Αρχική Βελτίωση Μεταναστευτικής Νομοθεσίας, τροποποίηση διατάξεων των νόμων 4636/2019 (A’ 169), 4375/2016 (A’ 51), 4251/2014 (Α’ 80) και άλλες διατάξειςΆρθρο 9 Τροποποίηση άρθρου 71 του ν. 4636/2019Σχόλιο του χρήστη DRC Greece | 24 Απριλίου 2020, 12:42
Η σύμφωνη με την παράγραφο 3 του άρθρου 20 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ (3. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι δεν χορηγείται δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση εάν ένα δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή θεωρεί ότι το ένδικο μέσο του αιτούντος δεν έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας) διάταξη για την παροχή νομικής συνδρομής που προτείνεται (δηλαδή με κριτήριο την πιθανολόγηση της ευδοκίμησης της προσφυγής) τελεί υπό την προϋπόθεση ότι θα εξυπηρετήσει το σκοπό για τον οποίο αυτή προβλέπεται από το ενωσιακό δίκαιο και ότι η σχετική απόφαση θα είναι προσηκόντως αιτιολογημένη. Η εφαρμογή της δεν μπορεί παρά να διέπεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών της ΕΕ. Το δικαίωμα στη νομική συνδρομή για όσους δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους εγγυάται και προστατεύει το άρθρο 47 παρ. 3 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών της ΕΕ το οποίο ισχύει έναντι των κρατών μελών όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, και τούτο, για όλα τα δικαιώματα που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης (Επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 47, C-303/14.12.2007). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις αφορώσες το συγκεκριμένο άρθρο επεξηγήσεις, οι οποίες, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ αλλά και το άρθρο 52, παράγραφος 7, του Χάρτη, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την ερμηνεία του, το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ (C‑279/09, παράγραφος 32). Τούτο δε στο μέτρο που κατά το άρθρο 51 του Χάρτη αυτός εφαρμόζεται σε όλες τις υποθέσεις ενωσιακού δικαίου και το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 47 του Χάρτη καλύπτει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 6 ΕΣΔΑ σε όλες τις υποθέσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ. Η ενσωμάτωση της διάταξης για την παροχή του ευεργετήματος πενίας στο σχετικό με το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής στη δικαιοσύνη άρθρο του Χάρτη υποδηλώνει ότι η εκτίμηση ως προς την αναγκαιότητα παροχής του ευεργετήματος αυτού πρέπει να χωρεί λαμβανομένου υπόψη του δικαιώματος εκείνου ακριβώς του προσώπου του οποίου προσβάλλονται τα δικαιώματα ή περιορίζονται οι κατοχυρωμένες από το δίκαιο της Ένωσης ελευθερίες και όχι το γενικό συμφέρον της κοινωνίας, έστω και αν αυτό μπορεί να αποτελέσει ένα από τα στοιχεία για την εκτίμηση της αναγκαιότητας παροχής του ευεργετήματος (C‑279/09, παράγραφος 42). Περαιτέρω, «35. όσον αφορά τον Χάρτη, το άρθρο 52, παράγραφος 3, αυτού καθιστά σαφές ότι, καθό μέτρο περιλαμβάνει δικαιώματα τα οποία αντιστοιχούν στα δικαιώματα που εγγυάται η ΕΣΔΑ, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους επιφυλάσσει ειδικότερα η εν λόγω Σύμβαση. Όπως επεξηγείται στη διάταξη αυτή, η έννοια και η εμβέλεια των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων καθορίζονται όχι μόνον από τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, αλλά και, ιδίως, από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το άρθρο 52, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του Χάρτη προβλέπει ότι η πρώτη περίοδος της ίδιας παραγράφου δεν εμποδίζει το δίκαιο της Ένωσης να παρέχει ευρύτερη προστασία (βλ., συναφώς, απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2010, McB., C‑400/10 PPU, σκέψη 53). 