Αρχική Κώδικας ΜετανάστευσηςΜέρος Ζ’ (άρθρο 134)Σχόλιο του χρήστη SolidarityNow | 13 Μαρτίου 2023, 16:15
Μετανάστευσης και Ασύλου Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Χαιρετίζουμε την πρωτοβουλία του Υπουργείου μετανάστευσης και Ασύλου για την αναμόρφωση του ισχύοντος Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης (ν. 4251/2014, Α΄ 80), με τον οποίο προβλέπονται διατάξεις για την αναθεώρηση των αδειών διαμονής που χορηγεί η Ελλάδα σε πολίτες τρίτων χωρών και την αναμόρφωση της διαδικασίας χορήγησής τους. Με το παρόν νομοσχέδιο επιχειρείται στο άρθρο 134, παρ. 4γ, μία συρρίκνωση του δικαιώματος άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους κατά το προηγούμενο άρθρο 19Α, του Ν. 4251/2014. Σκοπός της διάταξης κατά την αρχική εισαγωγή της ήταν η νομιμοποίηση της διαμονής ή η επαναφορά στη νομιμότητα πολιτών τρίτης χώρας που αποδεικνύουν επταετή συνεχή διαμονή στη χώρα. Για την έκδοση της άδειας αυτής ο νομοθέτης ζητά την προσκόμιση εγγράφων βεβαίας χρονολογίας, που αποδεικνύουν την συνεχή επταετή παραμονή στη χώρα. Με το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου εισάγεται μια πρωτοφανής καινοτομία σύμφωνα με την οποία «Ο χρόνος παραμονής βάσει σχετικού δικαιώματος του αιτούντος διεθνούς προστασίας στη Χώρα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 73 του ν. 4939/2022, δεν προσμετράται για τη συμπλήρωση της επταετίας». Συνεπώς κατά τον νομοθέτη τα χρόνια κατά τα οποία ο πολίτης τρίτης χώρας βρισκόταν με φυσική παρουσία στην Ελλάδα και μάλιστα υπό την ιδιότητα του αιτούντος άσυλο δεν θα προσμετρώνται στην επταετία. Αυτό άραγε σημαίνει ότι τα έγγραφα που εκδίδονται από την υπηρεσία ασύλου δεν αποτελούν έγγραφα βεβαίας χρονολογίας που αποδεικνύουν την επταετή διαμονή; Στο σημείο αυτό εύλογα τίθεται το ερώτημα τι διαχωρίζει αυτά τα έγγραφα από άλλα δημόσια έγγραφα βεβαίας χρονολογίας που προσμετρώνται στην συμπλήρωση της επταετίας. Επίσης κατά την άποψή μας η προσθήκη αυτή στο νόμο εισάγει μια δυσμενή διάκριση καθιστώντας δυσχερέστερη τη θέση ενός πολίτη τρίτης χώρας που κατείχε έστω και για περιορισμένο χρονικό διάστημα προσωρινό τίτλο νομιμότητας, όπως είναι το δελτίο ασύλου, έναντι άλλου που δεν έκανε καμία απόπειρα νομιμοποίησής του κατά τα τελευταία επτά έτη. Αντιλαμβανόμαστε το κίνητρο της διάταξης αυτής που εισάγεται, σε συνδυασμό με την προσθήκη της φράσης «και δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη αρνητική απόφαση χορήγησης διεθνούς προστασίας», η οποία αποσκοπεί στον περιορισμό των -κατά τη γνώμη σας- καταχρηστικών αιτήσεων ασύλου αλλά στην πραγματικότητα, οι άνω διατάξεις επιφέρουν τιμωρητικές συνέπειες σε πολίτες τρίτης χώρας που ασκούν το δικαίωμά τους να αιτηθούν διεθνή προστασία. Επιπλέον η προσθήκη της προϋπόθεσης να μη έχει εκδοθεί τελεσίδικη αρνητική απόφαση χορήγησης διεθνούς προστασίας για την κατάθεση αίτησης για άδεια διαμονής εξαιρετικών λόγων χρήζει περαιτέρω διευκρίνισης καθώς δεν αποσαφηνίζεται τι γίνεται αν έχει εκδοθεί τελεσίδικη αρνητική απόφαση χορήγησης διεθνούς προστασίας. Στην τελευταία περίπτωση ο πολίτης τρίτης χώρας θα απωλέσει οριστικά το δικαίωμά του στην κατάθεση αίτησης άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους? Η διάταξη σχετικά με τον περιορισμό του δικαιώματος των αιτούντων άσυλο που το αίτημά τους έχει απορριφθεί σε Β’ Βαθμό, να αιτηθούν την άδεια για εξαιρετικούς λόγους, προσκρούει σε θεμελιώδεις διατάξεις της ΕΣΔΑ και ειδικότερα στις διατάξεις για