Αρχική Βελτίωση Μεταναστευτικής Νομοθεσίας, τροποποίηση διατάξεων των νόμων 4636/2019 (A’ 169), 4375/2016 (A’ 51), 4251/2014 (Α’ 80) και άλλες διατάξειςΆρθρο 9 Τροποποίηση άρθρου 71 του ν. 4636/2019Σχόλιο του χρήστη HIAS Ελλάδος | 24 Απριλίου 2020, 15:13
Η πρόσβαση στη νοµική συνδροµή αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Οι δικηγόροι διαδραµατίζουν καθοριστικό ρόλο στην εξασφάλιση του σεβασµού, της προστασίας και της πρόσβασης όλων των προσώπων στα δικαιώµατα. Η διαθεσιµότητα της νοµικής συνδροµής συχνά καθορίζει κατά πόσον ένα άτοµο µπορεί να έχει πρόσβαση ή να συµµετέχει σε αυτές κατά τρόπο ουσιαστικό .Το δικαίωµα σε δίκαιη δίκη βάσει της νοµοθεσίας της ΕΕ ισχύει για περιπτώσεις ασύλου και µετανάστευσης. Η συµπερίληψη της νοµικής συνδροµής στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεµελιωδών Δικαιωµάτων της ΕΕ αντικατοπτρίζει την ιστορική και καταστατική της σηµασία. Η παροχή νοµικής συνδροµής σε υποθέσεις ασύλου αποτελεί βασικό στοιχείο της ανάγκης για αποτελεσµατική προσφυγή και της ανάγκης για δίκαιη ακρόαση. Το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ µπορεί να παραβιαστεί λόγω έλλειψης νοµικής συνδροµής σε υποθέσεις ασύλου. Το άρθρο 47 του Χάρτη προβλέπει ότι «κάθε πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να συµβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και την εκπροσώπησή του» και ότι «σε όσους δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, παρέχεται δικαστική αρωγή, εφόσον η αρωγή αυτή είναι αναγκαία για να εξασφαλισθεί η αποτελεσµατική πρόσβαση στη δικαιοσύνη [...]». Στην υπόθεση M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδας, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώµατος του άρθρου 13 για αποτελεσµατική προσφυγή λόγω έλλειψης πρόσβασης σε διαδικαστικά δικαιώµατα, συµπεριλαµβανοµένης της παροχής νοµικής συνδροµής. MSS κατά Βελγίου και Ελλάδας, ΕΔΔΑ, GC, προσφυγή υπ’ αριθµόν 30696/09, απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2011 301. Το ΔΕΕ εξήγησε στην υπόθεση DEB κατά Γερµανίας την αρχή της αποτελεσµατικής δικαστικής προστασίας στον Χάρτη της ΕΕ η οποία προβλέπει την υποχρέωση παροχής νοµικής συνδροµής, ώστε να µην παρεµποδίζεται η πρόσβαση στα δικαστήρια: DEB κατά Γερµανίας, CJEU C-279/09, 22 Δεκεµβρίου 2010. Η αρχή της αποτελεσµατικής δικαστικής προστασίας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεµελιωδών Δικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να ερµηνεύεται υπό την έννοια ότι δεν είναι αδύνατο για τα νοµικά πρόσωπα να επικαλούνται την αρχή αυτή και ότι η βοήθεια που χορηγείται δυνάµει της αρχής αυτής καλύπτει, µεταξύ άλλων, τη συνδροµή δικηγόρου. Σύµφωνα µε το άρθρο 20 της οδηγίας, ακόµα και µετά από αρνητική απόφαση της διοίκησης, τα κράτη µέλη της ΕΕ εξασφαλίζουν την παροχή δωρεάν νοµικής συνδροµής και εκπροσώπησης στους αιτούντες για την υποβολή καθώς και για την ακρόαση προσφυγής. Στην εν λόγω διάταξη η πρόβλεψη ότι το αποφασίζον όργανο [δικαστής] που θα κρίνει επί της ουσίας την υπόθεση, θα κρίνει αν ο προσφεύγων δικαιούται ή όχι πρόσβαση στη νομική συνδρομή είναι ιδιαιτέρως προβληματική, γεννά πλείστα δεοντολογικά ζητήματα, αντίκειται