Στην παρ. 1 του άρθρου 48 του ν. 3801/2009 (Α΄ 163) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) τροποποιείται η επωνυμία της αστικής εταιρείας υπέρ της οποίας θεσπίζεται το ειδικό τέλος, β) στο πρώτο εδάφιο αναπροσαρμόζεται το ύψος του ειδικού τέλους και προβλέπεται η εφαρμογή του σε όλα τα ψηφιακά μέσα και εργαλεία, γ) προστίθεται νέο δεύτερο εδάφιο, δ) στο νέο τέταρτο εδάφιο οι λέξεις «ο πάροχος των διαφημιστικών υπηρεσιών» αντικαθίστανται από τη λέξη «διαφημιστής» και η παρ. 1 του άρθρου 48 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Θεσπίζεται υπέρ της αστικής εταιρείας μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία «Αστική Εταιρεία Δεοντολογίας της Επικοινωνίας», η οποία έχει συσταθεί κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 2863/2000, ειδικό τέλος ποσοστού 0,04%, το οποίο αναπροσαρμόζεται σε ποσοστό 0,06% από την 1η.1.2025, επί των τιμολογίων διαφημιστικής δαπάνης κατά το μέρος που αυτή αφορά στην αγορά χρόνου ή χώρου, με σκοπό τη μετάδοση ή καταχώριση, μέσω της τηλεόρασης, του ραδιοφώνου, του κινηματογράφου, του διαδικτύου, περιλαμβανομένων όλων των ψηφιακών μέσων και εργαλείων, και του ημερήσιου ή περιοδικού τύπου, ή την ανάρτηση σε χώρους που νόμιμα προορίζονται για υπαίθρια διαφήμιση, διαφημιστικών ή επί πληρωμή δημοσιεύσεων. Το ανωτέρω τέλος δεν επιβάλλεται επί των τιμολογίων διαφημιστικής δαπάνης για αγορά χρόνου ή χώρου, με σκοπό τη μετάδοση ή καταχώριση, μέσω των παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης περιφερειακής εμβέλειας και μέσω του περιφερειακού και τοπικού ημερήσιου ή περιοδικού τύπου.
Το ανωτέρω ειδικό τέλος θα υπολογίζεται επί της καθαρής αξίας του κόστους για την αγορά χρόνου ή χώρου και θα βαρύνει τον διαφημιζόμενο. Το ποσό που αναλογεί στο ειδικό αυτό τέλος αναγράφεται υποχρεωτικά στο σχετικό τιμολόγιο που εκδίδει ο διαφημιστής, ο οποίος το εισπράττει αμέσως από τον διαφημιζόμενο με την προσκόμιση του τιμολογίου και το καταθέτει σε ειδικό λογαριασμό που τηρείται σε τραπεζικό ίδρυμα στο όνομα της «Αστικής Εταιρείας Δεοντολογίας της Επικοινωνίας». Η κατάθεση του ως άνω ποσού γίνεται εντός τριάντα (30) ημερών από το τέλος του μήνα μέσα στον οποίο αυτό εισπράχθηκε.».