Αρχική Κώδικας ΜετανάστευσηςΜέρος Ζ’ (άρθρο 134)Σχόλιο του χρήστη Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο (RSA) | 14 Μαρτίου 2023, 08:00
Μετανάστευσης και Ασύλου Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Σύμφωνα με τους συντάκτες του, στο Σχέδιο Νόμου επιχειρείται «ο εξορθολογισμός των υφιστάμενων κατηγοριών αδειών διαμονής, με την απαλοιφή όσων αποτελούν εθνικές ρυθμίσεις και την υπαγωγή τους σε συναφείς κατηγορίες αδειών διαμονής που προβλέπονται στο Ενωσιακό Δίκαιο, καθώς και την ομαδοποίησή τους με βάση τον σκοπό και τη συνάφεια...» Τούτο, ωστόσο, όχι μόνον δεν υπηρετείται αλλά αντιθέτως αποδομείται με το αρ. 134. Κατ’ αρχάς, η χορήγηση άδειας διαμονής σε θύματα και ουσιώδεις μάρτυρες εγκληματικών πράξεων, σε θύματα ενδοοικογενειακής βίας, σε θύματα εγκλημάτων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, σε πάσχοντες από σοβαρά προβλήματα υγείας, σε θύματα εργατικών ατυχημάτων, σε όσους παρακολουθούν εγκεκριμένο κατά νόμο θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής εξάρτησης, σε μέλη της οικογένειας Έλληνα πολίτη που πληρούν τις προϋποθέσεις χορήγησης αυτοτελούς άδειας διαμονής, προβλέπεται κατά περίπτωση (ad hoc) και τελεί υπό την διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου, παρότι η χορήγηση άδειας διαμονής στις περιπτώσεις αυτές συνιστά δεσμευτική υποχρέωση, προβλεπόμενη από άλλες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας αλλά και διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος, όπως η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας, κυρωθεία με τον Ν 4531/2018 (ΦΕΚ Α΄ 62/05.04.2018). Ο εξοβελισμός των προσώπων που είχαν ενταχθεί στην διαδικασία ασύλου από την δυνατότητα χορήγησης άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους, που αποσκοπεί στην «τακτοποίηση» μιας αντικειμενικής κατάστασης προσώπων τα οποία έχουν δημιουργήσει ισχυρούς βιοτικούς δεσμούς στη χώρα μας λόγω της μακροχρόνιας παραμονής τους, εισάγει κατ’ αρχάς διάκριση η οποία αντίκειται στο Σύνταγμα, σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις και δη, στα άρθρα 8 και 14 ΕΣΔΑ, σε καταστατικές διατάξεις ενωσιακού δικαίου και στο Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου αλλά και στο πνεύμα και στο γράμμα της ίδιας της εισαχθείσης διάταξης. Η απουσία πρόβλεψης άδειας διαμονής για τους απορριφθέντες αιτούντες άσυλο των οποίων η επιστροφή απαγορεύεται λόγω της συνδρομής των όρων της αρχής της μη επαναπροώθησης, είτε είναι ανέφικτη για άλλους, αντικειμενικούς λόγους, στερεί την πρόσβαση σε έγγραφα διαμονής και θέτει στο περιθώριο της κοινωνίας, πρόσωπα τα οποία προστατεύονται από διατάξεις διεθνούς και ενωσιακού δικαίου. Η μερική αναφορά ιδρυμάτων και δομών προστασίας ανηλίκων και η σύνδεση της χορήγησης άδειας διαμονής με τον «τύπο» των ως άνω δομών, αποκλείει από την πρόσβαση σε έγγραφα και προστασία μεγάλο αριθμό παιδιών, τα οποία, θεωρητικά, τελούν υπό την προστασία της Ελληνικής Πολιτείας και εισάγει διακρίσεις, αντιβαίνουσες