Αρχική Βελτίωση Μεταναστευτικής Νομοθεσίας, τροποποίηση διατάξεων των νόμων 4636/2019 (A’ 169), 4375/2016 (A’ 51), 4251/2014 (Α’ 80) και άλλες διατάξειςΆρθρο 40 Τροποποίηση άρθρου 20 του ν. 4251/2014Σχόλιο του χρήστη Μαρία Σαλτουρίδου / Δικηγόρος | 24 Απριλίου 2020, 16:06
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΤΟΜΑ Καταρχάς, ας μού επιτραπεί να υπογραμμίσω πως οι παρατηρήσεις που θα ακολουθήσουν σχετικά με την προτεινόμενη τροποποίηση, με την οποία υιοθετείται η ελάχιστη εξάμηνη παραμονή του δικαιούχου ανά έτος στην χώρα, προέρχονται από τη μακρά εμπειρία μου ως δικηγόρου στο συγκεκριμένο πεδίο και αφορούν μείζονα πρακτικά ζητήματα που δυστυχώς δεν έχουν ληφθεί υπόψη. Κατά πρώτον, η εν θέματι τροποποίηση βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με το πνεύμα της θεσπίσεως της συγκεκριμένης κατηγορίας άδειας διαμονής και ουσιαστικά την καταργεί δια της αδρανοποίησης της αφού εγείρει εξόχως αποτρεπτικά για την επιλογή της πρακτικά ζητήματα. • Συγκεκριμένα, η άδεια διαμονής των Οικονομικά Ανεξάρτητων Ατόμων, απευθύνεται: 1. Σε άτομα με μεγάλη οικονομική επιφάνεια που έχουν ενεργή επιχειρηματική δραστηριότητα στις χώρες διαμονής τους είτε ως επιχειρηματίες ή στελέχη εταιρειών είτε ως ελεύθεροι επαγγελματίες, των οποίων η πηγή των οικονομικών εσόδων βρίσκεται στην αλλοδαπή, μη έχοντας πρόσβαση στην εγχώρια αγορά εργασίας. Η προτεινόμενη τροποποίηση, πέραν του ότι εισάγει ένα δυσανάλογο περιορισμό αφού η προϋπόθεση της ελάχιστης εξάμηνης παραμονής στη χώρα ισχύει στους έχοντες άδεια διαμονής για εξαρτημένη εργασία στη χώρα (!) εγείρει το σοβαρό ζήτημα της φορολογικής κατοικίας των δικαιούχων. Σε ουδεμία περίπτωση δεν είναι θελκτική η υποχρέωση φορολόγησης των εν λόγω δικαιούχων ως κατοίκων εσωτερικού για εισοδήματα που έχουν αποκτηθεί στη χώρα τους. Λαμβανομένου, δε, υπόψη του γεγονότος ότι πολλοί δικαιούχοι που ανήκουν στη συγκεκριμένη κατηγορία έχουν ανήλικα τέκνα που πρέπει να παρακολουθήσουν το σχολείο, σε περίπτωση που ισχύσει η εν θέματι τροποποίηση, είναι βέβαιο ότι θα αναγκαστούν να παραμείνουν στη χώρα για μεγαλύτερο διάστημα των έξι μηνών με αποτέλεσμα να καθίσταται, έτσι, η φορολόγησή τους ως κατοίκων εσωτερικού αναπόφευκτη. 2. Σε άτομα που λαμβάνουν υψηλές συντάξεις στις χώρες διαμονής τους. Πράγματι, πολλοί εκ των αιτούντων τη συγκεκριμένη άδεια διαμονής, είναι άτομα που λαμβάνουν υψηλές συντάξεις στις χώρες διαμονής τους. Θεμελιώδης, για την επιλογή της άμεσης επένδυσης στην Ελλάδα και συνεπώς για την απόκτηση της εν λόγω άδειας διαμονής, είναι η απουσία υποχρέωσης πραγματικής διαμονής για οποιοδήποτε διάστημα στη χώρα. Είναι αυτονόητο ότι άτομα που βρίσκονται σε προχωρημένη