Αρχική Κώδικας ΜετανάστευσηςΜέρος Δ’ (άρθρα 83-93)Σχόλιο του χρήστη Αθανασόπουλος Σπύρος | 13 Μαρτίου 2023, 18:12
Μετανάστευσης και Ασύλου Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Αρ. 93 παρ. 1 Από τον συνδυασμό του εν λόγω άρθρου, και των αρ. 12 παρ. 2 και αρ. 3 παρ. 3 περ. ε, συνάγεται ότι υπό τον νέο Κώδικα δικαίωμα απόκτησης δελτίου διαμονής ως μέλος οικογένειας Έλληνα, καταλείπεται πλέον μόνο σε κατόχους οριστικού τίτλου διαμονής, σε όσους εισέρχονται με θεώρηση εισόδου, και στους κατόχους άδειας διαμονής ομογενούς. Το αρ. 82 παρ. 1 του ν. 4251/2014 αναγνώριζε δικαίωμα απόκτησης δελτίου διαμονής ως μέλος οικογένειας Έλληνα και σε α) κατόχους προσωρινού τίτλου διαμονής (Βεβαίωση Τύπου Α’, Ειδική Βεβαίωση Νόμιμης Διαμονής), β) δικαιούχους διεθνούς προστασίας, και γ) κατόχους δελτίου αιτούντος διεθνή προστασία (82 παρ. 1. «Σε πολίτες τρίτων χωρών που είναι μέλη οικογένειας Έλληνα και εισέρχονται στην Ελλάδα, με ομοιόμορφη θεώρηση εισόδου ή θεώρηση εισόδου περιορισμένης εδαφικής ισχύος, όπου αυτή απαιτείται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 1.1 του Κανονισμού (ΕΚ) 539/2001 του Συμβουλίου ή διαμένουν νόμιμα, με οριστικό ή προσωρινό τίτλο διαμονής, ο οποίος έχει χορηγηθεί από τις υπηρεσίες Αλλοδαπών και Μετανάστευσης των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων της χώρας ή την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εσωτερικών χορηγείται «Δελτίο Διαμονής μέλους οικογένειας Έλληνα», υπό την προϋπόθεση σταθερής διαμονής τους στη χώρα. Το παραπάνω Δελτίο Διαμονής χορηγείται και σε πολίτες τρίτων χωρών που ήταν κάτοχοι Ειδικού Δελτίου Ταυτότητας Ομογενούς, ως αλλογενείς σύζυγοι Ομογενούς, σε αναγνωρισμένους δικαιούχους διεθνούς προστασίας, καθώς και σε αιτούντες διεθνή προστασία υπό τον όρο της προηγούμενης παραίτησής τους από την αίτηση διεθνούς προστασίας και της προηγούμενης σταθερής διαμονής τους στη χώρα επί ένα τουλάχιστον έτος προ της σύναψης της οικογενειακής σχέσης»). Το αρ. 10 της με αρ. 2004/38/ΕΚ Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ορίζει ότι: «1. Τα κράτη µέλη χορηγούν στα µέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης τα οποία δεν είναι υπήκοοι κράτους µέλους δελτίο διαµονής, εφόσον η προβλεπόµενη διάρκεια παραµονής τους υπερβαίνει τους τρεις µήνες. 2. Προκειµένου να χορηγήσουν δελτίο διαµονής, τα κράτη µέλη απαιτούν την προσκόµιση των ακόλουθων εγγράφων: α) ισχύον διαβατήριο· β) έγγραφο το οποίο πιστοποιεί την ύπαρξη δεσµού συγγένειας ή καταχωρισµένης συµβίωσης· γ) τη βεβαίωση εγγραφής ή, ελλείψει συστήµατος εγγραφής, οιαδήποτε άλλη απόδειξη διαµονής στο κράτος µέλος υποδοχής του πολίτη της Ένωσης που συνοδεύουν ή πηγαίνουν να συναντήσουν· δ) στις