στην Διεθνή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Παιδιού. Η RSA κρίνει απαραίτητη την τροποποίηση της παρ. 1 του αρ. 134 ως εξής: «1. Με απόφαση του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου μπορεί να χορηγείται άδεια διαμονής κατά περίπτωση/ad hoc για λόγους ανθρωπιστικής φύσεως σε πολίτες τρίτων χωρών που βρίσκονται στην Ελλάδα (άδεια διαμονής τύπου «Α.1» – Ad Hoc Residence Permit) και ιδίως σε θύματα και ουσιώδεις μάρτυρες εγκληματικών πράξεων, σε θύματα ενδοοικογενειακής βίας, σε θύματα εγκλημάτων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, σε πάσχοντες από σοβαρά προβλήματα υγείας, σε θύματα εργατικών ατυχημάτων, σε όσους παρακολουθούν εγκεκριμένο κατά νόμο θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής εξάρτησης, σε μέλη της οικογένειας Έλληνα πολίτη που πληρούν τις προϋποθέσεις χορήγησης αυτοτελούς άδειας διαμονής (άδεια διαμονής τύπου «Ο.2») του άρθρου 90, σε απορριφθέντες αιτούντες διεθνή προστασία των οποίων η επιστροφή απαγορεύεται λόγω της συνδρομής των όρων της αρχής της μη επαναπροώθησης είτε είναι ανέφικτη για άλλους αντικειμενικούς λόγους, καθώς και σε πολίτες τρίτων χωρών που με κίνδυνο της ζωής τους, προέβησαν σε πράξεις κοινωνικής αρετής, προσφοράς και αλληλεγγύης που προάγουν τις αξίες του ανθρωπισμού. Ο Υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου δύναται να παραπέμπει την υπόθεση στην Επιτροπή Μετανάστευσης του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου για παροχή γνώμης.» Η RSA κρίνει απαραίτητη την τροποποήση της παρ. 3 ως εξής: «3. Η άδεια διαμονής που χορηγείται σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 έχει διάρκεια ισχύος τρία (3) έτη και ανανεώνεται για ισόχρονο διάστημα, εφόσον εξακολουθούν να συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης. Η άδεια διαμονής μπορεί να ανανεωθεί σύμφωνα με το άρθρο 11 για έναν από τους λοιπούς λόγους του παρόντος, εφόσον εκλείψουν οι λόγοι για τους οποίους χορηγήθηκαν.» Στην παρ. 4, περ. β΄, η RSA προτείνει την συμπερίληψη όλων των δομών φιλοξενίας ανηλίκων, συμπεριλαμβανομένων των δομών ημιαυτόνομης διαβίωσης. Τέλος, η RSA συνιστά την τροποποίηση της παρ. 4, περ. γ΄ ως εξής: «γ. πολίτες τρίτων χωρών που διαμένουν στη χώρα για επτά (7) τουλάχιστον συνεχή έτη, πριν από την υποβολή αίτησης, σύμφωνα με έγγραφα βέβαιης χρονολογίας ή είναι γονείς ανήλικου ημεδαπού και προσκομίζουν στοιχεία που τεκμηριώνουν τη γονική σχέση με το/τα τέκνο/α (άδεια διαμονής τύπου «Α.6»). Η άδεια διαμονής έχει διάρκεια ισχύος τρία (3) έτη και μπορεί να ανανεώνεται σύμφωνα με το άρθρο 11 για έναν από τους λοιπούς λόγους του παρόντος Κώδικα. Σε πολίτες τρίτων χωρών που αποδεικνύουν ότι διαμένουν στη χώρα για επτά (7) τουλάχιστον συναπτά έτη, χορηγείται απόδειξη παραλαβής αιτήματος στην οποία αναγράφεται ότι κωλύεται η έκδοση απόφασης επιστροφής σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν. 3907/2011 (Α` 7) για τον χρόνο που θα απαιτηθεί μέχρι την εξέταση του αιτήματος.»