1. Η περαιτέρω χρήση των εγγράφων γίνεται καταρχήν δωρεάν. Εξαιρετικά, επιτρέπεται η ανάκτηση του οριακού κόστους για την αναπαραγωγή, παροχή και διάδοση των εγγράφων, την ανωνυμοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και των μέτρων που λαμβάνονται για την προστασία των εμπορικά εμπιστευτικών πληροφοριών μέσω επιβολής τελών στους ενδιαφερομένους.
2. Κατ’ εξαίρεση, η παρ. 1 δεν εφαρμόζεται:
(α) στους φορείς του δημόσιου τομέα, για τους οποίους προβλέπεται να καλύπτουν οι ίδιοι ένα ουσιώδες μέρος του κόστους εκτέλεσης της δημόσιας αποστολής τους από ίδια έσοδα,
(β) σε βιβλιοθήκες, συμπεριλαμβανομένων των βιβλιοθηκών των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, μουσεία και αρχεία,
(γ) σε δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια της περ. 3 του άρθρου 60.
3. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης και των καθ’ ύλην αρμοδίων υπουργών προσδιορίζονται οι φορείς του δημόσιου τομέα που εμπίπτουν στην εξαίρεση της περ. α΄ της παρ. 2. Στον ιστότοπο www.data.gov.gr δημοσιεύεται και επικαιροποιείται ο κατάλογος των φορέων που εμπίπτουν στις εξαιρέσεις της παρ. 2.
4. Στις περ. α΄ και γ΄ της παρ. 2, το ύψος των τελών υπολογίζεται με αντικειμενικά, διαφανή και επαληθεύσιμα κριτήρια, με βάση το κόστος που προκύπτει κατά τη διάρκεια της αντίστοιχης λογιστικής περιόδου και σύμφωνα με τις λογιστικές αρχές που εφαρμόζονται στους οικείους φορείς. Τα συνολικά έσοδα από τη διάθεση και την άδεια περαιτέρω χρήσης των εν λόγω εγγράφων εντός της εκάστοτε λογιστικής περιόδου δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το κόστος συλλογής, παραγωγής, αναπαραγωγής, διάδοσής τους και αποθήκευσης των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένης μιας εύλογης απόδοσης της επένδυσης, και, κατά περίπτωση, το κόστος ανωνυμοποίησης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και των μέτρων που λαμβάνονται για την προστασία των εμπορικά εμπιστευτικών πληροφοριών.
5. Όταν οι βιβλιοθήκες, συμπεριλαμβανομένων των βιβλιοθηκών Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, τα μουσεία και τα αρχεία επιβάλλουν τέλη, τα συνολικά έσοδα από τη διάθεση και την άδεια περαιτέρω χρήσης των εγγράφων εντός της εκάστοτε λογιστικής περιόδου δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το κόστος συλλογής, παραγωγής, αναπαραγωγής, διάδοσης, αποθήκευσης των δεδομένων, συντήρησης, εκκαθάρισης δικαιωμάτων και, κατά περίπτωση, το κόστος ανωνυμοποίησης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και των μέτρων που λαμβάνονται για την προστασία των εμπορικά εμπιστευτικών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένης μιας εύλογης απόδοσης της επένδυσης. Το ύψος των τελών υπολογίζεται με βάση το κόστος που προκύπτει κατά τη διάρκεια της αντίστοιχης λογιστικής περιόδου και σύμφωνα με τις λογιστικές αρχές που εφαρμόζονται στους οικείους φορείς.
6. Σε κάθε περίπτωση, η περαιτέρω χρήση: (α) των συνόλων δεδομένων υψηλής αξίας, ο κατάλογος των οποίων καθορίζεται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 14 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1024, υπό την επιφύλαξη των παρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 72 και (β) των ερευνητικών δεδομένων, είναι δωρεάν.
