1. Οι παρ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 10 του άρθρου 12 τροποποιούνται, προστίθεται παρ. 8Α, καταργούνται οι παρ. 9 και 11 και το άρθρο διαμορφώνεται ως εξής:
« Άρθρο 12
1. Η καταχώριση ή η μετάδοση διαφημιστικών μηνυμάτων ή η ανάληψη χορηγίας μετάδοσης εκπομπής ή η διάθεση χώρου σε έντυπο ή ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού χρόνου για τη μετάδοση διαφημιστικών μηνυμάτων, πραγματοποιείται πάντοτε με προηγούμενη έγγραφη εντολή του διαφημιζόμενου ή του εξουσιοδοτημένου από αυτόν διαφημιστή προς το μέσο. Στην εντολή αναφέρονται η αξία της συναλλαγής σύμφωνα με τον τιμοκατάλογο του μέσου, συμπεριλαμβανομένων τυχόν εκπτώσεων, ο ακριβής καθορισμός του χώρου ή του χρόνου προβολής, η δήλη ημέρα ή προθεσμία εξόφλησης καθώς και οι νόμιμες επιβαρύνσεις. Εφόσον μεσολαβεί διαφημιστής: α) η εντολή δίδεται βάσει προϋφιστάμενης έγγραφης εξουσιοδότησης του διαφημιζόμενου προς τον διαφημιστή, με διάρκεια που καλύπτει τουλάχιστον τη διάρκεια της εντολής, η οποία αποστέλλεται στο μέσο και με την οποία ο διαφημιστής εξουσιοδοτείται να συμβάλλεται με το μέσο στο όνομα και για λογαριασμό του διαφημιζόμενου με αναφορά στη σύμβαση μεταξύ του διαφημιστή και του διαφημιζόμενου και στη διάρκειά της και β) ο διαφημιζόμενος ευθύνεται αλληλέγγυα και εις ολόκληρο με τον διαφημιστή έναντι του μέσου για την εξόφληση του τελευταίου.
2. Για όλες τις πράξεις της παρ. 1, το μέσο εκδίδει, σύμφωνα με τον ν. 4308/2014 (Α` 251), στο όνομα του διαφημιζόμενου τιμολόγιο, το οποίο αντιστοιχεί στην καταχώριση ή τη μετάδοση συγκεκριμένου αριθμού πράξεων της παρ. 1, συγκεκριμένης έκτασης ή χρονικής διάρκειας, για ένα συγκεκριμένο διαφημιζόμενο, σε συγκεκριμένη κατηγορία σελίδων ή ζώνης ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού προγράμματος και για συγκεκριμένη χρονική περίοδο (τουλάχιστον κάθε ημερολογιακό μήνα) και σε αυτό αναγράφονται η τιμή, η αξία της παρασχεθείσας υπηρεσίας και οι τυχόν εκπτώσεις που έχουν παρασχεθεί από το μέσο, η δήλη ημέρα ή προθεσμία εξόφλησης καθώς και το ποσό του Φ.Π.Α. και τυχόν ειδικού φόρου που αναλογούν. Εφόσον για τις πράξεις της παρ. 1 έχει υπάρξει συμφωνία προαγοράς χώρου ή χρόνου, το τιμολόγιο εκδίδεται με βάση τα προβλεπόμενα στη συμφωνία προαγοράς. Εφόσον για τις πράξεις της παρ. 1 μεσολαβεί διαφημιστής, το τιμολόγιο εκδίδεται από το μέσο στο όνομα του διαφημιστή και αντιστοιχεί υποχρεωτικά στην καταχώριση ή τη μετάδοση διαφημιστικών μηνυμάτων ή πακέτων τους, για κάθε ένα διαφημιζόμενο ξεχωριστά, αντίγραφο δε του τιμολογίου το μέσο υποχρεούται να αποστέλλει και σε κάθε διαφημιζόμενο που αφορά μέχρι το τέλος του επόμενου από την έκδοσή του μήνα.
3. Κάθε ραδιοφωνικός ή τηλεοπτικός σταθμός και κάθε εφημερίδα ή περιοδικό, που εδρεύει, εκπέμπει ή εκδίδεται σε οποιοδήποτε μέρος της Ελληνικής Επικράτειας, υιοθετεί ελεύθερα την εμπορική του πολιτική για την παροχή των πράξεων της παρ. 1, τηρώντας τη νομοθεσία περί ελεύθερου ανταγωνισμού.
Σε περίπτωση που από υφιστάμενες διατάξεις προβλέπεται η δωρεάν παροχή χρόνου ή χώρου για προβολή προεκλογικής δραστηριότητας ή άλλο σκοπό δημόσιας ωφέλειας, αυτή υπολογίζεται με βάση τον χρόνο ή χώρο που υποχρεούνται να παρέχουν τα Μέσα.
4. Όλοι οι εφαρμοστέοι φόροι, περιλαμβανομένου του ειδικού φόρου της παρ. 12 του άρθρου πέμπτου του ν. 3845/2010 (Α’ 65) επί των τηλεοπτικών διαφημιστικών μηνυμάτων, υπολογίζονται για κάθε τιμολόγιο της παρ. 2 επί του ογδόντα τοις εκατό (80%) της αξίας που προκύπτει μετά την αφαίρεση των τυχόν χορηγούμενων εκπτώσεων, με την εξαίρεση μόνο του Φ.Π.Α., που υπολογίζεται για κάθε τιμολόγιο επί του εκατό τοις εκατό (100%) της αξίας που προκύπτει μετά την αφαίρεση των τυχόν χορηγούμενων εκπτώσεων.
5. Το ποσό που αντιστοιχεί στο κόστος παραγωγής ή προσαρμογής (εφόσον αυτή επιτρέπεται κατά νομό) του διαφημιστικού μηνύματος από τον ίδιο τον ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθμό, δεν μπορεί να υπερβαίνει το τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) και το είκοσι τοις εκατό (20%) αντίστοιχα, της διαφημιστικής δαπάνης για το συγκεκριμένο αγαθό η υπηρεσία και μόνο για το πρώτο σχετικό τιμολόγιο που εκδίδεται. Με εξαίρεση την περίπτωση που χορηγός είναι μη κερδοσκοπικός οργανισμός, η χορηγία θεωρείται διαφήμιση, χρονικής διάρκειας ίσης με την εμφάνιση της επωνυμίας ή του διακριτικού τίτλου ή του σήματος των προϊόντων του χορηγού. Διαφήμιση επίσης θεωρείται και οποιαδήποτε δημοσίευση που περιέχει διαφημιστικό μήνυμα και καταχωρείται στο σώμα του εντύπου, σε ένθετο, αφιέρωμα κ.λπ. ή διανέμεται μαζί με αυτό, είτε γίνεται επί πληρωμή είτε δωρεάν, με εξαίρεση την περίπτωση που διαφημιζόμενος είναι μη κερδοσκοπικός οργανισμός.
