Το άρθρο 11 του ν. 2308/1995 (A’ 114) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 11
Περάτωση της κτηματογράφησης
1. Μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών που προβλέπονται στα άρθρα 6, 7, 8, 8α και 8β, το αρμόδιο Γραφείο Κτηματογράφησης αναμορφώνει τα κτηματολογικά διαγράμματα και τους κτηματολογικούς πίνακες, λαμβάνοντας υπόψη και κάθε άλλο στοιχείο που έχει συλλεγεί εν τω μεταξύ, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.
2. Η κτηματογράφηση περαιώνεται και πριν την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης των αιτήσεων διόρθωσης του άρθρου 7Α. Σε αυτή την περίπτωση η εξέταση των σχετικών υποθέσεων κτηματογράφησης που εκκρεμούν ενώπιον των Επιτροπών Εξέτασης διεξάγεται κατά το στάδιο λειτουργίας του Κτηματολογίου. Το αρμόδιο γραφείο κτηματογράφησης αναμορφώνει τα κτηματολογικά διαγράμματα και τους κτηματολογικούς πίνακες, λαμβάνοντας υπόψη και κάθε άλλο στοιχείο που έχει συλλεγεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.
3. Στις περιπτώσεις των παρ. 1 και 2, εγγραπτέο δικαίωμα, για το οποίο υποβλήθηκε εκπρόθεσμη δήλωση της παρ. 8 του άρθρου 2 μετά την ανάρτηση, δεν καταχωρίζεται στον κτηματολογικό πίνακα, εφόσον η καταχώρισή του θα συνεπαγόταν την αντικατάσταση (τον εκτοπισμό) δικαιώματος που είχε περιληφθεί στον κτηματολογικό πίνακα της ανάρτησης. Ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει στις περιπτώσεις της ειδικής και καθολικής διαδοχής στο δικαίωμα που είχε περιληφθεί στους κτηματολογικούς πίνακες της ανάρτησης, ούτε στις περιπτώσεις που προσκομίζεται δικαστική απόφαση, με την οποία επιλύεται διαφορά μεταξύ των δηλούντων. Σε κάθε περίπτωση, στη στήλη των παρατηρήσεων του κτηματολογικού πίνακα καταχωρίζεται σύντομη αιτιολόγηση για τις μεταβολές που επέρχονται σε σχέση με τον αντίστοιχο κτηματολογικό πίνακα της ανάρτησης. Αμέσως μετά το πέρας της αναμόρφωσης, εκδίδεται από τον Φορέα διαπιστωτική πράξη περαίωσης της όλης διαδικασίας κτηματογράφησης.
4. Οι αναμορφωμένοι κτηματολογικοί πίνακες και διαγράμματα αναρτώνται στην ιστοσελίδα του φορέα. Με απόφαση του Υπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης καθορίζονται ζητήματα τεχνικού και λεπτομερειακού χαρακτήρα για την ανάρτηση. Με ίδια απόφαση μπορεί να προβλεφθεί η αποστολή αποσπασμάτων από τους αναμορφωμένους κτηματολογικούς πίνακες και τα διαγράμματα στους αναγραφόμενους ως δικαιούχους.
5. Κατ` εξαίρεση των οριζομένων στην παρ. 1, με αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης μπορεί να διαπιστώνεται η περαίωση της διαδικασίας κτηματογράφησης για κτηματολογικές ενότητες, όταν για το σύνολο των ακινήτων που βρίσκονται σε αυτές δεν έχει υποβληθεί ένσταση κατά το άρθρο 7 ή αυτές δεν επηρεάζονται καθ` οιονδήποτε τρόπο από την υποβολή ένστασης. Στην περίπτωση αυτή το περιεχόμενο των προσωρινών κτηματολογικών πινάκων και διαγραμμάτων του άρθρου 4, όπως αυτό αναμορφώθηκε μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών των άρθρων 6, 8, 8α και 8β, μεταφέρεται στους τελικούς κτηματολογικούς πίνακες και διαγράμματα και διενεργούνται οι πρώτες εγγραφές στα κτηματολογικά βιβλία κατά το άρθρο 12.»