το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή. Αναφορικά με την έννοια του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή κατά το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, αυτό περιλαμβάνει και το δικαίωμα του ανθρώπου να ιδρύει και να αναπτύσσει σχέσεις με άλλα πρόσωπα. Ειδικότερα μπορεί να περιλαμβάνει πλευρές της κοινωνικής ταυτότητας του ατόμου και αποτελείται από ένα δίκτυο προσωπικών, κοινωνικών, οικονομικών σχέσεων ή δεσμών μεταξύ του εγκατεστημένου πολίτη τρίτης χώρας και της τοπικής κοινότητας (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ Uner V. The Netherlands, No 46410/99, παρ. 59 και 69, από 18.10.2006). Η ως άνω εισαγόμενη διάταξη στο σημείο αυτό του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, επιδιώκει έτι περαιτέρω τον διαχωρισμό αιτούντων άσυλο και μεταναστών, η οποία με σαφήνεια και συνέπεια έχει εκφραστεί σε όλα τα προηγούμενα νομοθετήματα, άλλοτε ως προς τις διαδικασίες υποδοχής και εξέτασης του αιτήματος ασύλου και άλλοτε ως προς τις διατάξεις που αφορούν στην ένταξη. Αυτή την φορά εισβάλει στον πυρήνα της «ένταξης», καθιστώντας ανενεργή και μη συνεκτιμώμενη την προσπάθεια ένταξης των αιτούντων άσυλο όσο χρόνο διαρκεί η εξέταση του αιτήματος ασύλου τους, παρακάμπτοντας έτσι το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Κατά την ίδια λογική, διαφωνούμε με την διάταξη που ορίζει ότι το δικαίωμα σε άδειας διαμονή για εξαιρετικούς λόγους χορηγείται άπαξ καθώς, συχνά, οι πολίτες τρίτης χώρας εκπίπτουν από τη νομιμότητα για λόγους που δεν οφείλονται σε υπαιτιότητά τους (λόγου χάρη γιατί δεν έχουν αρκετά ένσημα να ανανεώσουν την άδεια διαμονής) και η δυνατότητα επαναφοράς στη νομιμότητα είναι σημαντική, αφενός γιατί εμποδίζει τις καταστάσεις legal limbo και αφετέρου γιατί διασφαλίζει την απρόσκοπτη συνέχιση της ενταξιακής διαδικασίας. Στο άρθρο 134, παρ. 4αα, που προβλέπει άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους σε ανήλικους πολίτες τρίτων χωρών, ανίκανους να επιμεληθούν τις υποθέσεις τους εξαιτίας λόγων υγείας ή ανήλικους που αποδεδειγμένα χρήζουν προστατευτικών μέτρων και φιλοξενούνται από ιδρύματα ή άλλα νομικά πρόσωπα κοινωφελούς σκοπού, εφόσον η επιστροφή τους σε ασφαλές περιβάλλον είναι αδύνατη, προτείνουμε να συμπεριληφθούν οι ανήλικοι που διαμένουν σε δομές φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων, ήτοι σε ξενώνες και διαμερίσματα ημιαυτόνομης διαβίωσης. Επίσης στο άρθρο 134, παρ 4β, που προβλέπει άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους σε ανήλικους φιλοξενούμενους σε οικοτροφεία που λειτουργούν υπό την εποπτεία των αρμόδιων Υπουργείων, προτείνουμε να συμπεριληφθούν οι ανήλικοι που διαμένουν σε δομές φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων, ήτοι σε ξενώνες και διαμερίσματα ημιαυτόνομης διαβίωσης. Σε σχέση με τη παράγραφο 6 του άρθρου 134 που ορίζει ότι αιτήσεις για τη χορήγηση άδειας διαμονής ανηλίκων ή ενηλίκων που αδυνατούν να επιληφθούν των υποθέσεών τους και φιλοξενούνται σε οποιοδήποτε ίδρυμα ή σε νομικά πρόσωπα κοινωφελούς σκοπού, υποβάλλονται από τον οριζόμενο εκπρόσωπο του ιδρύματος ή του νομικού προσώπου, προτείνουμε να τροποποιηθεί, ώστε να ορίζει: «Σε περιπτώσεις ασυνόδευτων και χωρισμένων από την οικογένειά τους ανηλίκων φιλοξενούμενων σε οποιαδήποτε μορφή στέγασης από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 65 παρ.1 Ν.4939/2022 τη σχετική αίτηση θα μπορεί να την καταθέσει η εντεταλμένος επίτροπος ή ο νόμιμος εκπρόσωπος του ανηλίκου».