• Σχόλιο του χρήστη 'Αθανασόπουλος Σπύρος' | 13 Μαρτίου 2023, 19:26

    Αρ. 134 παρ. 4 περ. γ’ Η προτεινόμενη ρύθμιση αναδιαμορφώνει το καθεστώς της άδειας διαμονής εξαιρετικών λόγων, του αρ. 19 του ν. 4251/2014. Tα ζητήματα που ανακύπτουν είναι ποικίλα. Ειδικότερα: Α) Ως προς την χορήγηση άδειας διαμονής εξαιρετικών λόγων σε γονέα ανηλίκου ημεδαπού Στην διάταξη διαβάζουμε ότι χορηγείται άδεια διαμονής της εν λόγω κατηγορίας σε «πολίτες τρίτων χωρών που διαμένουν στη χώρα για επτά (7) τουλάχιστον συνεχή έτη, πριν από την υποβολή αίτησης, σύμφωνα με έγγραφα βέβαιης χρονολογίας ή είναι γονείς ανήλικου ημεδαπού και προσκομίζουν στοιχεία που τεκμηριώνουν τη γονική σχέση με το/τα τέκνο/α και δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη αρνητική απόφαση χορήγησης διεθνούς προστασίας». Από το γράμμα της προτεινόμενης διάταξης, συνάγεται ότι η μη έκδοση τελεσίδικης αρνητικής απόφασης χορήγησης διεθνούς προστασίας, ορίζεται πλέον ως αρνητική προϋπόθεση για την χορήγηση άδειας διαμονής εξαιρετικών λόγων σε γονέα ανήλικου ημεδαπού. Αρχικά προκειμένου να εξάγεται σαφώς το εν λόγω νόημα, και να μπορεί να εξαχθεί με ασφάλεια ότι η εν λόγω αρνητική προϋπόθεση δεν καταλαμβάνει και την περίπτωση της επταετούς διαμονής, κρίνεται χρήσιμη η προσθήκη κόμματος πριν από το «…ή είναι γονείς…». Το αρ. 19 του ν. 4251/2014 προσέφερε την δυνατότητα απόκτησης άδειας διαμονής εξαιρετικών λόγων, σε γονείς ανήλικου ημεδαπού που δεν διέθεταν νόμιμο τίτλο διαμονής για την Ελλάδα, ώστε να μπορέσουν να αποκαταστήσουν την νομιμότητά τους σύμφωνα με το αρ. 82 του ν. 4251/2014. Με τον τρόπο αυτό παρεχόταν επαρκής προστασία σε μία σειρά περιπτώσεων πτχ, και προασπιζόταν εμπράκτως το δικαίωμα τόσο του ανηλίκου ελληνικής ιθαγένειας, όσο και του αλλοδαπού γονέα αυτού, στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Εξετάζοντας τα πραγματικά δεδομένα υπό τα οποία καλείται να εφαρμοσθεί η εν λόγω διάταξη, και το ρυθμιστικό εύρος αυτής, δύναται να εξαχθούν τα εξής. Πτχ ο οποίος ήταν αιτών άσυλο, το αίτημά του απορρίπτεται τελεσίδικα, και κατόπιν (ίσως και έτη μετά την σχετική του απόρριψη) συνάπτει σχέση με Έλληνα/δα πολίτη, από τον/την οποίο/α αποκτά τέκνο που φέρει και την ελληνική ιθαγένεια, δεν δύναται να αποκτήσει άδεια διαμονής. Ως εκ τούτου, δεν δύναται και να εργαστεί ώστε να προσφέρει τα αναγκαία στο ελληνικής ιθαγένειας τέκνο του, ενώ παραμένει έκθετος στον κίνδυνο διοικητικής κράτησης και επιστροφής, ήτοι κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να αποκοπεί από το τέκνο του, ενώ το τελευταίο κινδυνεύει ούτως να ανατραφεί δίχως την συνδρομή του ενός εκ των γονέων του. Ως εκ τούτου η ρύθμιση εγείρει ιδιαίτερα ζητήματα ως προς την προστατευτέα αρχή του βέλτιστου συμφέροντος των ανηλίκων, αλλά και ως προς το προστατευτέο δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή ημεδαπών ανηλίκων. Υπό την προτεινόμενη ρύθμιση, πτχ ανάλογης περίπτωσης θα δύναται να αποκτήσει άδεια διαμονής μέλους οικογένειας Έλληνα του αρ. 93 του νομοσχεδίου, μόνο