Στην παρ.2 εδ.α΄αναφέρεται : …. διαδικασία εξέτασης των αιτήσεων διόρθωσης του α.7Α.
Το α.7Α αναφέρεται στις επιτροπές που εξετάζουν αιτήσεις του α.6Α.
Πέραν της «άτακτης θέσης» των ως άνω άρθρων στο όλο νομοθέτημα , αφού ενώ τροποποιούν τις διατάξεις των άρθρων 11 και 12 αντίστοιχα του ν. 2308/1995, εντούτοις προηγούνται των τροποποιήσεων των άρθρων 2,4 ,8, 8Α και 8Β του ν.2308/1995 , που επέρχονται με τα άρθρα 5,6 και 7 του παρόντος νομοθετήματος, προβλέπουν την «πρόωρη περάτωση την κτηματογράφησης» με τη μεταφορά της εκκρεμότητας επί των αιτήσεων διόρθωσης του αρθ. 6Α του ν. 2308/1995 και των ενστάσεων του άρθρου 2 παρ.9 του ν. 2308/1995 (δηλ. για ακίνητα με την ένδειξη αγνώστου ιδιοκτήτη στην ανάρτηση, όπου ο ενιστάμενος επικαλείται κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία) ενώπιον των Επιτροπών εντός του λειτουργούντος Εθν.Κτηματολογίου. Η εν λόγω νομοθετική πρόβλεψη είναι ασαφής, υποδηλώνει προχειρότητα και βεβιασμένες κινήσεις , παραβλέποντας το απόλυτα διακριτό των σταδίων κτηματογράφησης και λειτουργούντος κτηματολογίου που έχει θεσμοθετηθεί από το 1995. Επί γεωτεμαχίου, για το οποίο θα έχει υποβληθεί δήλωση ή ένσταση μη εκδικασθείσα μέχρι την «περαίωση» της κτηματογράφησης, που ενδεχομένως να συνεπάγεται και γεωχωρικές μεταβολές , η «αρχική» εγγραφή σε ποιον δικαιούχο και σε ποιο ακίνητο θα αναφέρεται? Πως θα διασφαλίζεται η καλή πίστη του «εμπιστευόμενου» τις πρώτες εγγραφές? Το όποιο πρόβλημα στην καθυστέρηση των κτηματογραφήσεων παρατηρείται λόγω της υποβολής και επεξεργασίας δηλώσεων διόρθωσης και εκδίκασης ενστάσεων, μπορεί με ασφάλεια να λυθεί με την ενεργοποίηση έμπειρων νομικών και μηχανικών, είτε του δημόσιου είτε του ιδιωτικού τομέα (που θα γνωρίζουν εμπράγματο, κληρονομικό και διοικητικό δίκαιο, ώστε με ασφάλεια δικαίου και ταχύτητα να αξιολογούν και να προκρίνουν τα εγγραπτέα δικαιώματα προς καταχώριση και θα αντλούνται από ένα «μητρώο» για κάθε κτηματογραφούμενη περιοχή), οι οποίοι σε σύντομες προθεσμίες (ακόμη και ενός μηνός) θα υποχρεούνται( είτε με πρόβλεψη κινήτρων απόδοσης είτε ακόμη και με την πρόβλεψη στέρησης αμοιβής –αποζημίωσης και «διαγραφής από το μητρώο») να επεξεργασθούν τις δηλώσεις και τις ενστάσεις. Λόγω δε των συνθηκών (covid 19) η διαδικασία να είναι αποκλειστικά έγγραφη, με την έννοια να υποβάλλεται σε ηλεκτρονική μορφή η δήλωση ή η ένσταση και τα συνυποβαλλόμενα δικαιολογητικά, τα μέλη της Επιτροπής (χωρίς να αποκλείεται και η πρόβλεψη μονομελούς σύνθεσης ανάλογα με το αντικείμενο της δήλωσης ή ένστασης) να έχουν άμεση πρόσβαση στη κτηματολογική βάση, η απόφαση να είναι σε ηλεκτρονική μορφή, το δε αποτέλεσμα να κοινοποιείται επίσης ηλεκτρονικά στους ενδιαφερόμενους. Ας σημειωθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος των υποβαλλόμενων ενστάσεων είναι πρόχειρες , ασαφείς και αναπόδεικτες και έτσι η δυσκολία στην επεξεργασία τους (ιδίως από τους «εισηγητές» των αναδόχων-γραφείων κτηματογράφησης ) έγκειται στην προσπάθεια να «μαντέψουν» τι εννοεί. Ίσως αν προβλεπόταν να συντάσσονται μόνο από νομικούς , ενίοτε και με τη συνδρομή τοπογράφων μηχανικών, τα πράγματα να ήταν καλύτερα.