Του ειδικού φόρου επί των διαφημίσεων απαλλάσσονται μηνύματα κοινωνικού περιεχομένου προβαλλόμενα σύμφωνα με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 21 του άρθρου 3.
6. Πιστωτικά τιμολόγια που εκδίδονται από τα μέσα προς τους πελάτες τους, μεταξύ άλλων και λόγω επίτευξης εκπτώσεων κύκλου εργασιών (τζίρου) κατά την παρ. 5 του άρθρου 19 του ν. 2859/2000 (Α` 248), περιλαμβάνουν υποχρεωτικά αναφορά στους αριθμούς των σχετικών τιμολογίων της παρ. 2, στον Α.Φ.Μ. του διαφημιζόμενου, καθώς και του τυχόν διαφημιστή που μεσολαβεί, στο ποσό της έκπτωσης και στους πιστούμενους φόρους που αναλογούν, περιλαμβανομένου και του ειδικού φόρου τηλεοπτικών διαφημίσεων που αναλογεί.
7. Οι δαπάνες των διαφημιζομένων που αφορούν σε πράξεις της παρ. 1 λογίζονται ως εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες του άρθρου 22 του ν. 4172/2013 (Α` 167), καθώς και της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας φορολογίας εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων ή νομικών οντοτήτων, μόνο εφόσον οι σχετικές πράξεις υλοποιούνται κατά τις προβλέψεις του παρόντος άρθρου.
8. Τα μέσα της παρ. 1 δικαιούνται να παρέχουν στο τέλος κάθε ημερολογιακού έτους επιβράβευση αποκλειστικά στους διαφημιστές, η οποία υπολογίζεται επί του συνόλου της διαφημιστικής δαπάνης που πραγματοποίησαν σε αυτά. Το ποσοστό της επιβράβευσης δεν μπορεί να υπερβαίνει το εννέα κόμμα εννέα τοις εκατό (9,9%) επί του συνόλου της ως άνω διαφημιστικής δαπάνης. Όλα τα παραστατικά, τα σχετικά με τον υπολογισμό και την καταβολή της επιβράβευσης αυτής, κοινοποιούνται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., η οποία χορηγεί αντίγραφο σε όποιον έχει έννομο συμφέρον. Διαφημιστής για την εφαρμογή του άρθρου αυτού θεωρείται μόνο η επιχείρηση που παρέχει διαφημιστικές υπηρεσίες στο σύνολο των πελατών της και συναλλάσσεται με τα μέσα ως συνέπεια αυτών των διαφημιστικών υπηρεσιών, κατόπιν έγγραφης επ` αυτού εντολής των διαφημιζόμενων πελατών της. Δεν δικαιούνται επιβράβευσης οι επιχειρήσεις που μεσολαβούν μεταξύ διαφημιστών και μέσων και οι επιχειρήσεις που απλώς συμβάλλονται με τα μέσα χωρίς να παρέχουν εν τοις πράγμασι τις πιο πάνω διαφημιστικές υπηρεσίες. Μόνο η απλή αγορά χώρου και χρόνου (εντολή μετάδοσης ή καταχώρισης), έστω και κατόπιν έγγραφης εντολής του διαφημιζόμενου πελάτη, δεν συνιστά διαφημιστική υπηρεσία για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Η επιβράβευση δεν μπορεί να παρέχεται με τη μορφή ίσης αξίας διαφημιστικού χρόνου ή χώρου. Απαγορεύεται η άμεση ή έμμεση καταβολή της ανωτέρω επιβράβευσης από τους διαφημιστές στους διαφημιζομένους. Εάν χορηγηθεί επιβράβευση ανώτερη από την προβλεπόμενη στον διαφημιστή από το μέσο ή υπάρξει καταβολή της επιβράβευσης αυτής από τον διαφημιστή στον διαφημιζόμενο, επιβάλλεται στον διαφημιστή ή και στον διαφημιζόμενο, εάν συντρέχει περίπτωση λήψης απ` αυτόν επιβράβευσης κατά τα ανωτέρω, με πράξη της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. πρόστιμο ίσο με το πενταπλάσιο του ποσού αυτού. Εάν καταβληθούν οι μη επιτρεπόμενες επιβραβεύσεις από τις διατάξεις της παρούσας, αυτές θεωρούνται ως αχρεωστήτως καταβληθείσες και επιστρέφονται σε αυτόν που τις κατέβαλε. Ο έλεγχος της Δ.Ο.Υ. για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής μπορεί να επεκτείνεται στις επιχειρήσεις που μεσολαβούν για την πραγματοποίηση της διαφήμισης ή της καταχώρισης, καθώς και στις επιχειρήσεις που αφορά άμεσα η διαφήμιση ή καταχώριση.
8A. Μη εξουσιοδοτημένες πωλήσεις διαφημιστικού χρόνου
α. Μη εξουσιοδοτημένη πώληση διαφημιστικού χώρου ή χρόνου συνιστά: (αα) κάθε πώληση διαφημιστικού χώρου ή χρόνου από διαφημιστή σε διαφημιζόμενη επιχείρηση, όταν ο διαφημιστής, κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας πώλησης, δεν έχει προαγοράσει τον πωλούμενο διαφημιστικό χώρο ή χρόνο, (αβ) κάθε σύμβαση με την οποία διαφημιστής δεσμεύεται έναντι διαφημιζόμενης επιχείρησης σχετικά με την τιμή ή το κόστος ανά μονάδα διαφημιστικής φόρτισης (CPR) στην οποία θα της διαθέσει διαφημιστικό χώρο ή χρόνο, ή εγγυάται την τιμή ή το κόστος ανά μονάδα διαφημιστικής φόρτισης (CPR) στην οποία θα της διαθέσει διαφημιστικό χώρο ή χρόνο, όταν ο διαφημιστής κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας αυτής δεν έχει ήδη συμφωνήσει τις αντίστοιχες τιμές ή κόστος ανά μονάδα διαφημιστικής φόρτισης (CPR) με μέσα της παρ. 1, (αγ) οποιαδήποτε σύμβαση, συναλλαγή ή αλληλουχία συναλλαγών, μεταξύ δύο ή περισσότερων συμβαλλόμενων, με ισοδύναμο οικονομικό αποτέλεσμα και (αδ) οποιαδήποτε σύμβαση μεταξύ διαφημιστή και διαφημιζόμενης επιχείρησης που παραπέμπει άμεσα ή έμμεσα στους εκάστοτε τιμοκαταλόγους μέσων της παρ. 1, χωρίς συγκεκριμένη προηγούμενη δέσμευση των μέσων ενημέρωσης ως προς την τιμή ή το κόστος ανά μονάδα διαφημιστικής φόρτισης και για συγκεκριμένο όγκο και για συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
β. Μια συμφωνία που πληροί τα κριτήρια της ανωτέρω περ. α συνιστά μη εξουσιοδοτημένη πώληση ακόμα και αν: (βα) το σχετικό τιμολόγιο του διαφημιστή για την καταβολή της αμοιβής του εκδίδεται σε χρόνο μεταγενέστερο της σύναψης της συμφωνίας, (ββ) αναφέρεται σε τιμή πώλησης που είναι σταθερή ή κυμαινόμενη, ή μέση τιμή, ή προσδιορίζεται από πριν με βάση κάποιο συντελεστή, όπως συντελεστή αύξησης η μείωσης του κύκλου εργασιών της διαφημιστικής αγοράς.
