1. Ο πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης υποχρεούται να προβεί σε άμεση ανάκληση ενός εγκεκριμένου πιστοποιητικού στις εξής περιπτώσεις:
α) Κατόπιν αίτησης του κατόχου του εγκεκριμένου πιστοποιητικού ή του νομίμως εξουσιοδοτημένου από αυτόν προσώπου.
β) Εφόσον διαπιστωθεί από την Ε.Ε.Τ.Τ. ότι το εγκεκριμένο πιστοποιητικό περιέχει ψευδείς ή ανακριβείς πληροφορίες ως προς τις απαιτήσεις του Κανονισμού (ΕΕ) 910/2014.
γ) Σε περίπτωση εγκεκριμένου πιστοποιητικού η έκδοση του οποίου βασίστηκε σε ψευδείς ή ανακριβείς πληροφορίες.
δ) Σε περίπτωση τερματισμού των εργασιών του παρόχου υπηρεσιών εμπιστοσύνης.
ε) Σε περίπτωση απώλειας της δικαιοπρακτικής ικανότητας, κήρυξης σε αφάνεια ή σε περίπτωση θανάτου του κατόχου του εγκεκριμένου πιστοποιητικού, εάν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, ή σε περίπτωση λύσης ή κήρυξης σε πτώχευση, εάν πρόκειται για νομικό πρόσωπο. Σε κάθε περίπτωση, το πιστοποιητικό δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής και το πιστοποιητικό δημιουργίας ηλεκτρονικής σφραγίδας είναι αμεταβίβαστα.
στ) Σε περίπτωση που τελεσίδικη δικαστική απόφαση διατάσσει την ανάκληση, ύστερα από κοινοποίηση της σχετικής απόφασης στον πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης.
ζ) Αν από τη σύμβαση μεταξύ του παρόχου υπηρεσιών εμπιστοσύνης και του κατόχου του εγκεκριμένου πιστοποιητικού απορρέει σχετική προς τούτο υποχρέωση ή δικαίωμα ενός εκ των συμβαλλομένων μερών.
η) Σε περίπτωση που υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι τα δεδομένα δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής ή ηλεκτρονικής σφραγίδας του κατόχου του εγκεκριμένου πιστοποιητικού έχουν γίνει γνωστά ή χρησιμοποιούνται από τρίτους.
θ) Σε περίπτωση κατά την οποία τα δεδομένα δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής ή ηλεκτρονικής σφραγίδας του παρόχου υπηρεσιών εμπιστοσύνης έχουν γίνει γνωστά σε τρίτους.
ι) Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία στοιχεία που περιλαμβάνονται στο εγκεκριμένο πιστοποιητικό τροποποιηθούν.
2. Ο πάροχος ενημερώνει τον κάτοχο του εγκεκριμένου πιστοποιητικού αμέσως μετά από την ανάκληση, η οποία καταχωρίζεται στη βάση δεδομένων που τηρεί ο πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης. Εγκεκριμένο πιστοποιητικό που έχει ανακληθεί δεν είναι δυνατόν να επανατεθεί σε ισχύ.
3. Η ανάκληση εγκεκριμένου πιστοποιητικού συνεπάγεται την αυτοδίκαιη ακυρότητα των ηλεκτρονικών υπογραφών ή των ηλεκτρονικών σφραγίδων που τέθηκαν μετά από την ημερομηνία της ανάκλησης.
4. Σε περίπτωση που ο πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης ανακάλεσε, με δόλο ή βαριά αμέλεια, εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής ή εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής σφραγίδας χωρίς να συντρέχει περίπτωση της παρ. 1 ενέχεται σε αποζημίωση κάθε ζημίας που προκλήθηκε στον κάτοχο του εγκεκριμένου πιστοποιητικού από την ανάκληση.
5. Με απόφαση του Υπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης, κατόπιν εισήγησης της Ε.Ε.Τ.Τ., καθορίζονται τα ειδικότερα ζητήματα εφαρμογής του παρόντος άρθρου.