Προτείνεται η διακριτική μεταχείριση της ακίνητης περιουσίας εντός της ίδιας κ εντός του ίδιου ΟΤΑ γεγονός που πλήττει την ασφάλεια των συναλλαγών και την εμπιστοσύνη των πολιτών που ευαγγελίζεται το πρώτο άρθρο του εκσυγχρονιστικού νομοθετήματος.
Ο θεσμός του κτηματολογίου εδραιώνεται στην ακριβή καθορισμό των ορίων των γεωτεμαχίων και την ασφάλεια στην καταχώρηση των δικαιωμάτων.
Η συγκεκριμένη ρύθμιση προσπερνά εγγενής αδυναμίες της κτηματογράφησης που οφείλονται σε παράγοντες που σχετίζονται με την συνολική λειτουργία του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία χωλαίνει ιδιαίτερα στην καταγραφή της περιουσίας του μεγαλύτερου ιδιοκτήτη της χώρας, της μη αξιοποίησης των αρχείων των υποθηκοφυλακείων και της έλλειψης οργανωμένης ψηφιοποίησής τους και διασύνδεσή τους με το ΣΠΕΚ.
Προκαταλαμβάνεται το γεγονός της μη εμπρόθεσμης λειτουργίας των Επιτροπών Εξέτασης Ενστάσεων, οι οποίες ειδικά στις μη αστικές περιοχές θα αντιμετωπίσουν πληθώρα σφαλμάτων χωρικών και νομικών.
Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις διαταράσσουν τη θεσμική ισορροπία της κτηματολογικής διαδικασίας. Μέχρι τώρα, η εκτύλιξη της διαδικασίας κτηματογράφησης όπως προβλεπόταν από τον ν. 2308/1995 κατέληγε στη διαμόρφωση των αρχικών κτηματολογικών εγγραφών, οι οποίες αντίστοιχα αποτελούσαν το σημείο έναρξης του λειτουργούντος κτηματολογίου, υπό την έννοια του ν. 2664/1998. Οι αρχικές εγγραφές θέτονταν σε ισχύ ενιαία για όλα τα ακίνητα του ΟΤΑ που αφορούσε η σχετική μελέτη, την ίδια ημερομηνία, αφετηριάζοντας ενιαία προθεσμία διόρθωσης των σφαλμάτων τους, άρα θέτοντας και ενιαία ημερομηνία οριστικοποίησής τους. Η επιλογή αυτή του αρχικού νομοθέτη εξασφάλιζε σε μεγάλο βαθμό ασφάλεια δικαίου, καθόσον οι κοινωνοί του δικαίου μπορούσαν να ρυθμίσουν τη συναλλακτική τους συμπεριφορά βασιζόμενοι σε αυτά τα σταθερά και εύκολα εντοπίσιμα χρονικά σημεία. Στην κρίση του νομοθέτη απόκειται η διαμόρφωση της προθεσμίας για την οριστικοποίηση των αρχικών εγγραφών ώστε να εξασφαλίζεται εκτός από την ταχύτητα και πληρότητα και η (ουσιαστική) ορθότητα τους. Τη δυνατότητα αυτή εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο η Πολιτεία, καθώς με διαδοχικές παρατάσεις, η αρχικώς σύντομη προθεσμία έφτασε σε μερικές περιοχές της χώρας να εγγίζει πλέον την εικοσαετία και να συγκλίνει με μιαν άλλη μορφή αποκατάστασης της ουσιαστικής ορθότητας των εγγραφών, αυτό της κτητικής παραγραφής και της έκτακτης χρησικτησίας.
