Αρχική Βελτίωση Μεταναστευτικής Νομοθεσίας, τροποποίηση διατάξεων των νόμων 4636/2019 (A’ 169), 4375/2016 (A’ 51), 4251/2014 (Α’ 80) και άλλες διατάξειςΆρθρο 9 Τροποποίηση άρθρου 71 του ν. 4636/2019Σχόλιο του χρήστη Μαρία Σπηλιωτακάρα -μητρώο δικηγόρων νομικής συνδρομής Υπηρεσίας Ασύλου | 23 Απριλίου 2020, 21:42
1) Η κρίση επί του εάν θα παρασχεθεί η νομική βοήθεια από τον Πρόεδρο της Επιτροπής που θα κρίνει ουσία την προσφυγή, πέραν από ζητήματα νομιμότητας σε σχέση με ευρωπαϊκό, διεθνές και συνταγματικό δίκαιο (ίδετε κατωτέρω), φαίνεται να αντιφάσκει με το άρθρο 93 του ν. 4636/2019 το οποίο παραμένει σε ισχύ και το οποίο ορίζει μεταξύ άλλων ότι για να κατατεθεί προσφυγή τυπικά παραδεκτή πρέπει σε αυτή να διαλαμβάνονται συγκεκριμένοι λόγοι κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης και για το λόγο αυτό χορηγείται κατόπιν αιτήματος του προσφεύγοντος νομική συνδρομή ήδη από το στάδιο κατάθεσης της προσφυγής. Εάν ήθελε υποτεθεί ότι η τροποποίηση κρατά την κατάθεση προσφυγής από το δικηγόρο μητρώου νομικής βοήθειας, αλλά αφήνει στην κρίση του Προέδρου το αν θα συνεχιστεί αυτή η συνδρομή με κατάθεση συμπληρωματικού υπομνήματος, δεν φαίνεται να βγάζει κάποιο νόημα ή να έχει κάποιο πρακτικό ενδιαφέρον, αντίθετα θα δημιουργήσει σύγχυση στον προσφεύγοντα ως προς το αν έχει τελικά νομική συνδρομή ή όχι, ο δικηγόρος του δεν θα μπορεί να καταθέσει αν το κρίνει απαραίτητο, και συμπληρωματικό υπόμνημα μετά την απαιτούμενη συνάντηση με τον εντολέα του, που λαμβάνει χώρα συνήθως μετά την κατάθεση της προσφυγής, και θα προσθέσει στις Επιτροπές Προσφυγών μια άχρηστη επιπλέον εργασία. Για οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, είναι αδύνατο να ισχύσουν και τα δύο άρθρα ταυτόχρονα ορίζοντας κάτι τόσο διαφορετικό. Δεν είναι δυνατό να υπάρχει νομική συνδρομή από το στάδιο κατάθεσης της προσφυγής και ταυτόχρονα να αποφασίζεται αν θα υπάρχει νομική συνδρομή από τον Πρόεδρο ή τον εισηγητή της Επιτροπής μετά την κατάθεση αυτής, θα πρέπει να ισχύσει ή το ένα ή το άλλο. 2) Η πρόταση να αποφασίζει ο Πρόεδρος της Επιτροπής που έχει χρεωθεί την προσφυγή για να την κρίνει στην ουσία της, το αν δικαιούται ο προσφεύγων νομική βοήθεια, με βάση «την πιθανολόγηση της πρόδηλης ευδοκίμησης» αυτής, παραβιάζει τα σχετικά άρθρα της ΕυρωπαΪκής Οδηγίας για το κοινό σύστημα ασύλου, και δη: Άρθρο 20 «1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να παρέχεται, κατόπιν αιτήματος, δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση στο πλαίσιο των διαδικασιών άσκησης ένδικου μέσου που προβλέπονται στο κεφάλαιο V. Περιλαμβάνει, τουλάχιστον, την κατάρτιση των αναγκαίων διαδικαστικών εγγράφων και τη συμμετοχή εξ ονόματος του αιτούντος σε ακροαματική διαδικασία ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. 2. Επίσης, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν δωρεάν νομική συνδρομή και/ή εκπροσώπηση στις πρωτοβάθμιες διαδικασίες που προβλέπονται στο κεφάλαιο III. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 19.3. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι δεν χορηγείται δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση εάν ένα δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή θεωρεί ότι το ένδικο μέσο του αιτούντος δεν έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας. Όταν λαμβάνεται απόφαση για τη μη παροχή δωρεάν νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο από αρχή η οποία δεν είναι δικαστήριο, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο αιτών έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής κατά της εν λόγω απόφασης ενώπιον δικαστηρίου. Κατ’ εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να μην περιορίζεται αυθαιρέτως η νομική συνδρομή και εκπροσώπηση και να μην εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση του αιτούντος στη δικαιοσύνη.» Καταρχάς: Εφόσον οι Επιτροπές προσφυγών δεν είναι δικαστήριο, η απόφασή τους για μη χορήγηση νομικής συνδρομής θα έπρεπε με τη σειρά της να υπόκειται σε προσφυγή σύμφωνα με το εδάφιο β του παραπάνω άρθρου. Τούτο δε νομοθετείται, κατά παράβαση της Οδηγίας. Έπειτα, όσον αφορά το «εάν ένα δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή θεωρεί ότι το ένδικο μέσο του αιτούντος δεν έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας», σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα του άρθρου 20, που προβλέπει καταρχάς δωρεάν νομική συνδρομή στο δεύτερο βαθμό σε όλους κατόπιν απλού αιτήματος, και μέριμνα ώστε να μην περιορίζεται αυτή αυθαιρέτως, πρέπει να σημειωθεί ότι η προτεινόμενη αυτή αλλαγή βασίζεται στην τρίτη παράγραφο του άρθρου 20 της Οδηγίας, η οποία τρίτη παράγραφος είναι προφανώς μια διάταξη που πρέπει να ενεργοποιείται όλως εξαιρετικά για περιπτώσεις που αποδεδειγμένα η προσφυγή δεν έχει πιθανότητες να γίνει δεκτή. Όμως η εν λόγω προτεινόμενη τροποποίηση μεταφέρει εσφαλμένα το ανωτέρω άρθρο τόσο στο γράμμα όσο και στο πνεύμα. Ως προς το γράμμα, αλλάζει την αρνητική σύνταξη σε θετική, αντί για την περίπτωση να μη χορηγηθεί νομική βοήθεια αν θεωρηθεί ότι δεν υπάρχει πιθανότητα επιτυχίας, προβλέπει ότι χορηγείται νομική βοήθεια όταν «πιθανολογείται η ευδοκίμηση». Τούτο εκτός από το γράμμα, προφανώς αντιστρέφει και το πνεύμα του νόμου. Καθιστά τη νομική βοήθεια εξαιρετική και την απονείμει σε περιπτώσεις που πιθανολογείται η προσφυγή να γίνει δεκτή, αντί αυτή να είναι ο κανόνας και να εξαιρούνται μόνο οι περιπτώσεις που αποδεδειγμένα αποκλείεται αυτή να γίνει δεκτή, όπως θέλει το γράμμα αλλά και το πνεύμα της οδηγίας. (ως προς το εάν μπορεί, σύμφωνα με τις αρχές του Συντάγματος, του κράτους δικαίου, της χρηστής διοίκησης και της ΕΣΔΑ, το ίδιο όργανο που θα κρίνει την ουσία της υπόθεσης, να κρίνει και το αν θα απονείμει ή όχι δικηγόρο, με κριτήρια όχι αντικειμενικά εξωτερικά του αντικειμένου της δίκης, αλλ’ αντιθέτως με κριτήρια το αν πιθανολογεί να γίνει δεκτή η υπόθεση στην ουσία της, ή αν τελικά αυτή η περίπτωση χρειάζεται δικηγόρο να την υπερασπίσει, ίδετε κατωτέρω). 3) Επιπλέον η προτεινόμενη αυτή αλλαγή θέτει σε διακοσμητικό ρόλο ολόκληρο το σύστημα νομικής συνδρομής, διότι εάν ο πρόεδρος που αργότερα θα κρίνει ουσία την υπόθεση, πιθανολογεί ευδοκίμηση, τούτο καθιστά το δικηγόρο περιττό, ενώ είναι αντισυνταγματικό να κρίνει ο δικαστής που θα λάβει την απόφαση, εάν δικαιούται υπεράσπισης η υπόθεση, με βάση την ουσία αυτής όπως την κρίνει σε ένα προκριματικό, πριν την εκδίκαση στάδιο. Ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι ο συντάκτης εννοεί κάτι πιο λογικό, δηλαδή να μην χορηγείται σε προδήλως απαράδεκτες ή αβάσιμες προσφυγές νομική συνδρομή, τούτο δεν είναι δυνατό να κρίνεται από το ίδιο όργανο που θα λάβει την απόφαση (όπως είναι και σε διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, ίδιος ο δικαστής που θα δικάσει ουσία). Ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί όμως, ότι το τελευταίο είναι δυνατό, κι ότι τούτο εννοεί ο νομοθέτης, δηλαδή τις προδήλως απαράδεκτες ή αβάσιμες, και σε αυτή την περίπτωση φαλκιδεύονται τα δικαιώματα του προσφεύγοντος. Για παράδειγμα, όχι λίγες φορές προσφυγές κατατέθηκαν εκπρόθεσμα επειδή ο προσφεύγων ήταν κρατούμενος και δεν μερίμνησαν οι αρχές για την μεταφορά του αρμοδίως ώστε να καταθέσει την προσφυγή του. Άλλες φορές διεκόπη διαδικασία αιτούντων άσυλο οι οποίοι είχαν λόγους ανωτέρας βίας (νοσηλεία σε δημόσιο νοσοκομείο) και οι σχετικές προσφυγές έγιναν δεκτές μόνον με τη συνδρομή του δικηγόρου νομικής βοήθειας. Τούτα είναι λίγα μόνο παραδείγματα των πάρα πολλών περιπτώσεων όπου οι προσφεύγοντες, είτε λόγω μη διενέργειας προσωπικής συνέντευξης, είτε λόγω ύπαρξης σημαντικών λαθών και παραβάσεων τύπου κατά τη διενέργειά της, εκθέτουν τους ισχυρισμούς τους για πρώτη φορά, στην πραγματικότητα, με το υπόμνημα που προετοιμάζει ο δικηγόρος. Οι υποθέσεις αυτές, εκ πρώτης όψεως φαίνονται να μην έχουν «πιθανότητες επιτυχίας» και με την προτεινόμενη αλλαγή δεν θα λάβουν νομική συνδρομή, παραβιάζοντας κατάφωρα το δικαίωμα σε αποτελεσματική προσφυγή, των προσφευγόντων. Από τα ανωτέρω είναι σαφές ότι φτάνουμε εν τέλει σε πολύ βασικές αρχές που καλό θα ήταν να μην παραβιαστούν με την προτεινόμενη διάταξη, όπως το ότι ο δικηγόρος είναι συλλειτουργός της δικαιοσύνης, ότι κάθε υπόθεση δικαιούται υπεράσπισης από δικηγόρο, και ότι στα συστήματα νομικής βοήθειας δεν είναι δυνατό να μπαίνει μια κρίση περί ανάληψης ή μη που θα γίνεται από πρόσωπο που δεν είναι συλλειτουργός της δικαιοσύνης αλλά δημόσιος υπάλληλος ή από πρόσωπο που θα κρίνει αργότερα την ουσία της υπόθεσης. 4) Όσον αφορά την πρόβλεψη ότι «ο δικηγόρος δύναται να καταθέσει υπόμνημα επί της προσφυγής με το οποίο προβάλει οψιφανείς και οψιγενείς ισχυρισμούς», φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 99, το οποίο προβλέπει: «Ο προσφεύγων δύναται να καταθέσει υπόμνημα για την ανάπτυξη των προβαλλόμενων με την προσφυγή ισχυρισμών το αργότερο τρεις (3) ημέρες πριν από τη συζήτηση της προσφυγής. Στην ίδια προθεσμία οφείλει να προσκομίσει τα αποδεικτικά των ισχυρισμών του στοιχεία. Κατ’ εξαίρεση εφόσον εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 90, ο προσφεύγων δύναται να καταθέσει υπόμνημα έως την προτεραία της συζήτησης της προσφυγής». Εφόσον κάθε προσφεύγων δύναται να καταθέσει υπόμνημα για ανάπτυξη ισχυρισμών που αρχικά κατέθεσε, και ο δικηγόρος του θα πρέπει να μπορεί να κάνει το ίδιο, δηλαδή να καταθέτει εάν το κρίνει σκόπιμο συμπληρωματικό υπόμνημα για ανάπτυξη ισχυρισμών, ακόμη και εάν δεν υπάρχουν οψιγενείς ή οψιφανείς ισχυρισμοί. Ομοίως από την άλλη πλευρά, εφόσον ο προσφεύγων στον οποίο χορηγήθηκε δικηγόρος μητρώου νομικής βοήθειας, έχει το δικαίωμα να υποβάλει με το υπόμνημά του διαμέσου του δικηγόρου του οψιγενείς ή οψιφανείς ισχυρισμούς, πρέπει και όλοι οι υπόλοιποι προσφεύγοντες να έχουν αυτό το δικαίωμα (με ή χωρίς δικηγόρο, με ιδιώτη δικηγόρο ή με δικηγόρο νομικής συνδρομής). Συνεπώς τα άρθρα πρέπει να συμπληρωθούν, να προστεθεί σε αυτό που αφορά την νομική συνδρομή και υπόμνημα για ανάπτυξη ισχυρισμών και για κατάθεση εγγράφων, και να προστεθεί σε αυτό που αφορά όλους τους προσφεύγοντες εν γένει η δυνατότητα υπομνήματος με οψιφανείς ή οψιγενείς ισχυρισμούς, άλλως υπάρχει αντισυνταγματική άνιση μεταχείριση των όμοιων διοικούμενων.