εάν επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του και κατορθώσει να επανέλθει στην Ελλάδα με θεώρηση εισόδου, η έκδοση της οποίας καθίσταται όλως απίθανη σε περιπτώσεις αλλοδαπών που έχουν διαμείνει και εξέλθει παρανόμως από την Ελλάδα. Επομένως πτχ με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, αρκετά γενναίος ώστε να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του, δύναται και να μην κατορθώσει να επιστρέψει στην χώρα ώστε να λάβει άδεια διαμονής κατά το 93, ήτοι να χωριστεί οριστικά από το ημεδαπό τέκνο του. β) Ως προς την μη προσμέτρηση του χρόνου παραμονής βάσει του δικαιώματος του αιτούντος διεθνούς προστασίας στη Χώρα, για τη συμπλήρωση της επταετίας Με την σχετική προτεινόμενη ρύθμιση, οφείλει να γίνει δεκτό ότι η δυνατότητα απόκτησης άδειας διαμονής εξαιρετικών λόγων εάν δεν καταργείται εν τοις πράγμασι, τουλάχιστον συρρικνώνεται έντονα. Αξίζει να εξετασθεί το πραγματικό status επί του οποίου καλείται σε εφαρμογή το αρ. 19 του ν. 4251/2014, και θα κληθεί σε εφαρμογή και η προτεινόμενη διάταξη. Δεδομένων των μεταναστευτικών ροών που δέχεται το ελληνικό κράτος, αλλά και της επί μακρόν αδυναμίας των ελληνικών αρχών στον επιτυχή έλεγχο των πολιτών τρίτων χωρών που εισέρχονται στην Ελλάδα, η άδεια διαμονής εξαιρετικών λόγων, ως αύτη έχει ισχύσει διαχρονικά και μέσω από αλλεπάλληλες τροποποιήσεις, έχει αποτελέσει το νόμιμο μέσο επαναφοράς στην νομιμότητα αλλοδαπών που έχουν εκπέσει της νόμιμης διαμονής τους, ή απόκτησης νόμιμου καθεστώτος αλλοδαπών που έχουν διαμείνει επί μακρόν στην χώρα παρανόμως. Σύμφωνα με το πνεύμα του ν. 4251/2014, ο νομοθέτης κρίνει ότι τέτοιες περιπτώσεις αλλοδαπών που έχουν διαμείνει παρανόμως στην χώρα επί μακρόν, έχουν αναπτύξει με αυτήν έναν βιοτικό κύκλο αυξημένης έντασης, ο οποίος και δικαιολογεί την από πλευράς τους απόκτηση έννομου καθεστώτος, προς προστασία του δικαιώματός τους στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, και προς αποφυγή διάσπασης των δεσμών που επί μακρόν έχουν διαμορφώσει στην Ελλάδα. Αναλογιζόμενων των μεταναστευτικών ροών που έχει δεχτεί το ελληνικό κράτος, αλλά και των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής, εξάγεται ότι μέσω της εξαιρετικής διαδικασίας του αρ. 19 του ν. 4251/2014 (το οποίο δεν θα ήταν υπερβολή να κριθεί ότι λειτουργεί θεραπευτικά τόσο για τους ίδιους τους αλλοδαπούς δίχως νομικό καθεστώς, όσο και για το ίδιο το ελληνικό κράτος), αποκτούν καθεστώς νόμιμης διαμονής, αλλοδαποί που έχουν διαμείνει στην χώρα άνευ τίτλων διαμονής, ή με διαφόρων ειδών νομιμοποιητικούς τίτλους. Τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, και η διοικητική πρακτική, καταδεικνύουν ότι η πλειοψηφία των σχετικών αιτημάτων υποβάλλονται από αιτούντες, που κατά το διάστημα της τουλάχιστον επταετούς διαμονής τους είχαν υποβάλει αιτήσεις διεθνούς προστασίας, οι οποίες και στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ευδοκίμησαν. Μέσω δε των σχετικών δελτίων ασύλου, εξάγεται εύλογα ότι οι ενδιαφερόμενοι κατόρθωσαν να