γ. Απαγορεύεται και είναι απολύτως άκυρη κάθε μη εξουσιοδοτημένη πώληση διαφημιστικού τηλεοπτικού χρόνου και κάθε σύμβαση που περιλαμβάνει μη εξουσιοδοτημένη πώληση διαφημιστικού χρόνου.
δ. Συμφωνίες των περ. α και β είναι έγκυρες μόνο εάν προϋπάρχουν συγκεκριμένες δεσμευτικές συμφωνίες με τα μέσα της παρ. 1 για κάθε ένα διαφημιζόμενο ξεχωριστά. Οι συμφωνίες των περ. α και β επισυνάπτονται ως παράρτημα της συμφωνίας διαφημιστή και διαφημιζόμενου και περιλαμβάνουν συγκεκριμένες τιμές ή κόστος ανά μονάδα διαφημιστικής φόρτισης, συγκεκριμένους όγκους και συγκεκριμένες περιόδους προβολής. Ο όγκος και οι περίοδοι προβολής πρέπει να είναι αντίστοιχες με τις δεσμεύσεις του διαφημιστή προς τον διαφημιζόμενο.
ε. Χρηματικά ποσά ή άλλα ανταλλάγματα που τυχόν καταβλήθηκαν άμεσα ή έμμεσα για μη εξουσιοδοτημένη πώληση διαφημιστικού τηλεοπτικού χρόνου δεν αναγνωρίζονται φορολογικά σύμφωνα με την παρ. 7.
στ. Στον διαφημιστή και στον διαφημιζόμενο που παραβιάζει την απαγόρευση της περ. γ, η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) επιβάλλει χρηματικό πρόστιμο ίσο με την οικονομική αξία της μη εξουσιοδοτημένης πώλησης. Η παράβαση διαπιστώνεται και το πρόστιμο επιβάλλεται, βεβαιώνεται και εισπράττεται από την Α.Α.Δ.Ε., σύμφωνα με τη διαδικασία του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων.
9. Η παρ. 9 καταργείται.
10. Οι γενικές διατάξεις του δικαίου του ανταγωνισμού ισχύουν και ως προς την εμπορική πρακτική των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, των διαφημιστών και των διαφημιζομένων, ως προς τις μεταξύ τους σχέσεις. Απαγορεύεται κάθε άμεση ή έμμεση οργανωμένη και συστηματική ή μη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ διαφημιζόμενων επιχειρήσεων ή/και διαφημιστών, ή μεταξύ των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, σχετικά με τις τιμές πώλησης ή τις μέσες τιμές πώλησης ή το κόστος ανά μονάδα διαφημιστικής φόρτισης (CPR) ή τη διαφημιστική δαπάνη για την αγορά διαφημιστικού χώρου ή χρόνου από μέσα της παρ. 1. Οι διαφημιστικές επιχειρήσεις, εφόσον λειτουργούν ως ανώνυμες εταιρείες, έχουν υποχρεωτικά ονομαστικές μετοχές. Εφόσον οι μετοχές αυτές κατέχονται από άλλη ανώνυμη εταιρεία, οι μετοχές αυτής της εταιρείας πρέπει να είναι ονομαστικές και ούτω καθεξής μέχρι φυσικού προσώπου. Από την υποχρέωση του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται οι εταιρείες που είναι εισηγμένες σε ημεδαπό ή αλλοδαπό χρηματιστήριο αξιών, καθώς και οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες και οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου. Ειδικά για την παροχή διαφημιστικών υπηρεσιών προς τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, η εξαίρεση του προηγούμενου εδαφίου ισχύει μόνο για τις ανώνυμες εταιρείες, οι οποίες προσκομίζουν πιστοποιητικό φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας προς το ελληνικό Δημόσιο, καθώς και έγγραφο δανειοληπτικής ικανότητας από αξιόχρεο πιστωτικό ίδρυμα. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού στον οποίο έχουν ανατεθεί οι αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας και Ενημέρωσης, μπορούν να καθορίζονται οι ειδικότερες προϋποθέσεις και οι τυχόν αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
11. Η παράγραφος 11 καταργείται.
12. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και Υπουργού στον οποίο έχουν ανατεθεί οι αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας και Ενημέρωσης είναι δυνατόν να καθορίζονται λεπτομέρειες που είναι τυχόν αναγκαίες για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.»
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΑΡ.10 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 46
Η προτεινόμενη ρύθμιση [«Απαγορεύεται κάθε άμεση ή έμμεση οργανωμένη και συστηματική ή μη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ διαφημιζόμενων επιχειρήσεων ή/και διαφημιστών, ή μεταξύ των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, σχετικά με τις τιμές πώλησης ή τις μέσες τιμές πώλησης ή το κόστος ανά μονάδα διαφημιστικής φόρτισης (CPR) ή τη διαφημιστική δαπάνη για την αγορά διαφημιστικού χώρου ή χρόνου από μέσα της παρ. 1»] α) αντιβαίνει στο Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο και β) οδηγεί χωρίς δικαιολογητική βάση σε κατάργηση της υπηρεσίες media auditing.
Οι media auditors είναι επιχειρήσεις, οι οποίες ακολουθώντας τη διε θνή πρακτική, συγκεντρώνουν δειγματοληπτικά στοιχεία κόστους από διαφημιζόμενες εταιρείες υπό όρους εμπιστευτικότητας (NDAs). Τα στοιχεία αυτά τυγχάνουν επεξεργασίας μέσω των διαθέσιμων στην αγορά στοιχείων τηλεθέασης και έτσι προκύπτει το κόστος ανά μονάδα τηλεθέασης/ διαφημιστικής φόρτισης (CPR). Οι media auditors ποτέ δεν μεταφέρουν ατομικά στοιχεία από τον ένα πελάτη τους στον άλλο σχετικά με τις τιμές πώλησης ή τις μέσες τιμές πώλησης ή το CPR ή τη διαφημιστική δαπάνη κάθε πελάτη. Απλώς συγκρίνουν τις επιδόσεις του καθενός, με το μέσο όρο του δείγματος. Με τον τρόπο αυτό ο διαφημιζόμενος μπορεί να συγκρίνει το κόστος του με το αντίστοιχο μέσο κόστος και να διαπιστώσει αν πληρώνει ακριβότερα ανά μονάδα τηλεθέασης σε σχέση με την αγορά, έχοντας τη δυνατότητα να επιλέξει τον αποδοτικότερο και ορθολογικότερο τρόπο διαχείρισης των διαφημιστικών του πόρων. Έτσι, διατηρείται ανταγωνιστικό το κόστος διαφήμισης, προάγεται ο ανταγωνισμός μεταξύ παρόχων διαφημιστικού χώρου και χρόνου, προς όφελος και των καταναλωτών.