περιπτώσεις που εµπίπτουν στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχεία γ’ και δ’ δικαιολογητικά ότι πληρούνται οι όροι που καθορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχεία γ’ και δ’· ε) στις περιπτώσεις που εµπίπτουν στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο α’ έγγραφο χορηγηθέν από την αρµόδια αρχή της χώρας καταγωγής ή προέλευσης το οποίο πιστοποιεί ότι συντηρούνται από τον πολίτη της Ένωσης ή ότι ζούσαν υπό τη στέγη του στην εν λόγω χώρα ή απόδειξη της ύπαρξης σοβαρών λόγων υγείας, οι οποίοι καθιστούν απολύτως αναγκαία την προσωπική φροντίδα του µέλους της οικογένειας από τον πολίτη της Ένωσης· στ) στις περιπτώσεις που εµπίπτουν στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο β’ απόδειξη της ύπαρξης διαρκούς σχέσης µε τον πολίτη της Ένωσης». Εξάγεται ότι κατά την Οδηγία (η οποία καταλαμβάνει και τα μέλη οικογένειας Έλληνα) για την απόκτηση άδειας διαμονής μέλους οικογένειας πολίτη ΕΕ, αρκεί ο αιτών πτχ να κατέχει οποιονδήποτε τίτλο νόμιμης διαμονής, πρόβλεψη σχετιζόμενη και με την προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής των πολιτών ΕΕ και των μελών της οικογένειάς τους, την οποία επιχειρεί να διασφαλίσει η Οδηγία. Εξάλλου, σύμφωνα με την σκέψη 5 της Οδηγίας: «Το δικαίωµα όλων των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν και να διαµένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών µελών, προκειµένου να ασκείται υπό αντικειµενικές συνθήκες ελευθερίας και αξιοπρέπειας, θα πρέπει να παρέχεται και στα µέλη της οικογένειάς τους, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς τους». Η νομολογία των ελληνικών Δικαστηρίων εξάλλου (ΔΠρΑθ 311/2019, ΤρΔΠρΑθ 666/2018, ΔΠρΑθ 311/2019) έχει κρίνει ότι τα αρ. 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 21 του Συντάγματος, με τα οποία κατοχυρώνεται η ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας, διασφαλίζεται το απαραβίαστο δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ατόμου και ανάγονται σε αντικείμενα κρατικής προστασίας ο γάμος και η οικογένεια, συνάγεται και το δικαίωμα των Ελλήνων να συνάπτουν γάμο με αλλοδαπούς, και να εξασφαλίζουν κοινή μετά του αλλοδαπού συζύγου διαβίωση στην Ελλάδα. Μόνο μέσω της χορήγησης σχετικής άδειας διαμονής καθίσταται δυνατή η ουσιαστική και αποτελεσματική απόλαυση του δικαιώματος στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του Έλληνα πολίτη και του αλλοδαπού συζύγου του ή μέλους της οικογένειάς του εν γένει, ενώ ταυτόχρονα μέσω αυτής πραγματώνεται κατά τρόπο αποτελεσματικό η υποχρέωση της πολιτείας περί σεβασμού των ανωτέρω προστατευτέων δικαιωμάτων, αλλά και περί έμπρακτης προώθησης και προστασίας του θεσμού της οικογένειας και του γάμου. Με