Αρχική Αναμόρφωση διαδικασιών απελάσεων και επιστροφών πολιτών τρίτων χωρών, ζητήματα αδειών διαμονής και διαδικασιών χορήγησης διεθνούς προστασίας και άλλες διατάξεις...Άρθρο 01 – Διαδικασίες απελάσεων και επιστροφώνΣχόλιο του χρήστη HIAS Greece | 1 Ιουλίου 2021, 14:43
Ο εθνικός νομοθέτης έχει θεσπίσει, μέσω των Ν 4375/2016 και Ν 4636/2019, όπως ισχύουν, τις «διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης» ως ειδικό θεσμικό πλαίσιο για τη διαχείριση των παράτυπα αφιχθέντων πολιτών τρίτων χωρών στην Ελλάδα, υπό την αρμοδιότητα της Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΥπΥΤ). Οι διαδικασίες ακολουθούνται υποχρεωτικά για όλους όσους εισέρχονται ή διαμένουν στη χώρα χωρίς νόμιμες διατυπώσεις, οι οποίοι «οδηγούνται άμεσα με ευθύνη των αστυνομικών ή λιμενικών αρχών που επιλαμβάνοναι αρμοδίως, σε Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης» (αρ. 14, παρ. 1 Ν 4375/2016, αρ. 39, παρ. 1 Ν 4636/2019). Οι νεοεισερχόμενοι στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και τον Έβρο κατά κανόνα υπάγονται σε διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης και παραπέμπονται από την ΥπΥΤ στη διαδικασία ασύλου, κατόπιν της υποβολής αίτησης ασύλου. Αποκτούν, δε, το καθεστώς του αιτούντος άσυλο και το συνακόλουθο δικαίωμα παραμονής στο ελληνικό έδαφος με μόνη την «υποβολή» της αίτησης, ήτοι την προφορική ή γραπτή έκφραση της βούλησης να αιτηθούν διεθνή προστασία, η οποία δεν απαιτεί καμία διοικητική διατύπωση (Άρθρο 2, περ. γ΄ Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, άρθρο 2, περ. β΄ 2013/33/ΕΕ, άρθρο 65, παρ. 8 Ν 4636/2019, ΔΕΕ, C-36/20 VL, σκ. 88-94). Κατά συνέπεια, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί απέλασης (αρ. 76 επ. Ν 3386/2005) ή επιστροφής (Κεφ. Γ΄ Ν 3907/2011) στην περίπτωσή τους, αλλά οι διατάξεις του Ν 4636/2019, εφόσον δεν συντρέχει στο πρόσωπό τους η προϋπόθεση της «παράνομης παραμονής» (ΔΕΕ, C-181/16 Gnandi, σκ. 40). Η συστηματική και αδιάκριτη έκδοση αποφάσεων απέλασης από τις αστυνομικές αρχές εις βάρος προσώπων, τα οποία εμπίπτουν στο καθεστώς του αιτούντος άσυλο, έχουν δε ήδη υπαχθεί σε διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης, συνιστά καταστρατήγηση εκ μέρους της διοίκησης των θεμελιωδών εγγυήσεων που παρέχει ο νομοθέτης του Ν 4636/2019 στους αιτούντες μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας ασύλου, η οποία δεν θεραπεύεται από τα διοικητικά δικαστήρια στο πλαίσιο του ακυρωτικού ελέγχου (ενδεικτικά ΔΠρΜυτ 21/2020). Για τους λόγους αυτούς, παρίσταται απαραίτητη η αποσαφήνιση των διακριτών πεδίων εφαρμογής των Ν 4636/2019, Ν 3907/2011 και Ν 3386/2005 και δη της άμεσης υπαγωγής των παράτυπα εισερχομένων στις διατάξεις του Ν 4636/2019 και ιδίως των αρ. 39 και 65, προ της κίνησης διαδικασιών απέλασης ή επιστροφής. Περαιτέρω, η διάταξη του αρ. 1 του παρόντος ρυθμίζει το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ περί επιστροφών, όπως έχει μεταφερθεί στην ελληνική έννομη τάξη με το Κεφάλαιο Γ΄ του Ν 3907/2011. Ωστόσο, το εν λόγω Κεφάλαιο και δη τα αρ. 17, παρ. 2 και 34 Ν 3907/2011 ήδη ρυθμίζουν τις περιπτώσεις στις οποίες δύναται η διοίκηση να παραγκωνίζει τις διαδικασίες τις Οδηγίας σύμφωνα με το αρ. 2, παρ. 2 αυτής και να εφαρμόζει τις διαδικασίες απέλασης που προβλέπονται στα αρ. 76 επ. Ν 3386/2005. Σε κάθε περίπτωση, συμπεριλαμβανομένης της παρέκκλισης από τις διαδικασίες επιστροφών, ο ενωσιακός νομοθέτης αξιώνει την τήρηση ελάχιστων εγγυήσεων στο αρ. 4, παρ. 4 της Οδηγίας, οι οποίες ήδη προβλέπονται στο αρ. 19, παρ. 2 Ν 3907/2011. Η επιχειρούμενη ρύθμιση του αρ. 1 του παρόντος Σχεδίου Νόμου θα είχε ως αποτέλεσμα την καταστρατήγηση των ανωτέρω ελάχιστων υποχρεώσεων που δεσμεύουν τις αρμόδιες αρχές ακόμη και στις περιπτώσεις όπου επιτρεπτώς εφαρμόζεται ο Ν 3386/2005 έναντι του Ν 3907/2011, κατά ευθεία παράβαση του ενωσιακού δικαίου. Για το λόγο αυτό, η προτεινόμενη διατύπωση του άρθρου 1 πρέπει να διαγραφεί. Ωστόσο, ορθώς παρατηρείται στην Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης η ανάγκη αποσαφήνισης του διαχωρισμού των διαδικασιών επιστροφής από αυτές της απέλασης, σε πλήρη συμμόρφωση με το αρ. 2, παρ. 2 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ. Επιβάλλεται, δε, από τη νομολογία του ΔΕΕ η συσταλτική ερμηνεία του καθεστώτος παρέκκλισης από τις εγγυήσεις της Οδηγίας επιστροφών που ρυθμίζεται από το αρ. 2, παρ. 2, περ. α΄ της Οδηγίας (C-444/17 Arib, σκ. 60). Σύμφωνα με το πνεύμα της Οδηγίας, οι περιπτώσεις που εμπίπτουν στην ανωτέρω παρέκκλιση – και ως εκ τούτου αφορούν σε «απέλαση» και όχι σε «επιστροφή» – περιγράφονται από το Εγχειρίδιο περί Επιστροφής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως «περιπτώσεις διασυνοριακού χαρακτήρα» (σημ. 2.1). Κατά την αυθεντική ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου από το ΔΕΕ, την οποία έχουν υποστηρίξει τόσο η Ελληνική Κυβέρνηση όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ρήτρα «σε σχέση με παράνομη... διέλευση» στο αρ. 2, παρ. 2, περ. α΄ της Οδηγίας και ήδη αρ. 17, παρ. 2, περ. α΄ Ν 3907/2011 απαιτεί την ύπαρξη «στενής χρονικής και τοπικής σύνδεσης με τη διέλευση των συνόρων». Αφορά συνακολούθως σε περιπτώσεις προσώπων που «συνελήφθησαν ή υποβλήθηκαν σε έλεγχο από τις αρμόδιες αρχές ακριβώς κατά τη χρονική στιγμή της παράνομης διελεύσεως των εξωτερικών συνόρων ή κοντά στο συνοριακό σημείο διελεύσεως κατόπιν αυτής» (C-47/15 Affum, σκ. 72, C-444/17 Arib, σκ. 46). Ως εκ τούτου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διευκρινίζει στο Εγχειρίδιο Επιστροφής (σημ. 2.1) ότι δεν εμπίπτουν στη διάταξη οι παράτυποι μετανάστες που συλλαμβάνονται σε παραμεθόρια περιοχή, εφόσον «δεν υφίσταται πλέον ΑΜΕΣΗ σχέση με την πράξη της παράνομης διέλευσης των συνόρων». Υπενθυμίζεται ότι οι ανωτέρω