αποκτήσουν ΑΦΜ, ΑΜΚΑ, ΑΜΑ, να υποβάλλουν εκκαθαριστικά, να διαθέτουν ένσημα, αλλά και να εργαστούν επί μακρόν. Ναι μεν πλέον και ιδίως από το έτος 2022 και έπειτα, αίτημα διεθνούς προστασίας δύναται να απορρίπτεται σε β΄βαθμό σε διάστημα ολίγων μηνών (πολλές φορές εώς και τέσσερίς μήνες χονδρικά), όμως η Υπηρεσία Ασύλου δεν είχε πάντοτε την ίδια ταχύτητα στην ολοκλήρωση των σχετικών αιτημάτων. Οφείλει να σημειωθεί ότι στο άμεσο μέλλον, η προτεινόμενη ρύθμιση θα εφαρμοσθεί σε όσους υπέβαλλαν σχετικά αιτήματα από το έτος 2017 και μετά, και φυσικά σε όσους αποφασίσουν να υπαχθούν στους εξαιρετικούς λόγους και οι οποίοι είχαν αίτημα ασύλου ακόμα και σε έτι προγενέστερα έτη. Ας μην ξεχνάμε ότι κατά το παρελθόν η Υπηρεσία Ασύλου ή οι αστυνομικές αρχές δύναται να είχε εκκρεμές αίτημα ασύλου και επί 5 και παραπάνω έτη, σε κάποιες περιπτώσεις. Ας υποτεθεί έστω ότι οι τελευταίοι σπεύσουν και υποβάλλουν τα αιτήματα τους πριν την έναρξη ισχύος του ψηφιζόμενου νόμου. Παρόλα αυτά για όσους υπέβαλλαν αίτημα ασύλου από το έτος 2017 (και συμπληρώνουν την επταετία το έτος 2024- έναρξη ισχύος του νέου νόμου), και έπειτα, καθίσταται στην πλειονότητα των περιπτώσεων πρακτικά αδύνατο να αποκτήσουν καθεστώς εξαιρετικών λόγων. Για το διάστημα 2017 έως και 2021, ένα αίτημα ασύλου θα παρέμενε εκκρεμές χονδρικά γύρω στα δύο με τρία έτη. Επιπρόσθετα, αίτημα ασύλου, ή μεταγενέστερο αίτημα ασύλου, δύναται να έχει υποβληθεί όχι μόνο κατά την έναρξη της παρουσίας πτχ στην Ελλάδα, αλλά και ενδιάμεσα αυτής, λόγου χάρη έπειτα από δύο ή τρία χρόνια διαμονής στην χώρα. Αποτέλεσμα θα είναι πολλοί αλλοδαποί που έχουν διαμείνει και εργαστεί στην χώρα επί έτη, να συνεχίζουν να εμποδίζονται από την απόκτηση καθεστώτος νόμιμης διαμονής, και να εγκλωβίζονται σε καθεστώς παρανομίας. Οφείλει να ληφθεί υπόψιν ποιοι θα είναι οι αλλοδαποί που θα δύνανται εκ των πραγμάτων να υπαχθούν στην εν λόγω άδεια, έτσι όπως διαμορφώνεται. Κυρίως η εν λόγω άδεια, θα δύναται να καλύψει πρόσωπα εργαζόμενα ως οικόσιτο προσωπικό (λχ κυρίες από την Γεωργία ή άλλες χώρες), που εργάζονται ανασφάλιστες επί μακρόν, δεν έχουν υποβάλει ποτέ αίτημα ασύλου, και αποδεικνύουν την διαμονή τους αποκλειστικά μέσω της αποστολής εμβασμάτων. Οφείλει να ληφθεί υπόψιν επίσης και ποιοι θα είναι οι αλλοδαποί οι οποίοι θα αναγκάζονται να παραμένουν στην χώρα δίχως νομιμοποιητικά έγγραφα, λόγω προγενέστερης απόρριψης αίτησης ασύλου. Κατά κύριο λόγο θα είναι οι υπήκοοι Μπανγκλαντές, Πακιστάν, Αιγύπτου, Αλβανίας, και εν μέρει Γεωργίας, ήτοι πτχ που απασχολούνται έντονα και ιδιαίτερα τομείς της ελληνικής οικονομίας, όπως η αγροτική οικονομία, οι οικοδομικές εργασίες, ο τουρισμός και η εστίαση, ήτοι τομείς της οικονομίας όπου ήδη όσοι τους εξασκούν παραπονιούνται ότι τα τελευταία έτη δυσκολεύονται να ανεύρουν εργατικά χέρια. Επίσης δίχως νομιμοποιητικά έγγραφα θα είναι και πολίτες προερχόμενοι από αφρικανικές ή αραβικές χώρες (που τα τελευταία έτη έχουν εισέλθει στην χώρα σε μεγάλο βαθμό), και οι οποίοι δεν έχουν κατορθώσει να λάβουν