στο ενωσιακό δίκαιο και πιθανόν θα κριθεί μη εφαρμοστέα από τα ελληνικά δικαστήρια. περίπτωση ακύρωσης. Περαιτέρω, το σύστημα της δωρεάν νομικής συνδρομής ενώπιον των δικαστηρίων θέτει ως μόνη προϋπόθεση για την απόλαυσή του το αντικειμενικό κριτήριο του χαμηλού εισοδήματος [Ν. 3226/2004] και όχι την εξέταση της βασιμότητας του αιτήματος. Επιπλέον, από την οδηγία 2013/32/ΕΕ προβλέπεται η υποχρέωση παροχής από τα κράτη μέλη νομικής συνδρομής και μόνον κατ΄ εξαίρεση «τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι δεν χορηγείται δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση εάν ένα δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή θεωρεί ότι το ένδικο μέσο του αιτούντος δεν έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας». Η πρόβλεψη αυτή περί μη χορήγησης δωρεάν νοµικής συνδροµής ή/και εκπροσώπησης για προσφυγές χωρίς πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας (άρθρο 20 παράγραφος 3) θα πρέπει να ερμηνεύεται στενά καθώς αντίκειται στο ίδιο το πνεύμα της Οδηγίας και στον Χάρτη Θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ. Από το γράμμα της Οδηγίας προκύπτει ότι θα πρέπει να γίνονται δεκτές όλες οι αιτήσεις νομικής συνδρομής εκτός από τις προφανώς αβάσιμες σε αντίθεση με την προτεινόμενη διάταξη που αντιστρέφοντας το «βάρος απόδειξης» και περιστέλλοντας το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας ορίζει ότι θα γίνονται δεκτές μόνο οι προφανώς βάσιμες. Ο βαθμός πιθανολόγησης που απαιτείται λαμβάνοντας υπόψιν και το ολιγάριθμο των δικηγόρων του Μητρώου θα οδηγήσει στην κάλυψη της νομικής συνδρομής μόνο για ελάχιστες περιπτώσεις αιτούντων. Πέραν της δυσκολίας πιθανολόγησης ευδοκίμησης του ενδίκου βοηθήματος πριν την εξέταση του αυτού επί της ουσίας με βάση τα πλήρη στοιχεία του φακέλου και την κατάθεση σχετικού υπομνήματος ζητήματα τίθενται και σε σχέση με το αν θα απαιτείται η σύνταξη ειδικού δικογράφου αίτησης χορήγησης νομικής συνδρομής από νομικό συμπαραστάτη ώστε να εκτεθούν αναλυτικώς οι λόγοι ευδοκίμησης της προσφυγής συνθήκη που θα δημιουργούσε κι άλλα προβλήματα. Σε κάθε περίπτωση δε η μη πρόβλεψη αναστολής της προθεσμίας της προσφυγής μέχρι την έκδοση απόφασης επί του αιτήματος χορήγησης νομικής συνδρομής καθιστά στην πράξη αναποτελεσματική τόσο τη νομική συνδρομή όσο και την ίδια την προσφυγή. Περαιτέρω, πέραν της προφανούς αντίθεσης της διάταξης με την Οδηγία και το ίδιο το περιεχόμενο της δωρεάν νομικής συνδρομής η εν λόγω διάταξη βρίσκεται και σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 93 και 99 του Ν. 4636/2019. Ειδικότερα, σύμφωνα με την υπάρχουσα διάταξη του άρθρου 93 το εισαγωγικό δικόγραφο της προσφυγής θα πρέπει να περιλαμβάνει τους συγκεκριμένους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή ενώ σύμφωνα με την νέα τροποποίηση του άρθρου 99 καταργείται η δυνατότητα προβολής δια του υπομνήματος οψιγενών και οψιφανών ισχυρισμών ως εκ τούτου η σύνταξη δικογράφου από δικηγόρο δεν είναι απλώς αναγκαία αλλά απαραίτητη καθώς η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ωστόσο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 71 η υποβολή αιτήματος χορήγησης νομικής συνδρομή προϋποθέτει