Η δραστηριότητά του media auditing αποτελεί καθιερωμένη και νομιμότατη πρακτική σε ολόκληρο τον κόσμο. Σε κάθε Ευρωπαϊκή χώρα υπάρχουν τουλάχιστον 3-5 media auditors. Επισημαίνεται ότι αυτό που επιδιώκεται και σε σημαντικό βαθμό επιτυγχάνεται με τις υπηρεσίες των media auditors παρέχεται στους διαφημιζόμενους στα ψηφιακά Μέσα, καθώς σε αυτά το κόστος ανά μονάδα (ανά χιλιάδα impressions ή ανά κλικ) είναι κοινή γνώση, αφού όλα μετριούνται ή συμφωνούνται (τόσα cents per click) ή βγαίνουν σε αυτόματο πλειοδοτικό διαγωνισμό. Τυχόν θέση σε ισχύ της προτεινόμενης ρύθμισης, ουσιαστικά θέτει εκτός αγοράς τον κλάδο media auditing στην Ελλάδα συνεπώς και την εταιρεία μας, καθώς θα καταστεί απαγορευμένη η παροχή των στοιχείων διαφημιστικού τους και αντίστοιχα απόλυτα απαγορευμένος ο υπολογισμός του CPR. Τούτο αφενός θα αποτελεί πανευρωπαϊκή πρωτοτυπία.
Η προτεινόμενη ρύθμιση εισάγει ειδικό δίκαιο ανταγωνισμού, θεσπίζοντας μία απόλυτη απαγόρευση στην ανταλλαγή πληροφοριών στον κλάδο της διαφήμισης. Ωστόσο, η ανταλλαγή πληροφοριών απαγορεύεται στο ενωσιακό δίκαιο ανταγωνισμού μόνο υπό συγκεκριμένες, αυστηρές προϋποθέσεις: αν αφορά τιμές πώλησης συγκεκριμένου προμηθευτή ή ποσότητες που θα παραχθούν. Λοιπές πληροφορίες, όπως εν προκειμένω αυτές που αφορούν μέσες τιμές πώλησης και το CPR θα απαγορευόταν να ανταλλάσσονται μόνο αν αποδεικνυόταν ότι τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού [βλ. Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του άρθρου 101 της ΣΛΕΕ στις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας, 2011/C 11/01, παρ. 74 επ.]. Στην περίπτωση των media auditors τέτοιο αποτέλεσμα δεν συντρέχει διότι δεν παρέχονται εξατομικευμένα στοιχεία διαφημιστικού κόστους αλλά εξάγονται μέσοι όροι. Αντίθετα, με την υπηρεσία media auditing προάγεται ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα ΜΜΕ και η οικονομική αποτελεσματικότητα των διαφημιζομένων, μέσω της αποδοτικότερης αξιοποίησης των διαφημιστικών πόρων, προς όφελος εν τέλει και των καταναλωτών.
Στην πράξη, με την προτεινόμενη ρύθμιση ο Έλληνας νομοθέτης θα απαγορεύσει αυτό που καμία αρχή ανταγωνισμού δεν έχει κρίνει ότι συνιστά νόθευση του ανταγωνισμού, κατά παράβαση του ενωσιακού δικαίου ανταγωνισμού (άρθρο 101 ΣΛΕΕ). Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να αντιβαίνει η προτεινόμενη ρύθμιση ευθέως στο άρθρο 3 παρ.2 του Κανονισμού ΕΕ 1/2003, κατά το οποίο: 2. Η εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας ανταγωνισμού δεν επιτρέπεται να έχει ως αποτέλεσμα την απαγόρευση συμφωνιών, αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων ή εναρμονισμένων πρακτικών οι οποίες είναι πιθανόν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, αλλά οι οποίες δεν περιορίζουν τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης, ή οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης ή καλύπτονται από κανονισμό για την εφαρμογή του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης..».
Επιπλέον, η προτεινόμενη ρύθμιση παραβιάζει σαφώς την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 Συντάγματος και αντίστοιχη γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου), αφού απαγορεύοντας την ανταλλαγή πληροφοριών, χωρίς νομιμοποιητική βάση και αιτία [ποιος ο περιορισμός του ανταγωνισμού; Ποιον θίγει η διαφάνεια στην αγορά διαφήμισης;]:
α) καταργεί τη διεθνώς κατοχυρωμένη δραστηριότητα media auditing,
β) θίγει τα έννομα συμφέροντα των διαφημιζομένων επιχειρήσεων, οι οποίες χωρίς media auditing δεν έχουν μέτρο σύγκρισης σχετικά με τις τιμές χρέωσης από τα ΜΜΕ, ουσιαστικά διατηρώντας αυτές εκτός ανταγωνιστικής πίεσης, θίγοντας έτσι αναμφισβήτητα και τα συμφέροντα του καταναλωτή.
Η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας καθίσταται πιο εμφανής από το γεγονός ότι το ίδιο αποτέλεσμα που θεωρητικά προσπαθεί να αποτρέψει η προτεινόμενη ρύθμιση (η γνώση δηλ. του μέσου κόστους ανά μονάδα τηλεθέασης) ήδη επιτυγχάνεται και παρέχεται στους διαφημιζόμενους από τα ψηφιακά μέσα παροχής διαφημιστικών υπηρεσιών (ιστοσελίδες στο διαδίκτυο και κυρίως πλατφόρμες τύπου Facebook, Instagram κλπ.) και μάλιστα με απόλυτη ακρίβεια (αριθμός επισκέψεων, αριθμός clicks κλπ.). Συνεπώς, η προτεινόμενη ρύθμιση είτε θα τιμωρεί στην πράξη τους διαφημιζόμενους στα αναλογικά ΜΜΕ (στρέφοντας εν τέλει αυτούς στα ψηφιακά μέσα) είτε θα πρέπει να επεκταθεί και στα ψηφιακά μέσα, κάτι, ασφαλώς που θα αποτελούσε νομοθετικό παραλογισμό.
Τέλος, η προτεινόμενη διάταξη τυπικά θα απαγορεύει την παροχή πληροφοριών από διαφημιζόμενους και σε media auditors εγκατεστημένους στην αλλοδαπή. Ανεξαρτήτως των πρακτικών δυσκολιών εφαρμογής στην πράξη (πχ πώς θα απαγορεύσει ο νόμος στην ελληνική θυγατρική μίας πολυεθνικής να δώσει στοιχεία διαφημιστικού της κόστους στα ελληνικά ΜΜΕ και εν συνεχεία η μητρική να προωθήσει τα εν λόγω στοιχεία στον αλλοδαπό media auditor;) η προτεινόμενη απαγόρευση αποστολής πληροφοριών κόστους και στη συνέχεια επεξεργασίας αυτών από τον αλλοδαπό media auditor θα συνιστούσε περιορισμό της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών κατά παράβαση του άρθρου 56 ΣΛΕΕ. Από το άλλο μέρος, τυχόν πρόβλεψη ότι εξαιρούνται τις απαγόρευσης οι πληροφορίες προς και από media auditor εκτός Ελλάδος θα αντίκειτο στην συνταγματική αρχή της ισότητας και στην πράξη θα οδηγούσε τις ελληνικές επιχειρήσεις (όσες θα μπορούσαν να αντέξουν το κόστος) στην αναζήτηση media auditor στο εξωτερικό, κάτι επίσης παράλογο.