την προτεινόμενη ρύθμιση, οι κάτοχοι Βεβαίωσης Τύπου Α’, Ειδικής Βεβαίωσης Νόμιμης Διαμονής, οι δικαιούχοι διεθνούς προστασίας, και οι κάτοχοι δελτίου αιτούντος διεθνή προστασία αδυνατούν να αποκτήσουν άδεια διαμονής μέλους οικογένειας Έλληνα (τόσο συζύγου, όσο και γονέα). Καταλείπονται ούτως εκτός προστασίας, πολλές κατηγορίες πτχ, και μαζί με αυτούς και τα ελληνικής ιθαγένειας μέλη της οικογένειάς τους. Τα δε τελευταία εμποδίζονται από την ομαλή άσκηση του δικαιώματός τους στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Ο εν λόγω αποκλεισμός δεν φαίνεται σύμφωνος με τις ως άνω διατάξεις της Οδηγίας και του Συντάγματος. Ειδικότερα δε ως προς τους κατόχους Βεβαίωσης Τύπου Α’, Ειδικής Βεβαίωσης Νόμιμης Διαμονής, και τους δικαιούχους διεθνούς προστασίας, ο εν λόγω αποκλεισμός δεν φαίνεται σύμφωνος και με την γενικότερη πρόβλεψη του αρ. 12 του νομοσχεδίου, περί δυνατότητας μεταβολής κατηγορίας άδειας διαμονής. Τυχόν προσπάθεια του νομοθέτη να περιορίσει το φαινόμενο απόκτησης άδειας διαμονής, κατόπιν καταχρηστικής- εικονικής σύναψης οικογενειακής σχέσης με Έλληνα, οφείλει να γίνει δεκτό ότι δεν επιτυγχάνεται μέσω του ανωτέρω αποκλεισμού κατά τρόπο επιτυχή και αναλογικό. Αρχικά, η ήδη υπάρχουσα δυνατότητα εξέτασης της αληθούς οικογενειακής σχέσης κατόπιν εξέτασης από τις αρμόδιες Επιτροπές Μετανάστευσης, οφείλει να κριθεί επαρκής για την αποφυγή κατάχρησης δικαιωμάτων. Πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι ο οριζόντιος αποκλεισμός των ανωτέρω κατηγοριών, οδηγεί στο αποτέλεσμα όχι μόνο σύζυγος (όπου κυρίως παρατηρούνται περιπτώσεις εικονικότητας), αλλά ακόμα και γονέας ανήλικου Έλληνα να μην μπορεί να λάβει άδεια διαμονής γονέα Έλληνα, υπό τις ευεργετικές διατάξεις του αρ. 93. Αρ. 93 παρ. 11 Η προτεινόμενη ρύθμιση αναδιαμορφώνει το καθεστώς της προσωποπαγούς άδειας διαμονής, του αρ. 84 του ν. 4251/2014. Το αρ. 84 του ν. 4251/2014 ορίζει ότι: «1. Τα μέλη οικογένειας Έλληνα διατηρούν προσωποπαγές δικαίωμα διαμονής όταν: α. Ο Έλληνας αποβιώσει και τα μέλη της οικογένειας διαμένουν στην Ελλάδα επί ένα έτος τουλάχιστον πριν από το θάνατό του. β. Εκδοθεί απόφαση διαζυγίου ή ο γάμος λυθεί με τη διαδικασία του συναινετικού διαζυγίου ή λυθεί το σύμφωνο συμβίωσης και ο γάμος ή το σύμφωνο συμβίωσης διήρκεσε τρία τουλάχιστον έτη, πριν την υποβολή αίτησης αγωγής διαζυγίου των συζύγων, ή πριν τη λύση του γάμου στην περίπτωση συναινετικού διαζυγίου, σύμφωνα με το άρθρο 1441 του Α.