ήδη ασκηθέν ένδικο βοήθημα καθώς το αίτημα εξετάζεται από τον πρόεδρο της επιτροπής ενώπιον της οποίας εκκρεμεί η προσφυγή. Έτσι, βρισκόμαστε μπροστά στο εξής παράδοξο σχήμα ο προσφεύγων να καλείται να καταθέσει το δικόγραφο της προσφυγής αποστερούμενος εν τοις πράγμασι τη δωρεάν νομική βοήθεια. Η δυνατότητα αναβολής δε σε περίπτωση αποδοχής του αιτήματος για δωρεάν νομική συνδρομή δεν εξασφαλίζει σε καμία περίπτωση τη δυνατότητα να θεραπευτεί η μη αναφορά συγκεκριμένων λόγων με την προσφυγή και άρα το παραδεκτό του βοηθήματος από την στιγμή που του παρέχεται μόνο η δυνατότητα προβολής οψιγενών /οψιφανών ισχυρισμών. Δέον σημειωθεί επίσης ότι η κρίση περί ευδοκίμησης της προσφυγής και άρα χορήγησης δωρεάν νομικής συνδρομής ενδεχομένως να πιθανολογηθεί και μέσω των οψιγενών/οψιφανών ισχυρισμών που ωστόσο είναι αδύνατο να προβληθούν το πρώτον. Η απουσία δε δυνατότητας προσφυγής ενώπιον του δικαστηρίου σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης για χορήγηση νομικής συνδρομής αποτελεί εσφαλμένη μεταφορά της Οδηγίας καθώς η σχετική υποχρέωση αναφέρεται ρητώς. Ειδικότερα, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 20 της Οδηγίας «….Όταν λαμβάνεται απόφαση για τη μη παροχή δωρεάν νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο από αρχή η οποία δεν είναι δικαστήριο, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο αιτών έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής κατά της εν λόγω απόφασης ενώπιον δικαστηρίου…». Ακόμα κι αν θεωρηθεί ότι στην εν λόγω διάταξη του άρθρου 71 και παρά την κακή της διατύπωση «Σε περίπτωση προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, οι αιτούντες είναι δυνατόν να λαμβάνουν δωρεάν νομική βοήθεια, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των διατάξεων του ν. 3226/2004 (Α’ 24), οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως» προβλέπεται η άσκηση ενδίκου βοηθήματος/ μέσου κατά της απόρριψης του αιτήματος νομικής συνδρομής, δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη ως προς την προθεσμία άσκησής του ενώ τίθεται εκτός ρύθμισης το ζήτημα της μη διεξαγωγής της συζήτησης της προσφυγής όσο εκκρεμεί η απόφαση επί του ενδίκου βοηθήματος/ μέσου ή καθόσον τρέχει η προθεσμία. Δέον σημειωθεί ότι η συζήτηση της προσφυγής πριν την έκδοση απόφασης επί του ένδικου βοηθήματος/μέσου, καθιστά την άσκηση του τελευταίου κενή περιεχομένου. Περαιτέρω, η πρόβλεψη αναβολής της συζήτησης στην αμέσως επομένη δικάσιμο σε περίπτωση χορήγησης δωρεάν νομικής συνδρομής είναι καθόλα προβληματική. Πέραν της καθυστέρησης της εξέτασης της προσφυγής, το εν λόγω χρονικό διάστημα μεταξύ δύο δικασίμων καθιστά αντικειμενικά ανέφικτη τη νομική εκπροσώπηση λόγω των αντικειμενικών δυσκολιών τόσο της Υπηρεσίας Ασύλου να ανταποκριθεί στην ανάθεση της υπόθεσης σε Δικηγόρο του Μητρώου όσο και λόγω της αδυναμίας του πληρεξούσιου δικηγόρου να προετοιμάσει αποτελεσματικά την υπόθεση [συνάντηση με τον εντολέα, πρόσβαση στο φάκελο, συλλογή έγγραφων αποδείξεων και σύνταξη υπομνήματος] λαμβάνοντας υπόψιν και τις σύντομες προθεσμίες υποβολής του υπομνήματος, καταργώντας στην πράξη, το δικαίωμα σε πραγματική και αποτελεσματική προσφυγή.