Προτείνεται η τροποποίηση του σημείου 2(α) ως εξής:
– ‘προβλέπεται’: κρίνεται σκόπιμη η αναφορά στα σχετικά έγγραφα (π.χ. σύσταση οργανισμών, κανονισμοί λειτουργίας, καταστατικό) όπου προβλέπεται η σχετική πρόνοια. Για πλήθος οργανισμών της ευρύτερης δημόσιας διοίκησης προβλέπεται η εισροή χρηματικών πόρων από άλλες πηγές χωρίς όμως καμία αναφορά στο ύψος και σκοπό τους. Στην πράξη, το ύψος των εσόδων είναι δυναμικό και δυνητικά μεγαλύτερο της τακτικής χρηματοδότησής τους. Επιπλέον, όπου προβλέπεται η πώληση δεδομένων σε υφιστάμενους οργανισμούς, αυτή κατά κανόνα δεν έχει οριστεί και επικαιροποιηθεί με αντικειμενικές και διάφανες διαδικασίες αξιολόγησης του σχετικού κόστους-οφέλους (cost-benefit analysis) αξιολογώντας το άμεσο χρηματικό όφελος για τον οργανισμό έναντι του έμμεσου αναπτυξιακού οφέλους για την οικονομία, τις επιχειρήσεις και τους πολίτες. Σχετικές μελέτες για την εφαρμογή της Οδηγίας PSI και ανοικτών δεδομένων γενικότερα, έχουν αποδείξει πως στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων τα άμεση οφέλη για τους οργανισμούς είναι τάξεις μικρότερα από τα οφέλη για την οικονομία και τις επιχειρήσεις.
– ‘ουσιώδες μέρος’: κρίνεται σκόπιμος ο ορισμός των κριτηρίων αξιολόγησης (π.χ. τμήμα επί του προϋπολογισμού) για τον καθορισμό του ουσιώδους της δραστηριότητας, ειδικά και υπό το πρίσμα του παραπάνω σχολίου.
Κρίνεται σκόπιμη η τροποποίηση του σημείου 3 ώστε:
– Να ορίζονται τα κριτήρια που αξιολογούνται για τη λήψη της σχετικής απόφασης.
– Να ορίζεται σαφές χρονικό διάστημα (π.χ. ετήσιο) κατά το οποίο οι εν λόγω αποφάσεις ενημερώνονται με νέα στοιχεία για τις δραστηριότητες των οργανισμών.
– Η προετοιμασία και εισήγηση της σχετικής απόφασης από Ανεξάρτητη Αρχή ώστε να διασφαλίζεται η διαφάνεια, αξιολογική κρίση και ευρύτερη διαχρονική ωφέλεια της οικονομίας, των επιχειρήσεων και πολιτών.
Κρίνεται σκόπιμη η τροποποίηση του σημείου 4 ώστε:
– Να καθορίζεται σαφώς η διάρκεια της λογιστικής περιόδου (π.χ. ετήσια).
– Να καθορίζεται η ελάχιστη και μέγιστη επιτρεπόμενη διάρκεια απόσβεσης της επένδυσης (π.χ. 5 έτη) καθώς και το ελάχιστο και μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος απόσβεσης της επένδυσης (ROI, π.χ. 4%).
– Να οριστεί σαφώς η διαδικασία για την εκκαθάριση των σχετικών δικαιωμάτων των οργανισμών σε συνάρτηση με το χρηματοδοτικό εργαλείο για την προμήθεια, παραγωγή και επικαιροποίηση των δεδομένων. Για παράδειγμα, για δεδομένα των οποίων η παραγωγή/προμήθεια έχει προκύψει από συγχρηματοδοτούμενα έργα, κατά κανόνα δεν επιτρέπεται η παραγωγή εσόδων.
– Να οριστεί φορέας της ΔΔ όπου θα αναλαμβάνει την ανωνυμοποίηση και προστασία των εμπορικά εμπιστευτικών πληροφοριών κεντρικά και εξασφαλίζοντας οικονομίες κλίμακας, με ανάληψη του ρόλου διάθεσης από αυτόν σε περίπτωση που ο αρχικός κάτοχος των δεδομένων επικαλείται αδυναμία συμμόρφωσης με εύλογο κόστος. Είναι προφανές πως η ανάληψη των ανωτέρω τεχνικών και οργανωτικών μέτρων ασφαλείας είναι οικονομικότερο να αναληφθεί από έναν οργανισμό για το σύνολο της ΔΔ. Επίσης, είναι προφανές πως το σχετικό κόστος και προσπάθεια είναι αναλογικά μεγαλύτερη για καθέναν από τους επιμέρους κατόχους δεδομένων της ΔΔ, κάτι που μπορεί να αποτελέσει τεχνητή κατάργηση του πνεύματος του νόμου στην πράξη.