εκτεθείσες διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης, οι οποίες εφαρμόζονται υποχρεωτικά για όλους τους παράτυπα εισερχομένους, περιλαμβάνουν πέντε διακριτά και διαδοχικά στάδια, μεταξύ των οποίων ενημέρωση, καταγραφή και ιατρικός έλεγχος, ενέχουν, δε, την ενδεχόμενη μεταφορά του ατόμου σε άλλη δομή της επικράτειας για την ολοκλήρωσή τους (αρ. 39, παρ. 2 Ν 4636/2019). Δεν πληρούται συνεπώς η απαιτούμενη «στενή χρονική και τοπική σύνδεση με τη διέλευση των συνόρων» στην περίπτωση των νεοεισερχομένων που υπάγονται σε διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης. Εξάλλου, το Εγχειρίδιο περί Επιστροφής (σημ. 2.1) ερμηνεύει τη ρήτρα «δεν έχει, εν συνεχεία, χορηγηθεί άδεια ή δικαίωμα να παραμείνουν στο εν λόγω κράτος μέλος» της περ. α΄ της παρ. 2 του αρ. 2 της Οδηγίας, διευκρινίζοντας ότι δεν εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας ως «περιπτώσεις διασυνοριακού χαρακτήρα» οι «παράτυπα εισερχόμενοι που συνελήφθησαν στα εξωτερικά σύνορα και τους χορηγήθηκε εν συνεχεία δικαίωμα παραμονής ως αιτούντων άσυλο». Αποκλείονται συνεπώς, κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι αιτούντες άσυλο από τις διατάξεις παρέκκλισης από το καθεστώς της Οδηγίας επιστροφών, δεδομένου ότι απολαμβάνουν εκ του νόμου το δικαίωμα παραμονής στο έδαφος της χώρας, μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας ασύλου (αρ. 9 Οδηγίας 2013/32/ΕΕ). Βάσει των ανωτέρω εκτεθέντων, προτείνεται η αναδιατύπωση του αρ. 1 ως εξής: 1. Η περ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 3907/2011 (Α΄ 7) τροποποιείται ως εξής: «Υπόκεινται σε απαγόρευση εισόδου, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, περί κώδικα της Ένωσης σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (ΕΕ L 77) ή συλλαμβάνονται ή παρακολουθούνται από τις αρμόδιες αρχές σε στενή χρονική και τοπική σχέση με παράνομη χερσαία, θαλάσσια ή εναέρια διέλευση των εξωτερικών συνόρων κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 2 του Κώδικα Συνόρων Σένγκεν, στους οποίους δεν έχει χορηγηθεί στη συνέχεια άδεια ή δικαίωμα να παραμείνουν στη χώρα.» 2. Στο άρθρο 17 του ν. 3907/2011 (Α΄ 7) προστίθεται νέα παρ. 3 ως εξής: «Οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των άρθρων 39 και 65 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169).» 3. Το άρθρο 34 του ν. 3907/2011 (Α΄ 7) τροποποιείται ως εξής: «Για τους υπηκόους τρίτων χωρών που εξαιρούνται της εφαρμογής του Κεφαλαίου Γ σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 εδάφιο α΄ εφαρμόζονται τα άρθρα 76, 77, 78, 78 Α, 80, 81, 82 και 83 του ν. 3386/2005 (Α΄ 212).» (βλ. και τις «Παρατηρήσεις νομικών οργανώσεων επί του Σχεδίου Νόμου "Αναμόρφωση διαδικασιών απελάσεων και επιστροφών"», διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο https://rsaegean.org/el/paratiriseis-sn-anamorfosi-diadikasion-apelaseon-kai-epistrofon/)