβασης ή επανειλημμένων παραβάσεων των διατάξεων του παρόντος νόμου και ιδίως των όρων της γενικής άδειας ή των δικαιωμάτων χρήσης ραδιοφάσματος και πόρων αριθμοδότησης ή των ειδικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 13 ή στην παρ. 1 και 2 του άρθρου 47, εάν τα μέτρα για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης που αναφέρονται στην παρ. 3 δεν φέρουν αποτέλεσμα, η Ε.Ε.Τ.Τ. μπορεί να εμποδίζει την περαιτέρω παροχή δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών από μια επιχείρηση ή να αναστέλλει ή να ανακαλεί τα εν λόγω δικαιώματα χρήσης. Η Ε.Ε.Τ.Τ. επιβάλλει αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις. Αυτές οι κυρώσεις μπορούν να επιβληθούν ώστε να καλύπτουν τη χρονική περίοδο κάθε παράβασης, ακόμη και εάν η παράβαση έχει στη συνέχεια διορθωθεί.
6. Με την επιφύλαξη των παρ. 2, 3 και 5, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όταν η Ε.Ε.Τ.Τ. έχει αποχρώσες ενδείξεις ότι η παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου ή κάθε θέματος της αρμοδιότητας της Ε.Ε.Τ.Τ. και ιδίως των όρων της γενικής άδειας, των δικαιωμάτων χρήσης ραδιοφάσματος και πόρων αριθμοδότησης ή των ειδικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 13 ή στην παρ. 1 και 2 του άρθρου 47, συνιστά άμεση και σοβαρή απειλή για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια υγεία ή κίνδυνο ότι θα προξενήσει σοβαρά οικονομικά ή λειτουργικά προβλήματα σε άλλους παρόχους ή σε χρήστες δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή άλλους χρήστες του ραδιοφάσματος, μπορεί να λαμβάνει έκτακτα προσωρινά μέτρα προς αντιμετώπιση της κατάστασης, πριν τη λήψη οριστικής απόφασης. Η απόφαση της Ε.Ε.Τ.Τ. για τα προσωρινά μέτρα είναι άμεσα εκτελεστή και μπορεί να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο μέχρι εκατόν πενήντα χιλιάδες ευρώ (150.000,00 €) για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης. Η διαδικασία λήψεως προσωρινών μέτρων καθορίζεται με τον Κανονισμό Ακροάσεων της Ε.Ε.Τ.Τ., ο οποίος δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση παρέχεται εν συνεχεία δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις της και να προτείνει μέτρα αποκατάστασης. Εάν αυτά κριθούν επαρκή, η Ε.Ε.Τ.Τ. ανακαλεί, άμεσα ή με την οριστική της απόφαση, τα προσωρινά μέτρα και επικυρώνει τα προτεινόμενα από την επιχείρηση μέτρα αποκατάστασης. Τα προσωρινά μέτρα της Ε.Ε.Τ.Τ. έχουν ισχύ μέγιστης διάρκειας τριών μηνών, που, σε περιπτώσεις μη ολοκλήρωσης των διαδικασιών συμμόρφωσης, μπορεί να παραταθεί για ακόμη τρεις μήνες.
7. Οι επιχειρήσεις έχουν δικαίωμα να προσφεύγουν κατά των μέτρων που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος άρθρου σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 31.
Σε περίπτωση επιβολής της διοικητικής κυρώσεως του προστίμου, εάν ο υπόχρεος για την καταβολή του το καταβάλει εντός τριάντα (30) ημερών, από την κοινοποίηση σε αυτόν της σχετικής απόφασης της Ε.Ε.Τ.Τ., το πρόστιμο μειώνεται αυτοδικαίως στα 2/3 του επιβληθέντος ποσού. Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και για τις κυρώσεις που επιβάλλονται από την Ε.Ε.Τ.Τ. δυνάμει του π.δ. 98/2017 (Α’ 139).
Τα ανωτέρω πρόστιμα που προβλέπονται στο παρόν άρθρο εισπράττονται στο όνομα και για λογαριασμό της Ε.Ε.Τ.Τ. και αποδίδονται σε αυτήν.
Η διαδικασία ακρόασης ενώπιων της Ε.Ε.Τ.Τ. καθορίζεται με τον Κανονισμό Ακροάσεων της Ε.Ε.Τ.Τ.
8. Η παράβαση των διατάξεων που αφορούν στα δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων ή αριθμών σε επιχειρήσεις, η χρήση ραδιοσυχνοτήτων ή αριθμών από επιχειρήσεις, χωρίς να έχει προηγηθεί εκχώρηση σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή ύψους από τρεις χιλιάδες ευρώ (3.000 €) έως ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (1.500.000 €).
Ο τεχνικός εξοπλισμός και τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την τέλεση των παραπάνω αξιόποινων πράξεων κατάσχονται και, με την έκδοση αμετάκλητης απόφασης ποινικού δικαστηρίου, δημεύονται.