ηλικία, με ενδεχόμενη ευαίσθητη υγεία, χρειάζονται ελευθερία κίνησης ώστε να μην στερούνται την ιατρική βοήθεια που δύναται να τους παρέχει η χώρα τους αλλά και για προσωπικούς λόγους. • Επιπλέον, χρήζει επισήμανσης, το γεγονός ότι οι αιτούντες την άδεια διαμονής του άρθρου 20 Α, ήτοι τα Οικονομικά Ανεξάρτητα Άτομα, και οι αιτούντες την άδεια του άρθρου 20 Β, ήτοι οι Επενδυτές Ακινήτων, προέρχονται από τον ίδιο κύκλο ατόμων. Με άλλα λόγια, πολλοί από αυτούς που είναι, κάτοχοι της άδειας διαμονής του άρθρου 20 Α και έχουν τέκνα που στη συνέχεια ενηλικιώνονται, αδυνατώντας πλέον να τα καλύψουν ως μέλη οικογένειας, αγοράζουν ακίνητα για λογαριασμό τους ώστε να τους παράσχουν τη Μόνιμη Άδεια Διαμονής Επενδυτή. Αντιστρόφως, κάτοχοι της άδειας διαμονής του άρθρου 20 Β με ενήλικα τέκνα άνω των 21 ετών, επιλέγουν την άδεια διαμονής των Οικονομικά Ανεξάρτητων Ατόμων ώστε να εξασφαλίσουν τη συνέχιση της νόμιμης διαμονής τους στη χώρα, μετά την εισροή των απαραίτητων κεφαλαίων σε αυτή. Άλλωστε, πλείστες είναι οι περιπτώσεις όπου αλλοδαποί που επιδιώκουν την επένδυση ακινήτου επιλέγουν, αρχικά, την άδεια διαμονής του άρθρου 20 Α, ώστε να διακριβώσουν την αποτελεσματικότητα της Ελληνικής Διοίκησης και να αποκτήσουν εμπιστοσύνη σε αυτή πριν προχωρήσουν σε μία τόσο μεγάλη επένδυση, όπως αυτή της αγοράς ακινήτου αξίας 250.000 ευρώ, στο βαθμό, μάλιστα, που Ευρωπαϊκές χώρες παρέχουν ανταγωνιστικά προγράμματα. Θα μπορούσα να σας εκθέσω πολλά τέτοια παραδείγματα από την τριβή μου με το συγκεκριμένο αντικείμενο. Στην εν λόγω διαπίστωση συνομολογεί, εξάλλου, το γεγονός ότι τα Ελληνικά Προξενεία χορηγούν την απαραίτητη για την άδεια διαμονής του άρθρου 20 Α εθνική θεώρηση εισόδου σε αιτούντες που αποδεικνύουν μεγάλη οικονομική επιφάνεια, πολύ μεγαλύτερη από το ελάχιστο των 24.000 ευρώ του νόμου. • Περεταίρω, δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη σχετικά με τις ανανεώσεις των αδειών διαμονής των ήδη κατόχων αυτών. Σε περίπτωση που ζητηθεί η ικανοποίηση του εν λόγω περιορισμού σύμφωνα με την προταθείσα τροποποίηση και από τους ήδη κατόχους, είναι βέβαιο ότι η πλειοψηφία αυτών αν όχι το σύνολό τους δε θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στην εν λόγω απαίτηση. Από όλα τα παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι η προσθήκη της εξάμηνης υποχρεωτικής πραγματικής παραμονής των δικαιούχων του συγκεκριμένου τίτλου διαμονής στην Ελλάδα ανά έτος που προτείνεται με το παρόν σχέδιο νόμο, σε αντίθεση με τα όσα αναφέρονται στην αιτιολογική του έκθεση, θα πλήξει αναπόδραστα την Ελληνική Οικονομία. Πράγματι, σε περίπτωση που ψηφισθεί η εν λόγω τροποποίηση, η Ελληνική Οικονομία θα