Σχόλιο στο ΜΕΡΟΣ Β’, ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’, ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ ΣΤΑ Μ.Μ.Ε., Άρθρο 46, Διαφήμιση στα Μ.Μ.Ε., Τροποποιήσεις άρθρου 12 του ν. 2328/1995, Παράγραφος 8A, Μη εξουσιοδοτημένες πωλήσεις διαφημιστικού χρόνου, από τον Σύνδεσμο Διαφημιζομένων Ελλάδος (ΣΔΕ)
Η παρούσα διάταξη αποτελεί αδικαιολόγητη παρέμβαση στην λειτουργία της διαφημιστικής αγοράς και η εφαρμογή της επηρεάζει και δύναται να παρεμποδίσει την ομαλή διεξαγωγή διαγωνισμών ανάθεσης διαφημιστικών λογαριασμών Μέσων (media spec) που προκηρύσσει ένας διαφημιζόμενος με σκοπό να επιλέξει την ποιοτικότερη και συμφερότερη για τις ανάγκες του πρόταση ή ακόμα και να οδηγήσει σε αλλοίωση των αποτελεσμάτων των διαγωνισμών. Οι λόγοι γι αυτό είναι οι ακόλουθοι:
1. Παρεμβαίνει διοικητικά στην αγορά και στον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης και παραβιάζει τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, δημιουργώντας γραφειοκρατικά εμπόδια και στρεβλώσεις σε μια διαδικασία που οφείλει να είναι απρόσκοπτη και ελεύθερη μεταξύ δύο ιδιωτικών μερών, δηλαδή των διαφημιζομένων και των διαφημιστικών εταιρειών.
2. Σε περίπτωση καταχρηστικής εφαρμογής της διάταξης, ελλοχεύει ο κίνδυνος επιρροής στα αποτελέσματα του διαγωνισμού.
Παρακαλούμε όπως εκτιμήσετε τις παραπάνω παρατηρήσεις μας και αποσύρετε την παρ. 8A του άρθρου 46 η οποία δημιουργεί υποχρέωση προηγούμενης έγγραφης συμφωνίας των Μέσων πριν την υποβολή προσφοράς από τις διαφημιστικές εταιρείες κατά την διαγωνιστική διαδικασία ανάθεσης διαφημιστικών λογαριασμών Μέσων (media spec).
Σχόλιο στο ΜΕΡΟΣ Β’, ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’, ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ ΣΤΑ Μ.Μ.Ε., Άρθρο 46, Διαφήμιση στα Μ.Μ.Ε., Τροποποιήσεις άρθρου 12 του ν. 2328/1995, Παράγραφος 10, από τον Σύνδεσμο Διαφημιζομένων Ελλάδος (ΣΔΕ)
H διάταξη αυτή οδηγεί στην απαγόρευση παροχής υπηρεσιών μέτρησης της διαφημιστικής αποτελεσματικότητας (media auditing) και αποτελεί αδικαιολόγητη παρέμβαση στην λειτουργία της διαφημιστικής αγοράς, λειτουργεί εις βάρος του υγιούς και θεμιτού ανταγωνισμού και δύναται να δημιουργήσει ανισότητες.
Αναλυτικά:
1. Οι υπηρεσίες μέτρησης της διαφημιστικής αποτελεσματικότητας (media auditing) είναι απολύτως νόμιμες και απαραίτητες για την ομαλή λειτουργία της αγοράς. Αποτελούν δε βασικό εργαλείο για κάθε διαφημιζόμενο, καθώς του δίνουν τη δυνατότητα να προβαίνει σε διορθωτικές κινήσεις της διαφημιστικής του δαπάνης και μετακίνηση, αν κρίνει αποτελεσματικότερο, των σχετικών κονδυλίων του, είτε σε άλλα κανάλια, είτε σε άλλα Μέσα (π.χ. τύπο, ραδιόφωνο, ψηφιακά Mέσα κλπ). Ειδικά στην Ελλάδα, όπου από το 2015 έχει σταματήσει η δημοσίευση ή χορήγηση πληροφοριών σχετικά με την τεκμαρτή διαφημιστική δαπάνη προϊόντων και υπηρεσιών, οι υπηρεσίες media auditing είναι το μοναδικό εργαλείο για την επίτευξη της ελάχιστης οριζόντιας διαφάνειας και την ομαλή λειτουργία της αγοράς και του ανταγωνισμού.
2. Η θεσπιζόμενη απαγόρευση παροχής υπηρεσιών media auditing:
α) Στερείται νομικής βάσης, καθώς πρόκειται για διεθνώς καθιερωμένο θεσμό ελέγχου και μετρήσεων που δραστηριοποιείται αδιατάρακτα, μεταξύ άλλων, σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή αγορά και στο Ηνωμένο Βασίλειο τουλάχιστον από το 1976 και του οποίου οι προσφερόμενες υπηρεσίες δεν έχουν αμφισβητηθεί από τις Επιτροπές Ανταγωνισμού ή άλλες αρμόδιες Αρχές των χωρών στις οποίες προσφέρονται. Η παροχή υπηρεσιών media auditing εδράζεται σε αυστηρούς δεοντολογικούς κανόνες που καταγράφονται από πανευρωπαϊκούς και εθνικούς θεσμικούς φορείς, όπως π.χ. η EACA (European Association of Advertising Agencies), η WFA (World Federation of Advertisers), η ΙSBA (Incorporated Society of British Advertisers), οι κανόνες λειτουργίας και δεοντολογίας των οποίων τυγχάνουν της έγκρισης και ακολουθούν τις κατευθυντήριες οδηγίες του ICC (International Chamber of Commerce).
β) Συνιστά αδικαιολόγητη παρέμβαση στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς κατά παράβαση του ευρωενωσιακού καθεστώτος αλλά και της συνταγματικής ελευθερίας που προβλέπεται από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος περί της ελευθερίας ανάπτυξης οικονομικής δραστηριότητας.
γ) Είναι και στην πράξη αλυσιτελής καθώς οι διαφημιζόμενοι, και ιδιαίτερα οι μεγαλύτεροι από αυτούς, θα προστρέξουν στην λήψη τέτοιων αναγκαίων υπηρεσιών από εταιρείες του εξωτερικού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το εγχώριο κόστος και, ενδεχόμενα εις βάρος των διαφημιζομένων μικρότερης οικονομικής δύναμης, που θα βρεθούν σε ήσσονα θέση.
