Αρχική Κώδικας ΜετανάστευσηςΜέρος Α’ (άρθρα 1-25)Σχόλιο του χρήστη Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο (RSA) | 13 Μαρτίου 2023, 22:44
Μετανάστευσης και Ασύλου Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ Η αρχή της μη επαναπροώθησης, όπως διατυπώνεται στο αρ. 33, παρ. 1 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 «περί του καθεστώτος των προσφύγων» συνιστά αναμφίβολα τη βάση του διεθνούς προσφυγικού δικαίου, καθώς αποτελεί την ουσιαστικότερη δέσμευση που ανέλαβαν τα κράτη μέλη της Σύμβασης του 1951 υπέρ των προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο προστασίας της. Τα πρόσωπα αυτά προστατεύονται από επαναπροώθηση, απέλαση αλλά και οποιαδήποτε απομάκρυνση και μετάβασή τους σε χώρα όπου κινδυνεύει η ζωή και η ελευθερία τους. Προκύπτει, δε, σαφώς από το κείμενο της Σύμβασης ότι, σύμφωνα με την αρχή της μη επαναπροώθησης προστατεύεται όχι μόνο ο νομίμως διαμένων, δηλαδή ο αναγνωρισμένος πρόσφυγας – ο οποίος προστατεύεται ούτως ή άλλως από τις διατάξεις του άρθρου 32, παρ. 1 της Σύμβασης – ή ο καταγεγραμμένος αιτών άσυλο, αλλά, κυρίως, από το άρθρο 33, παρ. 1 προστατεύεται ο παράτυπα εισερχόμενος ή/και διαμένων. Η κατοχύρωση, κατά απόλυτο τρόπο και χωρίς εξαιρέσεις, της αρχής της μη επαναπροώθησης στα σημαντικότερα διεθνή κείμενα προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, έχει συμβάλει αποτελεσματικά στην προστασία προσώπων από οποιαδήποτε πράξη απομάκρυνσής τους σε έδαφος χώρας όπου κινδυνεύουν να υποστούν παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους (Άρθρο 3 Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων, άρθρο 3 ΕΣΔΑ, άρθρο 19, παρ. 2 ΧΘΔ, άρθρο 7 ΔΣΑΠΔ, άρθρο ΙΙ.3 Αφρικανικής Σύμβασης για την Προστασία των Προσφύγων, άρθρο 22 Αμερικάνικης Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, παρ. 5 Μέρους ΙΙΙ Διακύρηξης της Καρθαγένης, κ.ά.). Η υποχρέωση σεβασμού της αρχής της μη επαναπροώθησης αποτυπώνεται και στα καταστατικά κείμενα της ΕΕ ενώ διατρέχει το ενωσιακό δίκαιο. Περαιτέρω, η Σύμβαση της Γενεύης του 1951 «περί του καθεστώτος των προσφύγων» προέβλεψε ένα ειδικό, εξαιρετικό καθεστώς υπέρ των προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, αναγνωρίζοντας την ανάγκη προστασίας τους από τους κινδύνους που διατρέχουν λόγω της κατάστασης ανάγκης στην οποία βρίσκονται. Γι’ αυτό και τους εξαίρεσε από την επιβολή κυρώσεων λόγω παράτυπης εισόδου στο έδαφός τους, κατοχυρώνοντας ταυτόχρονα την ρητή απαγόρευση απομάκρυνσή τους. Έτσι, οι διατάξεις του αρ. 33, παρ. 1 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του αρ. 31 παρ. 1 της Σύμβασης της Γενεύης, συνθέτουν ένα ασφαλές πλέγμα προστασίας υπέρ των προσώπων που την έχουν ανάγκη και την δικαιούνται, γιατί η ζωή ή/και η ελευθερία τους κινδυνεύουν στη χώρα τους. Δέον επισημανθεί ότι τα αρ. 3, περ. β΄ και 14, παρ. 1 του Κώδικα Συνόρων Σένγκεν προβλέπουν την εφαρμογή των διατάξεών του υπό τη ρητή επιφύλαξη του διεθνούς και ενωσιακού νομοθετικού πλαισίου για τη διεθνή προστασία. Ωστόσο παρότι και ο εν ισχύ Ν 4251/2014 και αντιστοίχως Ν 3386/2005 – όπως και το παρόν Σχέδιο Νόμου – εξαιρούν, εξ ορισμού από το πεδίο εφαρμογής τους τα πρόσωπα που εμπίπτουν στις προστατευτικές διατάξεις της διεθνούς προστασίας, περιλαμβάνουν διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται ιδιαίτερα επαχθώς σε βάρος τους από την ελληνική διοίκηση αλλά και από τη δικαστική αρχή χωρίς εξαίρεση, και ως εκ τούτου πρόσωπα που χρήζουν διεθνούς προστασίας αντιμετωπίζονται ως παράτυποι αλλοδαποί, στους οποίους και επιβάλλονται εξαιρετικά αυστηρές κυρώσεις εν σχέσει με την είσοδο ή/και παραμονή τους στη χώρα. Για τον λόγο αυτό, η RSA συνιστά να εισαχθεί ρητή διάταξη, ως άρθρο 5 – και να αριθμηθούν αντιστοίχως οι ακόλουθες αυτής – στην αρχή του Κεφ. Β΄ ως εξής: (νέο) Άρθρο 5 – Δικαίωμα πρόσβασης στη διεθνή προστασία: Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου τελούν υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της Σύμβασης της Γενεύης όπως ορίζεται στο άρθρο 1, περ. α΄ του ν. 4939/2022 (Α΄ 111), της αρχής της μη επαναπροώθησης και του δικαιώματος υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα άρθρα 69 και 73 του ν. 4939/2022.