πληγεί, σίγουρα, έμμεσα. Η άδεια διαμονής των Οικονομικά Ανεξάρτητων Ατόμων κατάφερε έως τώρα να επιφέρει τεράστιο όφελος στην Ελληνική Οικονομία με τις τόσο αναγκαίες «ενέσεις» ρευστότητας που παρείχε η εισροή κεφαλαίων των αιτούντων, με μηδαμινή επιβάρυνση των δομών του Ελληνικού Κράτους. Αντιθέτως, το γεγονός της υποχρεωτικής εξάμηνης –κατ’ ελάχιστο– παραμονής τους στη χώρα θα ανατρέψει αυτή την αποκλειστικά επικερδή για την Ελλάδα ισορροπία αφού οι ήδη ταλαιπωρημένες δομές του Ελληνικού κράτους (π.χ. υγειονομικές δομές) θα επιβαρυνθούν με επιπλέον πληθυσμό. Πασιφανής θα είναι, όμως, η άμεση απώλεια της Ελληνικής Οικονομίας από την εν λόγω ρύθμιση αφού όλα τα ως άνω πρακτικά ζητήματα θα οδηγήσουν στην άμεση απώλεια κεφαλαίων. Πράγματι, όχι μόνο οι ήδη κάτοχοι των εν λόγω αδειών διαμονής δε θα δύνανται να προχωρήσουν στην ανανέωση αυτών, όχι μόνο όσοι ενδιαφέρονται για την απόκτηση του συγκεκριμένου τίτλου δε θα προχωρήσουν στην άμεση επένδυση των κεφαλαίων τους ώστε να αιτηθούν, τελικά, τη χορήγησή του αλλά, κυρίαρχα, η χώρα θα απολέσει τους μελλοντικούς επίδοξους επενδυτές ακινήτων. Ακριβώς αυτό είναι το κομβικό: η άδεια διαμονής του άρθρου 20 Α όχι μόνο ΔΕΝ ΥΠΟΝΟΜΕΥΕΙ την «Golden Visa», κινούμενη ανταγωνιστικά προς αυτή, αλλά πολύ περισσότερο την ΠΡΟΩΘΕΙ λειτουργώντας ουσιαστικά ως «προθάλαμος» αυτής, ικανός και αναγκαίος, πολλές φορές, για τη δημιουργία της απαραίτητης εμπιστοσύνης στο μελλοντικό επενδυτή ως προς τη λειτουργία της Ελληνικής Διοίκησης. Τι θα γίνει αν τελικά ισχύσει η εν λόγω τροποποίηση; Οι μελλοντικοί επενδυτές θα απολέσουν την εμπιστοσύνη που είχαν οικοδομήσει απέναντι στην Ελληνική Διοίκηση, θα αισθανθούν ανασφάλεια καθώς κανείς δε θα μπορεί να τους διασφαλίσει ότι δε θα υπάρξει αίφνης μία παρόμοια τροποποίηση και στη Μόνιμη Άδεια Διαμονής Επενδυτή και θα επιλέξουν την επένδυση σε κάποια άλλη Ευρωπαϊκή χώρα. Συνοψίζοντας, η προταθείσα τροποποίηση σε καμία περίπτωση δε θα τονώσει την Ελληνική Οικονομία, αντιθέτως, θα την πλήξει τόσο έμμεσα όσο και άμεσα, καταστρατηγώντας πρακτικά την άδεια διαμονής του 20 Β που θεωρητικά ευαγγελίζεται πως αναδεικνύει. Η εν λόγω τροποποίηση εισάγει ένα δυσβάσταχτο μέτρο που δε σέβεται την αρχή της αναλογικότητας, δεν εξυπηρετεί κανένα δημόσιο συμφέρον ενώ η ratio του σχεδίου νόμου, ήτοι η τόνωση της Ελληνικής Οικονομίας θα μπορούσε να ικανοποιηθεί με πρόσφορα μέτρα όπως, για παράδειγμα, τη σε λογικά πλαίσια αύξηση του ποσού των επαρκών πόρων που θα πρέπει να κατατίθεται σε τραπεζικό ίδρυμα της χώρας, την υποχρέωση διατήρησής του για κάποιο χρονικό διάστημα στο εκάστοτε τραπεζικό ίδρυμα ή –ακόμη– την υποχρέωση κατανάλωσης μέρος αυτού εντός της Ελληνική Επικράτειας.