3. Από το γεγονός ότι ο διαφημιζόμενος σε καμία περίπτωση δεν πληροφορείται από τους media auditors τη διαφημιστική δαπάνη ή οποιοδήποτε κρίσιμο εμπορικό στοιχείο ανταγωνιστή, παρά μόνο τον μέσο όρο της κατηγορίας στην οποία ανήκει, καταπίπτει κάθε προσπάθειας ατιολόγησης της θεσμοθέτησης απαγόρευσης παροχής υπηρεσιών μέτρησης της διαφημιστικής αποτελεσματικότητας (media auditing).
Παρακαλούμε όπως εκτιμήσετε τις παραπάνω παρατηρήσεις μας και αποσύρετε την παρ. 10 του άρθρου 46 που οδηγεί σε απαγόρευση παροχής υπηρεσιών μέτρησης της διαφημιστικής αποτελεσματικότητας (media auditing).
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10
«Απαγορεύεται κάθε άμεση ή έμμεση οργανωμένη και συστηματική ή μη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ διαφημιζόμενων επιχειρήσεων ή/και διαφημιστών, ή μεταξύ των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, σχετικά με τις τιμές πώλησης ή τις μέσες τιμές πώλησης ή το κόστος ανά μονάδα διαφημιστικής φόρτισης (CPR) ή τη διαφημιστική δαπάνη για την αγορά διαφημιστικού χώρου ή χρόνου από μέσα της παρ. 1.»
Η ως άνω διατύπωση δημιουργεί προβλήματα ερμηνείας. Αν η πρόθεση είναι να απαγορευθεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ομοειδών επιχειρήσεων (Μέσα, Διαφημιζόμενοι, Διαφημιστές) θα πρέπει να γίνει σαφές. Τα διαζευκτικά (ή/και) δημιουργούν αμφιβολίες και προφανώς δεν μπορεί να απαγορεύεται η ανταλλαγή πληροφοριών στην καθημερινή επαφή μεταξύ ενός Μέσου και ενός Διαφημιστή ή ενός Διαφημιστή και ενός Διαφημιζόμενου, προκειμένου να λειτουργήσει η διαδικασία media planning και media buying.
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8 Α
Διαφωνούμε με το περιεχόμενο της παραγράφου για τους εξής λόγους:
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ
Για πολλοστή φορά στην ιστορία του άρθρου 12 γίνεται μια ακόμα απόπειρα ακραίας κρατικής παρέμβασης στη φυσιολογική λειτουργία της αγοράς διαφήμισης, όπως είναι διαμορφωμένη σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο.
Ως προς τους οικονομικούς όρους αγοράς χώρου και χρόνου, ο διαφημιστής κάνει προβλέψεις με βάση αντικειμενικά δεδομένα και ειδική τεχνογνωσία. Για αυτές τις προβλέψεις δεσμεύεται με δική του ευθύνη απέναντι στο διαφημιζόμενο πελάτη του, είτε συμβατικά είτε όχι. Καμμία σύμβαση μεταξύ τρίτων (διαφημιστής – διαφημιζόμενος) δεν δεσμεύει τα Μέσα να πωλήσουν το χώρο ή χρόνο τους σε τιμή που δεν ικανοποιεί τα ίδια.
Εδώ, προφανώς, η Κυβέρνηση έρχεται να ικανοποιήσει νομοθετικά την επιθυμία των Μέσων (και δη των τηλεοπτικών σταθμών όπως γίνεται φανερό από την ορολογία που χρησιμοποιείται στο κείμενο) να πωλήσουν σε ψηλότερες τιμές και με αυτές τις τιμές να δεσμεύσουν, εκ των προτέρων, τον οικονομικό προγραμματισμό των αγοραστών τους διαφημιστών και διαφημιζόμενων, ΧΩΡΙΣ να διασφαλίζεται η ισότιμη μεταχείρισή τους από τα Μέσα, με αντικειμενικά οικονομικά κριτήρια, ιδίως σε διαγωνιστικές διαδικασίες, τόσο του ιδιωτικού, όσο και του δημόσιου τομέα.
Πρέπει εδώ να σημειώσουμε, ότι με βάση μελέτες διεθνών δικτύων, οι τιμές πώλησης διαφημιστικού χρόνου στην Ελλάδα είναι στο μέσο επίπεδο τιμών της Ευρώπης και όχι χαμηλές.
Το βασικότερο, όμως, είναι ότι οι τιμές στην Αγορά – οποιαδήποτε Αγορά – δεν ορίζονται με νόμους αλλά με τους κανόνες προσφοράς και ζήτησης. Ο κρατικός παρεμβατισμός είναι ωφέλιμος μόνο σε περιπτώσεις που πρέπει να προστατευθεί το δημόσιο συμφέρον ή ο καταναλωτής και μόνο για να κρατήσει τις τιμές χαμηλά, όπως στα αγαθά πρώτης ανάγκης. Η ρύθμιση αντιβαίνει στη στρατηγική της Κυβέρνησης για ελεύθερη οικονομία.
Με τα σημερινά δεδομένα, η προσφορά διαφημιστικού χώρου και χρόνου είναι μεγαλύτερη από τη ζήτηση. Η χαμηλή ζήτηση χώρου και χρόνου είναι αποτέλεσμα της 10ετούς οικονομικής κρίσης και της πανδημίας που έχουν οδηγήσει στη συρρίκνωση του εισοδήματος των καταναλωτών και επομένως στον περιορισμό της ζήτησης προϊόντων. Αυτό οδηγεί νομοτελειακά τη βιομηχανία σε προσπάθεια περιορισμού των κέντρων κόστους, ανάμεσα στα οποία και η διαφήμιση.
Ο μοναδικός τρόπος να ανέβουν οι τιμές είναι είτε να αυξηθεί σημαντικά η ζήτηση, είτε τα ίδια τα Μέσα να περιορίσουν την προσφορά χώρου και χρόνου. Η υπό συζήτηση οδηγία τούς δίνει αυτή τη δυνατότητα και αν η Κυβέρνηση επιθυμεί να παρέμβει νομοθετικά για να τους ενισχύσει αυτή τη δυνατότητα, μπορεί να το κάνει.
Αντίθετα, η προτεινόμενη διάταξη δεν πρόκειται να φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα, γιατί πολύ απλά, όσο η ζήτηση για διαφημιστικό χώρο και χρόνο συνεχίζει να είναι μικρότερη από την προσφορά, η όποια πίεση στις τιμές θα υπάρχει είτε με γραφειοκρατικές προβλέψεις προ-συμφωνιών, είτε όχι.
Συνεπώς, δεν χρειάζεται νομοθέτηση για αυτό το σκοπό. Το μόνο που θα επιτύχει αυτή η διάταξη, αν ψηφιστεί, θα είναι να επιβαρυνθεί η λειτουργία της ΑΑΔΕ με ένα αντικείμενο που δεν γνωρίζει και δεν την αφορά εκ του ιδρυτικού της σκοπού.
