32.1 Ο ελεγχόμενος για διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος Υπάλληλος μπορεί να τεθεί σε αργία κατά την κρίση της Εταιρίας πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης από το αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο:
(α) αν εκκρεμεί σε βάρος του πειθαρχική ή ποινική δίωξη για σοβαρά αδικήματα ή στερήθηκε της προσωπικής του ελευθερίας, ή
(β) αν αυτό επιβάλλεται προς διαφύλαξη των συμφερόντων της Εταιρίας.
Η θέση σε αργία δεν αποτελεί ποινή και δεν μπορεί να υπερβεί το εξάμηνο. Σε περίπτωση που υπάρχει βάσιμη υπόνοια ότι ο Υπάλληλος είναι ένοχος πράξης από την οποία προκλήθηκε βλάβη τών συμφερόντων τής Εταιρίας, επιτρέπεται παράταση της αργίας μέχρι την έκδοση της τελεσίδικης ποινικής αποφάσεως.
32.2 Η θέση του Υπαλλήλου σε αργία καθώς και η παράταση αυτής ενεργούνται με πράξη της Διοίκησης ή εξουσιοδοτημένου απ’ αυτήν στελέχους της Εταιρίας.
32.3 Ο Υπάλληλος ο οποίος τελεί σε κατάσταση αργίας απέχει από την άσκηση κύριων και παρεπόμενων καθηκόντων του.
32.4 Στον Υπάλληλο που τελεί σε κατάσταση αργίας καταβάλλεται το ήμισυ των αποδοχών του, όπως ο ν. 3198/1955 ορίζει. Εάν ο Υπάλληλος απαλλαγεί από κάθε πειθαρχική ευθύνη επιστρέφεται το μέρος τών αποδοχών που παρακρατήθηκε.