1. Κατά των αποφάσεων του Συντονιστή Ψηφιακών Υπηρεσιών ή των αρμοδίων αρχών του άρθρου 5, με τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις σύμφωνα με το άρθρο 16, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
2. Κατά των λοιπών ατομικών διοικητικών πράξεων, που εκδίδονται από τον Συντονιστή Ψηφιακών Υπηρεσιών ή τις αρμόδιες αρχές του άρθρου 5, καθώς και κατά των κανονιστικών αποφάσεων, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος νόμου, μπορεί να ασκηθεί αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
3. Η προθεσμία για την άσκηση της αίτησης ακύρωσης ή της προσφυγής, κατά περίπτωση, και η άσκηση της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση των προσβαλλόμενων αποφάσεων του Συντονιστή Ψηφιακών Υπηρεσιών ή των αρμόδιων αρχών, εκτός αν, μετά από αίτηση του αιτούντος ή του προσφεύγοντος, το δικαστήριο, με αιτιολογημένη απόφασή του, αναστείλει, εν όλω ή εν μέρει, την εκτέλεση της πράξης, κατά τις ισχύουσες διατάξεις.
4. Για το παραδεκτό της συζήτησης των προσφυγών που ασκούνται κατά των αποφάσεων του Συντονιστή Ψηφιακών Υπηρεσιών ή των αρμόδιων αρχών του άρθρου 5, ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, με τις οποίες επιβάλλονται πρόστιμα, απαιτείται η κατάθεση ποσού ίσου με το δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του επιβαλλόμενου προστίμου και σε κάθε περίπτωση όχι μεγαλύτερου των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ, στην αρχή η οποία έχει επιβάλλει το πρόστιμο.
5. Κατά των αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών που εκδίδονται σύμφωνα με την παρ. 1, μπορεί να ασκηθεί αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Άρθρο 17-Δικαίωμα δικαστικής προσφυγής
Α. Θεωρούμε ότι θα πρέπει να προβλεφθεί ρητώς και για την περίπτωση των προσωρινών μέτρων που δύναται να επιβάλλει η ΕΕΤΤ κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11 παρ. 1 στ του σχεδίου νόμου, δικαίωμα δικαστικής προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Συγκεκριμένα θεωρούμε ότι θα πρέπει να υιοθετηθεί ο μηχανισμός που προβλέπεται και στο νόμο 3959/2011 Περί προστασίας του Ελεύθερου Ανταγωνισμού όπου στο άρθρο 25Δ παρ. 5 προβλέπεται ρητώς ότι «Η απόφαση με την οποία διατάσσονται ή ανακαλούνται ασφαλιστικά μέτρα, υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίησή της. Η απόφαση επί της προσφυγής εκδίδεται εντός τριών (3) μηνών από την συζήτηση».
Η υιοθέτηση της συγκεκριμένης πρόβλεψης κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική για την διασφάλιση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας των ελεγχόμενων και την εξασφάλιση της απαιτούμενης ασφάλειας δικαίου.
Συνεπώς θεωρούμε δέον να προστεθεί αυτοτελής παράγραφος στο άρθρο 17 του σχεδίου νόμου στην οποία θα επαναλαμβάνεται η σχετική ρύθμιση του Έλληνα νομοθέτη στο νόμο 3959/2011.
Προτεινόμενη Διατύπωση:
Άρθρο 17 παρ. 2
2. Κατά των λοιπών ατομικών διοικητικών πράξεων, που εκδίδονται από τον Συντονιστή Ψηφιακών Υπηρεσιών ή τις αρμόδιες αρχές του άρθρου 5, καθώς και κατά των κανονιστικών αποφάσεων, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος νόμου, μπορεί να ασκηθεί αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η απόφαση με την οποία διατάσσονται ή ανακαλούνται έκτακτα προσωρινά μέτρα του άρθρου 11 παρ. 1 στ’ του παρόντος νόμου, υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίησή της. Η απόφαση επί της προσφυγής εκδίδεται εντός τριών (3) μηνών από την συζήτηση.
Β. Προτείνεται η διαγραφή της παρ. 4 σύμφωνα με την οποία «4. Για το παραδεκτό της συζήτησης των προσφυγών που ασκούνται κατά των αποφάσεων του Συντονιστή Ψηφιακών Υπηρεσιών ή των αρμόδιων αρχών του άρθρου 5, ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, με τις οποίες επιβάλλονται πρόστιμα, απαιτείται η κατάθεση ποσού ίσου με το δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του επιβαλλόμενου προστίμου και σε κάθε περίπτωση όχι μεγαλύτερου των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ, στην αρχή η οποία έχει επιβάλλει το πρόστιμο.»
Η καταβολή ποσού επιπλέον του απαιτούμενου από το άρθρο 277 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ΚΔΔ) ως προϋπόθεση του παραδεκτού της άσκησης και συζήτησης των προσφυγών που ασκούνται ενώπιον του Διοικ. Εφετείου, θεσπίζει περιορισμό του δικαιώματος παροχής ένδικης προστασίας που κατοχυρώνεται από τις διατάξεις του άρθρου, ο οποίος περιορισμός δεν εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, δεδομένου ότι δεν αναφέρονται τέτοιοι στην αιτιολογική έκθεση. H συνάρτηση του παραβόλου από το ύψος του προστίμου παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Με τον καθοριζόμενο κατά την ανωτέρω διάταξη τρόπο , ύψος του παραβόλου και τη θέσπιση ανώτατου ορίου επιβολής αυτού παραβιάζονται οι ανωτέρω συνταγματικές και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις και αρχές (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 136/2013, Διοικ. Εφ. Αθ. 1645/2014) και κατά συνέπεια θεωρούμε ότι θα πρέπει να διαγραφεί η ανωτέρω παράγραφος.