Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Κέντρου Ανταγωνιστικότητας (Institute for Management Development – IMD), που δημοσιεύονται στην έκθεση του 2020[1], η Ελλάδα κατατάσσεται στην 46η θέση, με βάση την ψηφιακή ανταγωνιστικότητα της, μεταξύ 63 χωρών και σημειώνει βελτιωση 7 θέσεων σε σχέση με το 2019. Η έκθεση Ψηφιακής Ανταγωνιστικότητας εισάγει αρκετά κριτήρια για τη μέτρηση της ικανότητας των χωρών να εξερευνούν και να υιοθετούν ψηφιακές τεχνολογίες που οδηγούν στον ψηφιακό μετασχηματισμό της Δημόσιας Διοίκησης και των επιχειρήσεων.
Κάποια από τα χαρακτηριστικά της έκθεσης είναι τα εξής:
- Αξιολογούνται 63 χώρες με βάση πάνω από 330 κριτήρια που μετρούν διαφορετικές πτυχές της ψηφιακής ανταγωνιστικότητας.
- Τα δύο τρίτα των δεδομένων προέρχονται από στατιστικά στοιχεία (διεθνείς / εθνικές πηγές.
- Το ένα τρίτο των δεδομένων προέρχονται από στοιχεία έρευνας (έρευνα ερωτηματολογίων).
Η ψηφιακή ανταγωνιστικότητα ορίζεται ως η ικανότητα μιας οικονομίας να υιοθετήσει τεχνολογίες ΤΠΕ που θα οδηγήσουν στον ψηφιακό μετασχηματισμό. Τα στοιχεία της μελέτης ενσωματώνουν, για παράδειγμα, την αφομοίωση και την εφαρμογή των γνώσεων, το ρόλο της έρευνας στον ψηφιακό μετασχηματισμό, την αποτελεσματικότητα της σχετικής ρύθμισης, την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών και την ευελιξία για την αντιμετώπιση των αλλαγών που προκύπτουν.
Η έκθεση του IMD βασίζεται σε τρεις κατηγορίες: Γνώση, Τεχνολογία και Μελλοντική (ψηφιακή) Ετοιμότητα. H παρακάτω εικόνα απεικονίζει το μοντέλο που διέπει την κατάταξη της παγκόσμιας ψηφιακής ανταγωνιστικότητας.
Εικόνα 2: Οι υπό εξέταση μεταβλητές της έκθεσης Παγκόσμιας Ψηφιακής Ανταγωνιστικότητας IMD
Πηγή : World Digital Competitiveness Yearbook 2019
Η κατηγορία της «Γνώσης» αναφέρεται στις απαραίτητες εκείνες δεξιότητες, που επιταχύνουν τη διαδικασία του ψηφιακού μετασχηματισμού μέσω της ανακάλυψης, κατανόησης και εκμάθησης των νέων τεχνολογιών. Η κατηγορία περιλαμβάνει τρεις υπο-κατηγορίες: το ταλέντο, την κατάρτιση και εκπαίδευση και την επιστημονική υποδομή. Το ταλέντο είναι η δεξαμενή των δεξιοτήτων που υπάρχει σε μια συγκεκριμένη οικονομία. Το επίπεδο ανάπτυξης της δεξαμενής δεξιοτήτων συνδέεται με την κατάρτιση και την εκπαίδευση του πληθυσμού. Η επιστημονική υποδομή συνδέει τις επενδύσεις και την παραγωγή γνώσεων που είναι απαραίτητες για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας. Η χώρα μας κατατάσσεται 48η στον υποδείκτη την «Γνώσης» ανάμεσα στις 63 χώρες που αξιολογήθηκαν στην έρευνα του 2020.