Τα σχόλια του Ομίλου ΟΤΕ για το άρθρο 30 έχουν ως εξής:
Α. Αναφορικά με την παρ. 3. γ), προτείνεται το τρίτο εδάφιο που αναφέρει ότι «Η απόφαση της Ε.Ε.Τ.Τ. κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση χωρίς καθυστέρηση, εντός εύλογου χρόνου από τη λήψη της και προβλέπει εύλογο χρονικό διάστημα για τη συμμόρφωση της επιχείρησης προς το μέτρο» να αντικατασταθεί από τη διατύπωση της παρ. 4 του υπό κατάργηση άρθρου 77 («Διοικητικές Κυρώσεις») του νόμου 4070/2012, σύμφωνα με την οποία «Η απόφαση της Ε.Ε.Τ.Τ. κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών από τη λήψη της. Πριν από την κοινοποίηση αυτή, η Ε.Ε.Τ.Τ. δεν δημοσιοποιεί την απόφαση ή τμήμα αυτής σε οποιονδήποτε τρίτο και με οποιονδήποτε τρόπο».
Έχει συμβεί η δημοσιοποίηση μίας πράξης επιβολής προστίμου πριν την κοινοποίηση αυτής στον ενδιαφερόμενο Πάροχο. Επίσης, ο ενδιαφερόμενος Πάροχος πρέπει να ενημερώνεται άμεσα για την επιβολή σε βάρος του διοικητικού προστίμου. Ως εκ τούτου, πρέπει να διατηρηθεί η οριζόμενη στις διατάξεις του Ν. 4070/2012 προθεσμία των δέκα (10) εργασίμων ημερών για την κοινοποίηση της απόφασης επιβολής προστίμου και να μην επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια της Διοικήσεως η εξειδίκευση του εύλογου χρόνου για την κοινοποίηση της πράξεως επιβολής προστίμου.
Β. Στην παρ. 6 επαναλαμβάνεται η διάταξη της παρ. 6 του υπό κατάργηση άρθρου 77 του νόμου 4070/2012 ότι δηλαδή «… σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όταν η Ε.Ε.Τ.Τ. έχει αποχρώσες ενδείξεις ότι η παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου ή κάθε θέματος της αρμοδιότητας της Ε.Ε.Τ.Τ. και ιδίως ….». Επισημαίνουμε ότι η Οδηγία αναφέρεται σαφώς σε ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ και όχι σε αποχρώσες ενδείξεις και προτείνουμε να αντικατασταθεί η φράση «αποχρώσες ενδείξεις» από την λέξη «αποδείξεις», σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο αντίστοιχο άρθρο της Οδηγίας.
Γ. Στην παρ. 7, προτείνεται η προσθήκη εδαφίου ως εξής: «Στην περίπτωση της προαναφερόμενης καταβολής από τον υπόχρεο και στη συνέχεια μείωσης του ποσού του επιβληθέντος από την Ε.Ε.Τ.Τ. προστίμου με δικαστική απόφαση, η αυτοδίκαιη έκπτωση των 2/3 πρέπει να υπολογίζεται επί του μειωμένου ποσού προστίμου και το επιπλέον ποσό που έχει καταβληθεί από τον υπόχρεο στην ΕΕΤΤ πρέπει να επιστρέφεται».
Η προτεινόμενη προσθήκη κρίνεται αναγκαία, διότι στην περίπτωση που μετά από δικαστική απόφαση προκύψει επιστροφή χρηματικού ποσού από την ΕΕΤΤ, η ΕΕΤΤ πρέπει να έχει ως βάση υπολογισμού το πρόστιμο που καθορίστηκε με τη δικαστική απόφαση και η καταβολή των 2/3 από τον Πάροχο πρέπει να υπολογιστεί επί του τελικού ποσού προστίμου. Στην αντίθετη περίπτωση, όπως συμβαίνει σήμερα στην πράξη από την ΕΕΤΤ, η οποία επικαλείται κενό στην συγκεκριμένη διάταξη, δεν ανατρέχει η ακύρωση της πράξης επιβολής προστίμου, κατά το μέρος που μειώνεται το ποσό αυτού, στον χρόνο έκδοσης της πράξης αυτής, κατά παράβαση της σχετικής αρχής του διοικητικού δικαίου, με αποτέλεσμα να μην επιστρέφονται σημαντικά χρηματικά ποσά στους υπόχρεους παρόχους και ουσιαστικά να μην εφαρμόζεται η έκπτωση στην περίπτωση της μείωσης του προστίμου με δικαστική απόφαση.
Η διαδικασία επιβολής προστίμου είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα και πολύπλοκη όταν αφορά στην επιβολή μικρών προστίμων. Στις περιπτώσεις αυτές το κόστος εφαρμογής της διαδικασίας είναι πιθανόν να είναι μεγαλύτερο του επιβαλόμενου προστίμου. Για μικρά πρόστιμα μέχρι ορισμένο ύψος π.χ. 50.000 Ευρώ πρέπει να ακολουθείται απλή διαδικασία, χωρίς ακροάσεις, με μόνη τη διαπίστωση της παράβασης από την ΕΕΤΤ και το πρόστιμο να επιβάλλεται με απλή Απόφαση της ΕΕΤΤ ή του Προέδρου της, όπως αντίστοιχα συμβαίνει σε πλείστες άλλες περιπτώσεις επιβολής προστίμων από Ελεγκτές Ελεγκτικών Φορέων της Δημόσιας Διοίκησης (π.χ. τροχαίες παραβάσεις, παραβάσεις φορολογικής νομοθεσίας κλπ).