36.Όσον αφορά ειδικότερα το άρθρο 47, παράγραφος 3, του Χάρτη, το τελευταίο εδάφιο της αφορώσας το άρθρο αυτό επεξηγήσεως μνημονεύει την απόφαση Airey κατά Ιρλανδίας, της 9ης Οκτωβρίου 1979, (ΕΔΔΑ, σειρά A αριθ. 32, σ. 11), κατά την οποία το ευεργέτημα πενίας πρέπει να παρέχεται στην περίπτωση που η μη παροχή του θα καθιστούσε αδύνατη τη διασφάλιση αποτελεσματικής προσφυγής στη δικαιοσύνη. Δεν διευκρινίζεται ούτε το αν το ευεργέτημα αυτό μπορεί να παρέχεται σε νομικό πρόσωπο ούτε η φύση των εξόδων που καλύπτονται « (C‑279/09). Παραπέμποντας στη νομολογία του ΕΔΔΑ, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επικαλέστηκε ότι: «46. το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αποφαινόμενο επί του θέματος του ευεργετήματος πενίας υπό τη μορφή της καταβολής της αμοιβής δικηγόρου, έκρινε ότι το κατά πόσον επιβάλλεται η παροχή του ευεργετήματος πενίας ώστε να είναι δίκαιη η δίκη πρέπει να κρίνεται σε σχέση με τα πραγματικά γεγονότα και τις ειδικές περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως και εξαρτάται ειδικότερα από τη σοβαρότητα του διακυβεύματος για τον προσφεύγοντα, από την πολυπλοκότητα του δικαίου και της διαδικασίας που εφαρμόζεται, καθώς και από την ικανότητα του προσφεύγοντος να υπερασπισθεί αποτελεσματικά την υπόθεσή του (ΕΔΔΑ, αποφάσεις Airey κατά Ιρλανδίας, σκέψη 26· απόφαση McVicar κατά Ηνωμένου Βασιλείου, § 48 και 49· P., C. και S. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 16ης Ιουλίου 2002, Recueil des arrêts et décisions 2002-VI, § 91, καθώς και Steel και Morris κατά Ηνωμένου Βασιλείου, § 61). Εντούτοις, μπορεί να λαμβάνονται υπόψη η οικονομική κατάσταση του διαδίκου ή η πιθανολογούμενη νίκη του στο πλαίσιο της δίκης (ΕΔΔΑ, απόφαση Steel και Morris κατά Ηνωμένου Βασιλείου, προπαρατεθείσα, § 62) (C‑279/09).Αποφαινόμενο ότι από τη νομολογία του ΕΔΔΑ προκύπτει ότι «το ευεργέτημα πενίας μπορεί να καλύπτει τόσο την παράσταση δικηγόρου όσο και την απαλλαγή από την καταβολή των εξόδων της διαδικασίας» (C‑279/09, παράγραφος 48), το ΔΕΕ παραπέμπει στο ΕΔΔΑ « 49. … [που] έχει κρίνει ότι, εφόσον προβλέπεται για τις υποθέσεις διαδικασία επιλογής ώστε να ελέγχεται αν υφίσταται η δυνατότητα παροχής του ευεργετήματος πενίας, η διαδικασία αυτή πρέπει να διεξάγεται κατά μη αυθαίρετο τρόπο (βλ., συναφώς, ΕΔΔΑ, απόφαση Del Sol κατά Γαλλίας, της 26ης Φεβρουαρίου 2002, § 26· απόφαση Puscasu κατά Γερμανίας, της 29ης Σεπτεμβρίου 2009, σ. 6, τελευταίο εδάφιο· απόφαση Pedro Ramos κατά Ελβετίας, της 14ης Οκτωβρίου 2010, § 49) (C‑279/09). Κατά το ΔΕΕ «60. … εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να ελέγξει αν οι προϋποθέσεις για την παροχή του ευεργετήματος πενίας συνιστούν περιορισμό του δικαιώματος προσβάσεως στη δικαιοσύνη θίγοντα τον ίδιο τον πυρήνα του, αν κατατείνουν στην επίτευξη θεμιτού σκοπού και αν μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού υφίσταται εύλογη σχέση αναλογικότητας.61. Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, ο εθνικός δικαστής μπορεί να λάβει υπόψη το αντικείμενο της διαφοράς, τις εύλογες πιθανότητες νίκης του αιτούντος το ευεργέτημα, το πόσο σοβαρό είναι για τον ίδιο το διακύβευμα, την πολυπλοκότητα της εφαρμοστέας νομοθεσίας και διαδικασίας, καθώς και τη δυνατότητα του αιτούντος το ευεργέτημα να υπερασπισθεί αποτελεσματικά την υπόθεσή του. Για να εκτιμήσει την αναλογικότητα, ο εθνικός δικαστής μπορεί επίσης να λάβει υπόψη το ύψος των δικαστικών εξόδων που πρέπει να προκαταβληθούν και το αν ενδεχομένως συνιστούν ή όχι ανυπέρβλητο εμπόδιο στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη» (C‑279/09). Εξάλλου, στην υπόθεση C-62/00, το ΔΕΕ έκρινε ότι «34… απόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ορίσει τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίσει τους διαδικαστικούς κανόνες ασκήσεως των ενδίκων προσφυγών που αποσκοπούν στην κατοχύρωση της προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία οι ιδιώτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο, υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοιες προσφυγές της εσωτερικής έννομης τάξεως (αρχή της ισοδυναμίας) και, αφετέρου, ότι δεν καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη (αρχή της αποτελεσματικότητας) (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 1998, C-228/96, Aprile, Συλλογή 1998, σ. Ι-7141, σκέψη 18, καθώς και τις αποφάσεις Dilexport, σκέψη 25, και Metallgesellschaft κ.λπ., σκέψη 85)». Επίσης, το ΔΕΕ λαμβάνει υπόψη τη μειονεκτική θέση στην οποία βρίσκονται κάποιες ευπαθείς/ευάλωτες ομάδες κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους που προστατεύει το άρθρο 47 του Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών της ΕΕ, όπως στην υπόθεση Pontin (C-63/08) όπου έκρινε ότι ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις πρέπει να ισχύουν στην περίπτωση απόλυσης εγκυμονούσας, όπως για παράδειγμα μεγαλύτερες προθεσμίες. Μια διάταξη νόμου που περιορίζει τη νομική συνδρομή μπορεί να πληροί τις γενικές προϋποθέσεις της αναλογικότητας και να μην πλήττει το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Ωστόσο, όταν εφαρμόζεται σε ιδιαίτερα ευάλωτους αιτούντες σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες (όπως για παράδειγμα η γλώσσα στην οποία παρέχεται η σχετική πληροφορία) μπορεί να παραβιάζει το άρθρο 47 του Χάρτη. Ομοίως, το δικαίωμα που προστατεύει και εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη μπορεί να παραβιάζεται στις περιπτώσεις που δεν εξασφαλίζεται η προσήκουσα για τις περιστάσεις επικοινωνία του δικηγόρου με τον πελάτη του (όπως στην περίπτωση Sakhonvskiy κατά Ρωσίας, Προσφυγή Ν. 21722/03, 2.11.2010, παράγραφος 103, όπου η προσφεύγουσα συνομίλησε με το δικηγόρο της για μόλις δέκα πέντε λεπτά πριν την έναρξη της δίκης). Επίσης, το ΕΔΔΑ έχει διαπιστώσει ότι η διαδικασία για την πρόσβαση στη νομική συνδρομή δεν πρέπει να είναι τόσο περίπλοκη ώστε να αποτελεί δυσανάλογο βάρος για την ικανότητα του αιτούντα να έχει πρόσβαση στο ένδικο μέσο. Παρότι επιτρέπει τον περιορισμό της νομικής βοήθειας στις περιπτώσεις όπου πιθανολογείται η ευδοκίμηση της προσφυγής, η αρχή που αποφασίζει για τη νομική συνδρομή δεν μπορεί να υποκαθιστά το δικαστήριο που θα κρίνει την υπόθεση. Εξυπακούεται ότι η διαδικασία για τη λήψη της σχετικής απόφασης δεν πρέπει να είναι αυθαίρετη και ότι η άρνηση αποδοχής του αιτήματος για νομική συνδρομή υπόκειται σε έφεση (υπόθεση Bakan κατά Τουρκίας, Προσφυγή Νο. 50939/99, παράγραφος 76).