Επίσης, θα επιβαρυνθεί το διοικητικό κόστος λειτουργίας των διαφημιστικών εταιριών και των διαφημιζόμενων, υπό την απειλή επαχθέστατων προστίμων, πρωτοφανούς ύψους.
Μετά από ένα ή δύο χρόνια, θα έχουν όλοι διαπιστώσει ότι άλλη μια ιδέα δεν λειτούργησε και θα συζητείται η επόμενη τροποποίηση του άρθρου 12.
Ας σταματήσει εδώ αυτή η ατελέσφορη προσπάθεια.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ
Η κατά την αιτιολογική έκθεση αφηρημένη επίκληση της ανάγκης θέσπισης «εύλογων περιορισμών» στην ελευθερία συμβάσεων μεταξύ διαφημιστή και διαφημιζόμενου (ειδικότερη έκφανση της συνταγματικά κατοχυρωμένης οικονομικής ελευθερίας), «προκειμένου να λειτουργήσει ορθά ο ελεύθερος ανταγωνισμός» δεν τους καθιστά και θεμιτούς. Και τούτο διότι οι εν λόγω περιορισμοί δεν δικαιολογούνται/επιβάλλονται από την εφαρμοζόμενη, τόσο στο εθνικό δίκαιο (άρθρο 25 Συντάγματος) όσο και στο Ενωσιακό δίκαιο, αρχή της αναλογικότητας, δυνάμει της οποίας οι περιορισμοί πρέπει να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη σκοπού δημοσίου συμφέροντος και όχι δυσανάλογοι προς αυτό.
Εν προκειμένω, όμως:
α. Σε ό,τι αφορά τον μεν έλεγχο της προσφορότητας, δηλαδή το εάν ο επιδιωκόμενος σκοπός μπορεί να επιτευχθεί με το θεσπιζόμενο μέτρο, το προτεινόμενο μέτρο δεν είναι πρόσφορο, γιατί περιορίζεται στην ύπαρξη μιας τυπικής, ανελαστικής συμφωνίας Μέσου – διαφημιστή ως προϋπόθεση της σύμβασης διαφημιστή – διαφημιζόμενου, χωρίς την παραμικρή δυνατότητα ευελιξίας ως προς την τήρησή της.
β. Σε ό,τι αφορά δε τον έλεγχο της αναγκαιότητας, δηλαδή το κατά πόσο το θεσπιζόμενο μέτρο είναι αναγκαίο (από τη σκοπιά της έντασής του) για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού ή αν υφίστανται άλλα ηπιότερα μέτρα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη του ίδιου κατ’ αρχήν θεμιτού σκοπού, το προτεινόμενο μέτρο βαίνει πέραν του αναγκαίου, ιδίως αφού είναι νοητά ηπιότερα μέτρα τα οποία μπορούν να εξυπηρετήσουν τον ίδιο σκοπό, χωρίς ωστόσο να θίγουν με την ίδια ένταση τον πυρήνα του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας διαφημιστή και διαφημιζόμενου.
Έτι περαιτέρω, εφόσον ήθελε υποστηριχθεί ότι ο προτεινόμενος περιορισμός της οικονομικής ελευθερίας επιβάλλεται από την ανάγκη διασφάλισης της διαφάνειας στις σχέσεις των οικονομικών φορέων που δραστηριοποιούνται στα μέσα ενημέρωσης (ο οποίος συνιστά σκοπό δημοσίου συμφέροντος που μπορεί να περιορίσει, σε εθνικό επίπεδο την οικονομική ελευθερία, και, σε ενωσιακό επίπεδο -άρθ. 56 ΣΛΕΕ- την ελεύθερη κυκλοφορία), δεν είναι καθόλου προφανές ότι ο άμεσος έλεγχος που το Κράτος δύναται να ασκεί μπορεί να έχει ως αντικείμενο τη ρύθμιση οποιουδήποτε ζητήματος και την επιδίωξη οποιουδήποτε σκοπού, πλην εκείνων που ρητά αναφέρονται στο άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος.
Πράγματι, οι σκοποί που επιδιώκονται από την προτεινόμενη διάταξη δεν έχουν καμία σχέση με τους επιδιωκόμενους από το ανωτέρω άρθρο του Συντάγματος σκοπούς. Η ασαφής και αφηρημένη αιτιολογία της δεν στηρίζεται σε καμία ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη (π.χ. ως προς ζητήματα τεχνικής φύσης του media buying, μεταξύ των οποίων ενδεικτικά αναφέρουμε τον εσφαλμένο ορισμό της «μονάδας διαφημιστικής φόρτισης» – CPR), από την οποία να προκύπτει, εκτός των άλλων, ότι οι συγκεκριμένοι περιορισμοί διασφαλίζουν τη διαφάνεια, επειδή είναι πράγματι πρόσφοροι αλλά και αναγκαίοι για την αποτελεσματική εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Και πάντως, από το ότι κατά το άρθρο 15 παρ. 2 Συντ. μπορούν ενδεχομένως να δικαιολογηθούν ευρύτεροι περιορισμοί ως προς τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, δεν προκύπτει ότι οι περιορισμοί αυτοί μπορούν να φθάνουν μέχρι του σημείου να στερούνται βασικών πτυχών της οικονομικής τους ελευθερίας και οι διαφημιστές και οι διαφημιζόμενοι, ιδίως όταν οι ίδιοι σκοποί μπορούν να επιτευχθούν με ηπιότερα μέσα.
Τέλος, η απουσία εν στενή έννοια αναλογικότητας είναι ορατή και στο ζήτημα των προβλεπόμενων κυρώσεων, αφού απουσιάζει οποιαδήποτε εύλογη σχέση μεταξύ του επιδιωκόμενου σκοπού και της θεσπιζόμενης επιβάρυνσης. Η πρόβλεψη ποινής χρηματικού προστίμου «ίσου με την οικονομική αξία της μη εξουσιοδοτημένης πώλησης» είναι άκρως δυσανάλογη και επαχθής, ιδίως σε σχέση με την επιδιωκόμενη ωφέλεια, πολλώ δε μάλλον όταν δεν οριοθετείται με ακρίβεια το διακυβευόμενο αγαθό. Ουδόλως δε διασφαλίζει το δημόσιο συμφέρον, αφού επιβαρύνει υπέρμετρα την αρμοδιότητα της ΑΑΔΕ με τον έλεγχο ιδιωτικών συμφωνιών εμπορικού περιεχομένου που περιέχουν συχνά σύνθετους όρους τεχνικής φύσεως (π.χ. ως προς το media buying), ο οποίος υπερβαίνει την τεχνογνωσία των ελεγκτικών μηχανισμών, με τις όποιες συνέπειες μπορεί αυτό να έχει ως προς τον ορθό καταλογισμό (και τη νομική αμφισβήτηση) του προστίμου.