διεθνή προστασία. Ο νομοθέτης θα έπρεπε να αναλογισθεί ποιος θα στελεχώσει τις ως άνω θέσεις (τις οποίες δεν θα ήταν υπερβολή να κριθεί ότι απαξιώνονται από τους Έλληνες πολίτες), όταν τα άτομα που απασχολούνται σε αυτές κατά κύριο λόγο, δηλαδή οι μετανάστες πρώτης γενιάς, δεν θα έχουν την δυνατότητα να αποκτήσουν άδεια διαμονής στην Ελλάδα (ήτοι να αναπτύξουν με σταθερότητα και ασφάλεια τους δεσμούς τους). Η κάλυψη δε των αναγκών εργατικού δυναμικού, μέσω της διαδικασίας των μετακλήσεων και των εποχικά εργαζόμενων τις οποίες και φαίνεται να ευνοεί το νομοσχέδιο, είναι όλως αμφίβολο εάν θα μπορούν να καλυφθούν μόνο βάσει αυτών. Αποτέλεσμα αυτού του εγκλωβισμού αλλά και της αδυναμίας απόκτησης σταθερής νόμιμης διαμονής σε εύλογο διάστημα, μεταξύ άλλων θα είναι: •Διαιώνιση του ζητήματος ανεύρεσης επαρκούς αριθμού εργατικού δυναμικού για σειρά βασικών τομέων της ελληνικής οικονομίας. •Μαύρη εργασία. •Απώλεια εσόδων για το ελληνικό κράτος, τα οποία και θα μπορούσαν να προκύψουν από την πληρωμή ασφαλιστικών εισφορών πτχ (αναγκαία προϋπόθεση για την ανανέωση άδειας διαμονής) και παραβόλων για την χορήγηση/ ανανέωση άδειας διαμονής. •Υποβολή καταχρηστικών αιτήσεων χορήγησης άδειας διαμονής, χρήσης παράνομων μέσων για την απόκτηση άδειας διαμονής. •Διαμονή μεγάλης μερίδας πτχ στην χώρα κατ’ ουσίαν ως φαντάσματα (παρά τους συχνότατες αστυνομικούς ελέγχους που διενεργούνται τελευταία, και τις αθρόες συλλήψεις αλλοδαπών δίχως νομιμοποιητικά έγγραφα, η μερίδα αυτών που το ελληνικό κράτος είναι σε θέση να επιστρέψει στις χώρες καταγωγής τους είναι ιδιαίτερα μικρή, με αποτέλεσμα αλλοδαποί να παραμένουν διοικητικά κρατούμενοι υπό συχνά αμφίβολες και αναξιοπρεπείς συνθήκες, επί σειρά μηνών, συχνά έξι και εννέα, δαπάνη του ελληνικού δημοσίου). •Εγκληματικότητα πάσης φύσης (στην οποία κάποια μερίδα πτχ δύναται να στραφεί προς επιβίωση, όταν δεν είναι σε θέση να διαμείνει και εργαστεί νόμιμα). Γ) Ως προς την δυνατότητα άπαξ χορήγησης άδειας διαμονής εξαιρετικών λόγων Στην προτεινόμενη ρύθμιση παραμένει η προβληματική πρόβλεψη περί άπαξ χορήγησης άδειας διαμονής εξαιρετικών λόγων, που εισήχθη στον ν. 4251/2014, με το αρ. 12 του ν. 4825/2021. Οφείλει να υπομνησθεί ότι η νομοθετική ρύθμιση περί δυνατότητας άπαξ χορήγησης άδειας διαμονής εξαιρετικών λόγων, δημιουργεί ιδιαίτερα ζητήματα στους γονείς ανήλικων ημεδαπών (οι οποίοι υπάγονται και αυτοί στην κατηγορία των εξαιρετικών λόγων). Σε περίπτωση που πτχ έχει λάβει κατά το παρελθόν άδεια διαμονής εξαιρετικών λόγων, κατόπιν εκπέσει της νόμιμης διαμονής του (πχ. λόγω απόρριψης σχετικής αίτησης ή λόγω μη εμπρόθεσμης ανανέωσης της άδειάς του), κατόπιν αποκτήσει τέκνο ελληνικής ιθαγένειας, δεν είναι σε θέση να λάβει άδεια διαμονής εξαιρετικών λόγων ως γονέας ανήλικου ημεδαπού, με την διαδικασία του εν λόγω άρθρου. Δυνατότητα νομιμοποίησης έχει μόνο βάσει του αρ. 93 του νομοσχεδίου, ήτοι μόνο εάν επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του και κατορθώσει να επανέλθει στην Ελλάδα με θεώρηση εισόδου. Επομένως