Κ., όπως ισχύει, ή πριν τη λύση του συμφώνου συμβίωσης των συντρόφων, εκ των οποίων το ένα έτος στην Ελλάδα ή η επιμέλεια των τέκνων έχει ανατεθεί νομίμως σε έναν από τους συζύγους/ συντρόφους που είναι πολίτης τρίτης χώρας. γ. συντρέχουν ιδιαιτέρως δυσχερείς καταστάσεις, όπως σε περίπτωση που το μέλος της οικογένειας κατέστη θύμα οικογενειακής βίας, ενόσω υφίστατο ο γάμος ή το σύμφωνο συμβίωσης, δ. ο ένας εκ των συζύγων ή συντρόφων απολαύει νομίμως του δικαιώματος επικοινωνίας με ανήλικο τέκνο, υπό τον όρο ότι από τη σχετική δικαστική απόφαση ή την έγγραφη συμφωνία των συζύγων ή συντρόφων προκύπτει ότι οι επισκέψεις πρέπει να πραγματοποιούνται στην Ελλάδα και για όσο διάστημα απαιτείται. …. 5. Η προσωποπαγής άδεια διαμονής έχει διάρκεια πέντε (5) έτη και ανανεώνεται για πέντε (5) έτη κάθε φορά». Υπό τον 4251/2014 λοιπόν πτχ που χονδρικά είναι χήροι Έλληνα πολίτη, ή έχουν διαζευχθεί από Έλληνα πολίτη, δικαιούνταν να λάβουν άδεια διαμονής πενταετούς διάρκειας, την οποία και μπορούσαν να ανανεώνουν σε ομοίως πενταετή άδεια. Υπό τον ν. 4251/2014 γίνεται λόγος για διατήρηση δικαιώματος διαμονής, και οι ενδιαφερόμενοι ανανέωναν τα δελτία διαμονής μέλους οικογένειας Έλληνα που κατείχαν, λαμβάνοντας μετά την λήξη αυτών προσωποπαγή άδεια διαμονής, ή αιτούνταν την αλλαγή σκοπού της άδειάς τους, υποβάλλοντας σχετικό αίτημα κατά την διάρκεια ισχύος της άδειάς του δελτίου διαμονής τους. Ως εκ τούτου δεν διακοπτόταν το συνεχές της νόμιμης διαμονής τους. Σύμφωνα με την προτεινόμενη ρύθμιση πτχ που είναι χήροι Έλληνα, ή έχουν διαζευχθεί από Έλληνα, λαμβάνουν την ad hoc άδεια διαμονής ανθρωπιστικών λόγων του αρ. 134 παρ. 1 του νομοσχεδίου. Ήτοι μία άδεια ενός έτους. Μετά την λήξη της εν λόγω άδειας, το νομοσχέδιο φαίνεται να τους επιτρέπει την ανανέωση άδειας διαμονής για εξαρτημένη εργασία (δηλαδή μόνο εφόσον εργάζονται), ή την ανανέωση για άλλο ένα έτος, σύμφωνα με το αρ. 134 παρ. 3 του νομοσχεδίου «εφόσον εξακολουθούν να συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης», πρόβλεψη που προκαλεί απορία ως προς την πιθανή ερμηνεία και εφαρμογή από την Διοίκηση, εφόσον πιθανολογείται εύλογα ότι η αρμόδια αρχή θα κρίνει ότι εφόσον πτχ έλαβε μία φορά την την εν λόγω ad hoc άδεια λόγω πχ θανάτου του Έλληνα συζύγου, δεν συνεχίζουν να συντρέχουν οι ανθρωπιστικοί λόγοι για την συνέχιση απόλαυσης δικαιώματος διαμονής. Αποτέλεσμα είναι η μόνη δυνατότητα ανανέωσης να καταλείπεται στην κατηγορία της εξαρτημένης εργασίας, εκτός των λίγων περιπτώσεων που θα δύνανται να υπαχθούν στο επί μακρόν ή την δεκαετία. Προβληματική επίσης δημιουργεί και η πρόβλεψη ότι η ad hoc άδεια διαμονής ανθρωπιστικών λόγων «χορηγείται» με απόφαση του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου. Κατ’ αποτέλεσμα υπό την προτεινόμενη ρύθμιση, οι εν λόγω πτχ δεν ανανεώνουν/ προχωρούν σε αλλαγή σκοπού, αλλά λαμβάνουν άδεια διαμονής το πρ΄τον. Ως εκ τούτου δεν διαθέτουν συνεχή νόμιμη διαμονή, γεγονός που οδηγεί σε περαιτέρω αποκλεισμό/ δυσχέρεια