Με την προτεινόμενη τροποποίηση, η διαδικασία κτηματογράφησης συμφύρεται με τη διαδικασία του λειτουργούντος κτηματολογίου, ενώ εισάγεται ένα ιδιόρρυθμο μόρφωμα αρχικών και εκ γενετής υπό αίρεση τελουσών κτηματολογικών εγγραφών. Περαίωση της κτηματογράφησης δεν νοείται όμως πριν την οριστική διαμόρφωση των κτηματολογικών στοιχείων – άρα και πριν την εξέταση της τυχόν αίτησης διόρθωσης ή ενστάσεως. Το, έστω μαχητό, τεκμήριο ορθότητας με το οποίο είναι εξοπλισμένες οι αρχικές εγγραφές μέχρι την οριστικοποίησή τους καθιστά νομικό absurdum οποιαδήποτε σκέψη για αποσύνδεση της ολοκλήρωσης της διαδικασίας εξέτασης των αιτήσεων διόρθωσης από την περάτωση της κτηματογράφησης.
Με την παρ. 1 φαίνεται ότι διατυπώνεται ο κανόνας ότι η περαίωση της κτηματογράφησης ταυτίζεται με την αναμόρφωση των κτηματολογικών στοιχείων, προφανώς μετά την εξέταση των αιτήσεων διόρθωσης και των ενστάσεων. Στη συνέχεια, με την παρ. 4 διατυπώνεται ο κανόνας ότι «Οι αναμορφωμένοι κτηματολογικοί πίνακες και διαγράμματα αναρτώνται στην ιστοσελίδα του φορέα», με προφανή λογική ακολουθία τη διενέργεια των πρώτων εγγραφών.
Ωστόσο με την παρ. 2 εισάγεται εξαίρεση από τον παραπάνω κανόνα, σύμφωνα με την οποία: «Η κτηματογράφηση περαιώνεται και πριν την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης των αιτήσεων διόρθωσης του άρθρου 7Α», γεγονός που συνιστά αντινομία με την παρ. 3, σύμφωνα με την οποία «Αμέσως μετά το πέρας της αναμόρφωσης, εκδίδεται από τον Φορέα διαπιστωτική πράξη περαίωσης της όλης διαδικασίας κτηματογράφησης».
Δεν νοείται περαίωση της κτηματογράφησης πριν την αναμόρφωση των κτηματολογικών στοιχείων είτε με αίτηση διόρθωσης είτε με ένσταση. Η περαίωση της κτηματογράφησης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις πρώτες κτηματολογικές εγγραφές, οι οποίες παράγουν «μαχητό» τεκμήριο ορθότητας μέχρι τη δικαστική τους αμφισβήτηση ή την εξωδικαστική διόρθωσή τους, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διαδικασίες του Ν. 2664/1998, όπως ισχύει. Συνεπώς, οποιαδήποτε αποσύνδεση των δύο αυτών διαδικασιών δημιουργεί προβλήματα ασφάλειας δικαίου και υπονομεύει τη δημοσιότητα και τη δημόσια πίστη των κτηματολογικών εγγραφών, έστω και προσωρινών, εφόσον η νομική πληροφορία δεν θα είναι ακριβής και ενδεχομένως μη προσβάσιμη μέχρι την αναμόρφωση των στοιχείων.