Αρχική Βελτίωση Μεταναστευτικής Νομοθεσίας, τροποποίηση διατάξεων των νόμων 4636/2019 (A’ 169), 4375/2016 (A’ 51), 4251/2014 (Α’ 80) και άλλες διατάξειςΆρθρο 9 Τροποποίηση άρθρου 71 του ν. 4636/2019Σχόλιο του χρήστη ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ | 24 Απριλίου 2020, 12:26
Η προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 71 παρ. 3 του Ν. 4636/2019 υπονομεύει σημαντικά το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής, σε αντίθεση με τους ορισμούς της σχετικής Οδηγίας και καθιστά πρακτικά ανέφικτη την παροχή δωρεάν νομικής συνδρομής. Με βάση τις νέες ρυθμίσεις η αρμοδιότητα κρίσης επί της αίτησης μεταφέρεται από την Υπηρεσία Ασύλου στην Αρχή Προσφυγών, γεγονός που θα επιφέρει περαιτέρω επιβάρυνση της υπηρεσίας και καθυστέρηση στη διαδικασία απονομής ασύλου. Η ρύθμιση προβλέπει ότι αίτηση εξετάζεται από τον Πρόεδρο της Επιτροπής, ενώπιον της οποίας εκκρεμεί η προσφυγή σε υποθέσεις τριμελούς σύνθεσης, ή από τον εισηγητή δικαστή σε υποθέσεις μονομελούς σύνθεσης και γίνεται δεκτή μόνο εφόσον πιθανολογείται η ευδοκίμηση της προσφυγής. Η μεταφορά της αρμοδιότητας εξέτασης των αιτήσεων στους Προέδρους και τους Εισηγητές των Επιτροπών θα αυξήσει αδικαιολόγητα τον φόρτο εργασίας τους και θα δημιουργήσει ζητήματα και ως προς το προς την ίδια τη διαδικασία, διότι το αρμόδιο όργανο για την έκδοση απόφασης επί της προσφυγής καθίσταται εκ προοιμίου υπεύθυνο για την κρίση επί της ευδοκίμησης της προσφυγής. Ακόμη, η πρόβλεψη περί αναβολής της εκδίκασης της υπόθεσης, εφόσον η αίτηση γίνει δεκτή, και προσδιορισμού της στην αμέσως επόμενη δικάσιμο θα επιφέρει σημαντικές καθυστερήσεις στην έκδοση των αποφάσεων β’ βαθμού. Μείζον ζήτημα αποτελεί ότι η ρύθμιση αυτή ακυρώνει στην πράξη το αντικείμενο της παροχή νομικής συνδρομής, η οποία περιλαμβάνει τη σύνταξη και κατάθεση προσφυγής, σε περίπτωση δε που η προσφυγή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα και την κατάθεση αιτήματος παραμονής του άρθρου 104 παρ.2, εφόσον δεν έχει ήδη ασκηθεί, με βάση τα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 5 της ΚΥΑ 3686/2020 (ΦΕΚ 1009 Β/24-3-2020). Το άρθρο 20 παρ. 1 της Οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να παρέχεται, κατόπιν αιτήματος, δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση στο πλαίσιο των διαδικασιών άσκησης ένδικου μέσου και περιλαμβάνει, τουλάχιστον, την κατάρτιση των αναγκαίων διαδικαστικών εγγράφων. Με τη νέα ρύθμιση που περιλαμβάνεται στο σχέδιο νόμου, ωστόσο, ουσιαστικά απαιτείται από τους προσφεύγοντες και μάλιστα στην ελληνική γλώσσα η ανάπτυξη συγκεκριμένων λόγων προσφυγής κατά της βασιμότητας της απορριπτικής απόφασης, δηλαδή η κατάθεση δικογράφου, προκειμένου να προβούν στην κατάθεση του αιτήματος παροχής νομικής συνδρομής. Τέλος, το άρθρο 20 παρ. 3 της Οδηγίας ορίζει ότι “Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι δεν χορηγείται δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση εάν ένα δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή θεωρεί ότι το ένδικο μέσο του αιτούντος δεν έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας.” Η εξαίρεση αυτή, ωστόσο, αναφέρεται σε “πραγματικές πιθανότητες επιτυχίες” και όχι σε πιθανότητα σχετικά με “με την ευδοκίμηση της αίτησης”. Η ρύθμιση αυτή επιφέρει μια αντιστροφή της σχέσης που θέτει η Οδηγία: ο νομοθέτης προβλέπει ότι παρέχεται νομική βοήθεια σε όσους πιθανολογείται η ευδοκίμηση της αίτησης, ενώ η Οδηγία ορίζει ότι δε χορηγείται σε όσους το αίτημα δεν έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας. Το πρώτο απαιτεί πιθανολόγηση αποδοχής, ενώ το δεύτερο πιθανολόγηση απόρριψης λόγω προδήλως αβάσιμου αιτήματος. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με τη σύντμηση της προθεσμίας για την κατάθεση του αιτήματος παροχής δωρεάν νομικής συνδρομής, η οποία υποβάλλεται εντός δύο (2) ημερών από την επίδοση της απόφασης, ανεξαρτήτως ακολουθούμενης διαδικασίας, δεν διασφαλίζουν το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, παρά τη ρητή υποχρέωση των Κρατών Μελών σύμφωνα με την Οδηγία 2013/32/ΕΕ. Η προτεινόμενη διάταξη βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με το πνεύμα και τις διατάξεις της Οδηγίας. Η ενδεχόμενη υιοθέτησή τους θα οδηγήσει σε αδυναμία άσκησης των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των προσώπων που αιτούνται διεθνούς προστασίας. Για τους λόγους αυτούς προτείνεται η απάλειψη της διάταξης.