απόκτησης καθεστώτος επί μακρόν, δεκαετίας, πολιτογράφησης. Επίσης οφείλει να ληφθεί υπόψιν και το αρ. 163 του νομοσχεδίου, το οποίο και παραπέμπει στο πδ 106/2007 για την ρύθμιση των ζητημάτων αδειών διαμονής πολιτών ΕΕ. Στα αρ. 11 έως 12 του πδ ρυθμίζονται τα ζητήμτα απόκτησης προσωποπαγούς δικαιώματος διαμονής σε μέλη οικογένειας πολίτη ΕΕ. Η προσωποπαγής άδεια διαμονής των ανωτέρω ορίζεται ως πενταετούς διάρκειας. Αποτέλεσμα της προτεινόμενης ρύθμισης είναι ο νόμος να αναγνωρίζει μεγαλύτερη προστασία στον χήρο πολίτη ΕΕ και στον πτχ που έχει διαζευχθεί πολίτη ΕΕ, από ότι στον χήρο ή τον πρώην σύζυγο Έλληνα. Τα ανωτέρω δεν φαίνονται σύμφωνα και με την αρχή της ισότητας. Αρ. 93 παρ. 14 Στην με αρ. 2004/38/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, στις κάτωθι σκέψεις του προοιμίου της διαβάζουμε ότι: «(23) Η απέλαση των πολιτών της Ένωσης και των µελών των οικογενειών τους για λόγους δηµόσιας τάξης ή δηµόσιας ασφάλειας αποτελεί µέτρο το οποίο ενδέχεται να βλάψει σοβαρά πρόσωπα τα οποία, κάνοντας χρήση των δικαιωµάτων και των ελευθεριών που τους απονέµει η συνθήκη, έχουν ενταχθεί ουσιαστικά στο κράτος µέλος υποδοχής. Για το λόγο αυτόν, θα πρέπει να περιορισθεί το πεδίο εφαρµογής των σχετικών µέτρων, σύµφωνα µε την αρχή της αναλογικότητας, προκειµένου να λαµβάνονται υπόψη ο βαθµός ένταξης των ενδιαφεροµένων, η διάρκεια της παραµονής τους στο κράτος µέλος υποδοχής, η ηλικία και η κατάσταση της υγείας τους, η οικογενειακή και η οικονοµική τους κατάσταση, καθώς και οι δεσµοί τους µε τη χώρα καταγωγής του. (24) Κατά συνέπεια, όσο µεγαλύτερη είναι η ένταξη των πολιτών της Ένωσης και των µελών των οικογενειών τους στο κράτος µέλος υποδοχής, τόσο µεγαλύτερη προστασία θα πρέπει να παρέχεται έναντι απέλασης. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι δηµόσιας ασφάλειας, θα πρέπει να λαµβάνεται µέτρο απέλασης κατά πολιτών της Ένωσης οι οποίοι διαµένουν επί µακρόν στην επικράτεια του κράτους µέλους υποδοχής, ιδίως όταν έχουν γεννηθεί και διαµείνει εκεί όλη τους τη ζωή. Επιπλέον, οι εν λόγω εξαιρετικές περιστάσεις θα πρέπει επίσης να ισχύουν και για τα µέτρα απέλασης που λαµβάνονται κατά ανηλίκων, προκειµένου να προστατεύονται οι δεσµοί µε την οικογένειά τους, σύµφωνα µε τη σύµβαση για τα δικαιώµατα του παιδιού των Ηνωµένων Εθνών της 20ής Νοεµβρίου 1989». Στα κάτωθι άρθρα της ανωτέρω Οδηγίας, ορίζεται ότι: «Αρ. 27 παρ. 1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, τα κράτη µέλη µπορούν να επιβάλλουν περιορισµούς στην ελευθερία κυκλοφορίας και διαµονής των πολιτών της Ένωσης και των µελών της οικογένειάς τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δηµόσιας τάξης, δηµόσιας ασφάλειας ή δηµόσιας υγείας. ∆εν µπορεί να γίνεται επίκληση των λόγων αυτών για την εξυπηρέτηση οικονοµικών σκοπών. 