O Νόμος Βενιζέλου με τις ατελείωτες τροποποιήσεις του από το 1995 μέχρι και σήμερα,επιχείρησε να χειραγωγήσει την αγορά με νόμους και απαγορεύσεις οι οποίοι δεν είχαν,δεν έχουν και δεν θα έχουν αποτελέσματα αλλά παρήγαγαν, παράγουν και θα παράγουν μόνο στρεβλώσεις.
Η αγορά δεν μπορεί να ρυθμιστεί με νόμους και απαγορεύσεις, ούτε με μπαμπούλα τηνΑΑΔΕ (αλήθεια, την έχει ρωτήσει κανείς; Έχω κι εγώ κάτι συμβασούλες που θα ήθελα νααναλάβει να επιτηρεί η ΑΑΔΕ και να βάζει πρόστιμα)
Οι τιμές και στην τηλεόραση διαμοφώνονται από την προσφορά και τη ζήτηση. Όσο ηπροσφορά υπερτερεί της ζήτησης, οι τιμές της τηλεόρασης θα πέφτουν, όσοι νόμοι κι ανγίνουν. Όσο οι καναλάρχες θα ξεπουλάνε το χρόνο τους για να δείχνουν ότι είναι γεμάτοι από διαφήμιση(κι επιτυχημένοι) και για να μην αναγκάζονται να βάζουν πρόγραμμα που
ως γνωστόν κοστίζει, οι τιμές θα πέφτουν. Πάρτε το απόφαση.
Αυτή η Κυβέρνηση που τάσσεται υπέρ της ελεύθερης αγοράς, που δεν της αρέσει η διατίμηση(ούτε καν στις μάσκες που έφτασαν τον Απρίλιο να πωλούνται πάνω από 1 ευρώ η μία μπήκε διατίμηση), γιατί δείχνει τέτοια προθυμία να καταστρατηγήσει τα πιστεύω της γιαχάρη των καναλιών;
Τόση πια υποχρέωση τους έχει ώστε να τους αφήνει με το άρθρο 47 (Δυνατότητα δημιουργίας πλατφόρμας διάθεσης διαφημιστικού χρόνου σε προαιρετική βάση) να κάνουν σε «προαιρετική βάση» ένα καρτέλ με τη μορφή πλατφόρμας; (Μάλλον άρεσε στα κανάλια η ιδέα του Νίκου Παππά και είπαν, αφού το πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ, γιατί να μην
βάλουμε την Κυβέρνηση της ΝΔ να το κάνει;…)
Έλεος πια. Τόσα δίνετε με το προσωπικό, το κόστος των αδειών κλπ. στα κανάλια,
Σταματήστε να χαρίζεστε. Ή τουλάχιστον, αφήστε και κάτι και για το μέλλον.
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 & 2
Η εισαγωγή της «δήλης ημέρας ή προθεσμίας εξόφλησης» τόσο στις εντολές των διαφημιστών όσο και στα τιμολόγια των Μέσων δημιουργεί διοικητικό βάρος και γραφειοκρατία, γιατί θα πρέπει να αλλάζουν αυτά ανά διαφημιζόμενο και ανά παραστατικό. Αντί αυτού προτείνουμε να αντικατασταθεί με «τρόπο πληρωμής» όπως αυτός προκύπτει από τους εκάστοτε τιμοκαταλόγους των Μέσων.
Προσπαθείτε να ελέγξετε και να χειραγωγείσετε μια συναλλαγή μεταξύ ιδιωτών που δεν ζημιώνει τα δημόσια ταμεία, αντιθέτως τα ενισχύει με αρκετά έσοδα κάθε χρόνο. Οι διαφημιζόμενοι, οι διαφημιστικές εταιρίες/media agencies αλλά και τα μέσα θα είναι οι μόνοι ζημιωμένοι από όλα τα παραπάνω.
Αναρωτιέμαι τι θα γίνει αν ο ΣΔΕ πάρει ομόφωνες αποφάσεις για «αποχή» από την τηλεοπτική διαφήμιση. Όπως επίσης αν οι διαφημιζόμενοι, ιδιαίτερα οι πολυεθνικοί, στρέψουν την προσοχή και τα κονδύλια τους σε διεθνείς πλατφόρμες (Google, Facebook κ.α.) για τις οποίες τα έσοδα του κράτους είναι μηδαμινά.
Ας πρυτανεύσει η λογική.
Περ. 8Α Γίνεται απαρίθμηση των «Μη εξουσιοδοτημένων πωλήσεων διαφημιστικού χρόνου». Σε περίπτωση εφαρμογής της διάταξης, όπως προτείνεται, η αγορά θα οδηγηθεί σε χειραγώγηση από πλευράς καναλιών. Κατ’ αποτέλεσμα, οι εκάστοτε τιμές και ιδίως ο τρόπος με τον οποίον διαμορφώνονται, θα εξαρτώνται κυριαρχικώς από τα κανάλια, ενώ οι διαφημιζόμενοι θα στερηθούν στην πράξη την ελευθερία επιλογής συνεργατών με βάση και κριτήρια ποιότητας, πλην των οικονομικών.
Περ. 8Α Γίνεται απαρίθμηση των «Μη εξουσιοδοτημένων πωλήσεων διαφημιστικού χρόνου». Σε περίπτωση εφαρμογής της διάταξης, όπως προτείνεται, η αγορά θα οδηγηθεί σε χειραγώγηση από πλευράς καναλιών. Κατ’ αποτέλεσμα, οι εκάστοτε τιμές και ιδίως ο τρόπος με τον οποίον διαμορφώνονται, θα εξαρτώνται κυριαρχικώς από τα κανάλια, ενώ οι διαφημιζόμενοι θα στερηθούν στην πράξη την ελευθερία επιλογής συνεργατών με βάση και κριτήρια ποιότητας, πλην των οικονομικών.
Στην παρ.4 του άρθρου επαναβεβαιώνεται αντί να καταργείται όπως είναι το πάγιο αίτημα της ΕΕΤΕΠ ο Ειδικός Φόρος Τηλεόρασης 5% επί των προβαλλομένων διαφημίσεων, παρά τις κατά καιρούς υποσχέσεις των αρμοδίων.
Πρόκειται για μέτρο με ελάχιστο δημοσιονομικό όφελος, όσον αφορά ειδικά την Περιφερειακή Τηλεόραση, αλλά με σοβαρές επιπτώσεις για τον κλάδο καθώς ακόμη και σε αυτό το ύψος δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην Περιφερειακή Τηλεόραση της οποίας σχεδόν αποκλειστικοί πελάτες είναι οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες για τους οποίους και η παραμικρή επιβάρυνση λειτουργεί αποτρεπτικά στο να διαφημιστούν με αποτέλεσμα να πλήττεται άμεσα το μοναδικό έσοδό μας. Θα μπορούσε η απάλειψη του ειδικού φόρου να αποτελέσει το μοναδικό κίνητρο για την περιφερειακή τηλεόραση αλλά και εν τέλει για την ανάπτυξη της περιφέρειας. Άλλη μια ιδιαιτερότητα της Περιφερειακής Τηλεόρασης που δεν λαμβάνεται υπόψη.