η εν λόγω ρύθμιση δεν φαίνεται σύμφωνη με το προστατευτέο δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή των ανηλίκων ημεδαπών και των μελών της οικογένειάς τους, όπως και στην αρχή του βέλτιστου συμφέροντος των ανηλίκων. Ως προς τους πτχ που αιτούνται την χορήγηση της εν λόγω άδειας, βάσει της τουλάχιστον επταετούς διαμονής τους, οι προβληματικές είναι οι εξής. Η χορήγηση άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους του αρ. 19 του 4251/2014, αποτελεί το μόνο μέσο που αναγνωρίζει η εθνική έννομη τάξη, δια του οποίου δύνανται να λάβουν έννομης προστασίας και να αποκτήσουν καθεστώς νόμιμης διαμονής, πολίτες τρίτων χωρών που έχουν διαμείνει επί μακρόν στην ελληνική επικράτεια δίχως νομιμοποιητικούς τίτλους, και οι οποίοι έχουν αναπτύξει εν τοις πράγμασι ισχυρούς δεσμούς με αυτήν μέσω της πολετούς διαμονής τους, όπως και το μόνο μέσο για την επαναφορά στην νομιμότητα, για πτχ που έχουν εκπέσει για διάφορους λόγους από αυτήν. Ήτοι το αρ. 19 αποτελεί σήμερα το μόνο εργαλείο που αναγνωρίζει και προβλέπει ο Έλληνας νομοθέτης για την αποκατάσταση και νομιμοποίηση μίας σημαντικής μερίδας πτχ που διαμένουν στην Ελλάδα, της οποίας το δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή θα παρέμενε δίχως ουσιαστική προστασία, εφόσον η σχετική διάταξη εξέλειπε ή το ρυθμιστικό της πεδίο περιοριζόταν δραστικά. Λαμβανομένης υπόψιν και της φύσης των μεταναστευτικών ροών που ευρίσκονται στην χώρα, του γεγονότος ότι η πλειοψηφία αυτών έχει δεν εισέλθει στην χώρα τηρουμένων των νόμιμων διαδικασιών και προϋποθέσεων, της χρόνιας αδυναμίας του ελληνικού κράτους να ασκήσει καθοριστικό έλεγχο στην εισροή μεταναστών, αλλά και του όγκου ροών που η χώρα έχει δεχθεί τα τελευταία έτη, συνάγεται ότι το αρ. 19 αποτελεί θεσμό που αναγνωρίζει η ελληνική πολιτεία με καθοριστική σημασία, τόσο για τα έννομα συμφέροντα της ίδιας, όσο και για τα ίδια τα πρόσωπα που η εν λόγω διάταξη αφορά. Δεδομένης της πρόβλεψης περί δυνατότητας άπαξ χορήγησης της εν λόγω άδειας, πτχ που δύναται να έχει λάβει άδεια εξαιρετικών λόγων κατά το παρελθόν, την οποία και ανανέωνε επί έτη, και ο οποίος εξέπεσε της νομιμότητας της διαμονής του (πχ λόγω μη εμπρόθεσμης ανανέωσης, λόγω μη κατοχής των αναγκαίων ενσήμων για την ανανέωση της άδειάς του κλπ), να μην δύναται να αποκαταστήσει το νόμιμο καθεστώς του στην χώρα λαμβάνοντας εκ νέου άδεια διαμονής εξαιρετικών λόγων. Οφείλει να σημειωθεί ότι στην πρακτική εφαρμογή της εν λόγω δυνατότητας, έχει παρατηρηθεί ότι η εν λόγω πρόβλεψη έχει αποκλείσει από καθεστώς νόμιμης διαμονής πολίτες τρίτων χωρών που έχουν διαμείνει στην Ελλάδα επί σειρά ετών (πολλές φορές πλέον των είκοσι), έχουν εργαστεί στην χώρα επί μακρόν, έχουν διανύσει σε αυτήν το σύνολο της ενήλικης ζωής τους, έχουν γεννήσει και αναθρέψει στην Ελλάδα τα τέκνα τους, και οι οποίοι δεδομένης της πρόβλεψης περί άπαξ χορήγησης της εν λόγω άδειας, αναγκάζονται να παραμείνουν σε καθεστώς παρανομίας στην χώρα όπου έχουν αναπτύξει επί έτη το σύνολο των βιοτικών τους δεσμών.