2. Κάθε µέτρο που λαµβάνεται για λόγους δηµόσιας τάξης ή δηµόσιας ασφάλειας πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεµελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συµπεριφορά του αφορώµενου ατόµου. Προηγούµενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ'εαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιων µέτρων. Η προσωπική συµπεριφορά του αφορώµενου ατόµου πρέπει να συνιστά πραγµατική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόµενη κατά θεµελιώδους συµφέροντος της κοινωνίας. Αιτιολογίες που δεν συνδέονται µε τα στοιχεία της υπόθεσης ή στηρίζονται σε εκτιµήσεις γενικής πρόληψης δεν γίνονται αποδεκτές. Αρ. 28 παρ. 1. Πριν λάβει απόφαση απέλασης για λόγους δηµόσιας τάξης ή δηµόσιας ασφάλειας, το κράτος µέλος υποδοχής λαµβάνει υπόψη εκτιµήσεις όπως η διάρκεια παραµονής του αφορώµενου ατόµου στην επικράτειά του, η ηλικία, η κατάσταση της υγείας του, η οικογενειακή και οικονοµική του κατάσταση, η κοινωνική και πολιτιστική ενσωµάτωσή του στο κράτος µέλος υποδοχής και το εύρος των δεσµών του µε τη χώρα καταγωγής. 2. Το κράτος µέλος υποδοχής δεν µπορεί να λαµβάνει απόφαση απέλασης πολίτη της Ένωσης ή µέλους της οικογένειάς του, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, που έχει αποκτήσει δικαίωµα µόνιµης διαµονής στην επικράτειά του, παρά µόνο για σοβαρούς λόγους δηµόσιας τάξης ή δηµόσιας ασφάλειας». Από τα ανωτέρω εξάγεται ότι κατά την Οδηγία η έκδοση απόφασης επιστροφής δεν επιτρέπεται στα μέλη οικογένειας πολίτη ΕΕ, παρά μόνο σε περιπτώσεις επιτακτικών λόγων δημοσίας τάξης και ασφάλειας, και κατόπιν ειδικής αιτιολογίας. Η προστασία αυτή εκτείνεται και στα μέλη οικογένειας Έλληνα. Η πρόβλεψη του νομοσχεδίου περί δυνατότητας έκδοσης απόφασης επιστροφής σε περιπτώσεις απόρριψης/ ανάκλησης άδειας διαμονής μέλους οικογένειας Έλληνα, δεν φαίνεται σύμφωνη με τους ορισμούς της Οδηγίας. Επίσης οφείλει να ληφθεί υπόψιν και το αρ. 163 του νομοσχεδίου, το οποίο και παραπέμπει στο πδ 106/2007 για την ρύθμιση των ζητημάτων αδειών διαμονής πολιτών ΕΕ. Στα αρ. 21 έως 24 παρέχονται ειδικές εγγυήσεις αναφορικά με την έκδοση απόφασης επιστροφής μέλους οικογένειας πολίτη ΕΕ, οι οποίες, στο ίδιο πλαίσιο με την ανωτέρω Οδηγία, προβλέπουν την δυνατότητα έκδοσης απόφασης επιστροφής μόνο σε περιπτώσεις που συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι δημοσίας τάξης και ασφάλειας στο πρόσωπο του ενδιαφερομένου. Αποτέλεσμα της προτεινόμενης ρύθμισης είναι ο νόμος να αναγνωρίζει μεγαλύτερη προστασία στο μέλος οικογένειας πολίτη ΕΕ, από ότι στο μέλος οικογένειας Έλληνα. Τα ανωτέρω δεν φαίνονται σύμφωνα και με την αρχή της ισότητας.