Η κατηγορία της «Τεχνολογίας» αξιολογεί το συνολικό πλαίσιο μέσω του οποίου ενεργοποιείται η ανάπτυξη των ψηφιακών τεχνολογιών. Το πλαίσιο αυτό περιλαμβάνει, πρώτον, το ρυθμιστικό πλαίσιο (regulatory framework) και το κατά πόσο αυτό διευκολύνει την αποτελεσματική εκτέλεση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και την επιβολή των σχετικών κανονισμών, ενθαρρύνοντας παράλληλα την ανάπτυξη και την καινοτομία των επιχειρήσεων. Το δεύτερο στοιχείο του τεχνολογικού παράγοντα είναι το κεφάλαιο (capital), που αξιολογεί τις τρέχουσες επενδύσεις στην τεχνολογική ανάπτυξη και την προσέλκυση νέων. Εξετάζει επίσης το επίπεδο του επενδυτικού κινδύνου σε μια συγκεκριμένη οικονομία. Το τελευταίο στοιχείο είναι το υφιστάμενο τεχνολογικό πλαίσιο (technological framework), που αξιολογεί την τρέχουσα τεχνολογική υποδομή μιας χώρας και την ποιότητά της. Η χώρα μας κατατάσσεται 43η στον υποδείκτη της «Τεχνολογίας» μεταξύ των 63 χωρών της έρευνας του 2020.
Η κατηγορία της «Μελλοντικής ψηφιακής ετοιμότητας» εξετάζει το επίπεδο ετοιμότητας μιας οικονομίας να υλοποιήσει τον ψηφιακό της μετασχηματισμό. Υπό αυτή την έννοια, ενσωματώνει τρία στοιχεία: Προσαρμοστικές στάσεις, Επιχειρηματική ευελιξία και Ενσωμάτωση των τεχνολογιών Πληροφορικής (ΙΤ). Η ανταγωνιστικότητα απαιτεί οι διαθέσιμες ψηφιακές τεχνολογίες να μπορούν να «απορροφηθούν» από την κοινωνία. Η απορρόφηση των ψηφιακών τεχνολογιών απαιτεί ιδιαίτερη προσαρμοστική στάση, συμπεριλαμβανομένης της προθυμίας μιας κοινωνίας να συμμετέχει σε σχετικές ψηφιακές διαδικασίες, για παράδειγμα, να κάνει αγορές στο διαδίκτυο. Η ετοιμότητα απαιτεί επίσης την ευελιξία των επιχειρήσεων όσον αφορά την υιοθέτηση τεχνολογιών ΤΠΕ. Αναφέρεται επίσης στο επίπεδο καινοτομίας που προέρχεται από τον ιδιωτικό τομέα. Σχετικά με την ενσωμάτωση της πληροφορικής (IT Integration), αυτή αξιολογεί πόσο αποτελεσματικά εφαρμόζονται οι σχετικές πρακτικές και διαδικασίες από διάφορους φορείς. Η Ελλάδα βρίσκεται στην 46η θέση στον υποδείκτη της «Ψηφιακής ετοιμότητας» μεταξύ των 63 χώρων του IMD για το 2020.
Σύμφωνα με κάποιους υποδείκτες του ανωτέρω δείκτη, η χώρα μας έχει βελτιώσει τη θέση της στο πεδίο του ρυθμιστικού πλαισίου, όπου καταλαμβάνει την 41η θέση, έναντι της 52ης την προηγούμενη χρονιά, απόρροια των αλλαγών για παράδειγμα στις προϋποθέσεις εκκίνησης επιχειρηματικής δραστηριότητας όπου η Ελλάδα από την 26η θέση πέρσι βρίσκεται φέτος στην 6η. Σε ό,τι αφορά στην επιχειρηματική ευελιξία βρισκόμαστε στην 55η θέση έναντι της 60ης πέρσι και στην ενσωμάτωση των τεχνολογιών πληροφορικής στην 45η θέση έναντι της 50ης περσινής.
[1] IMD World Digital Competitiveness Ranking 2020
Τελικά οι μόνες βελτιώσεις που έχουν γίνει και είναι σημαντικές είναι η e-YMΣ (αυτοματοποιημένη σύσταση επιχείρησης) αλλά αν πας δίπλα στον φορολογικό φορέα η κατάσταση είναι τραγική ειδικά στις ΔΟΥ καθως η ΑΑΔΕ δεν ακολουθά τις εξeλίξεις ως προς την εξυπηρεστηση του πολιτη.
Επίσης το εταιρικό δίκαιο (4.4548/18) βοήθησε σημαντικά την αγορά και το μετρά ο MDI (11η θέση).