1. Η παράγραφος Α του άρθρου 20 του ν. 4251/2014, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Α. Οικονομικά ανεξάρτητα άτομα.
1. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης χορηγείται άδεια διαμονής σε πολίτες τρίτης χώρας, εφόσον οι ενδιαφερόμενοι διαθέτουν επαρκείς πόρους, σε επίπεδο σταθερού ετήσιου εισοδήματος για την κάλυψη των δαπανών διαβίωσης. Η άδεια διαμονής έχει διάρκεια δύο (2) έτη και μπορεί να ανανεώνεται ανά διετία. Η εν λόγω άδεια διαμονής δεν παρέχει πρόσβαση στην αγορά εργασίας.
2. Το ύψος των επαρκών πόρων καθορίζεται με κοινή υπουργική απόφαση σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 136.
3. Οι παραπάνω πολίτες τρίτης χώρας μπορούν να συνοδεύονται και από τα μέλη της οικογένειας τους, στα οποία χορηγείται, ύστερα από αίτηση τους, ατομική άδεια διαμονής που λήγει ταυτόχρονα με την άδεια διαμονής του συντηρούντος. Η προϋπόθεση των επαρκών πόρων διαβίωσης πρέπει να συντρέχει, είτε στο πρόσωπο του κάθε μέλους της οικογένειας, είτε αθροιστικά για όλα τα μέλη αυτής.
4. Διαστήματα απουσίας από τη χώρα δεν παρακωλύουν την ανανέωση της άδειας διαμονής, εφόσον αυτά δεν υπερβαίνουν τους έξι μήνες ετησίως, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων της παραγράφου 6 του άρθρου 21.
5. Πολίτες τρίτων χωρών, οι οποίοι διαμένουν νόμιμα με άδεια διαμονής στη χώρα μας και λαμβάνουν σύνταξη γήρατος από ελληνικό δημόσιο ασφαλιστικό φορέα, ανεξαρτήτως ποσού, μπορούν να ανανεώσουν την άδειά τους, ως οικονομικά ανεξάρτητα άτομα, χωρίς την συνδρομή της προϋπόθεσης των επαρκών πόρων των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος.»
2. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης 2 της παραγράφου Β του άρθρου 20 του ν. 4251/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η ελάχιστη αξία της ακίνητης περιουσίας κατά το χρόνο κτήσης της, καθώς και το συνολικό συμβατικό μίσθωμα των μισθώσεων ξενοδοχειακών καταλυμάτων ή τουριστικών κατοικιών του παρόντος άρθρου, όπως προκύπτει από τις συμβολαιογραφικές πράξεις μεταβίβασης και, σε περίπτωση που τελούν υπό αίρεση της καταβολής πιστούμενου τιμήματος, από τις αντίστοιχες πράξεις εξόφλησης και άρσης διαλυτικής αίρεσης, ή τις συμβάσεις μίσθωσης, αντίστοιχα, καθορίζεται σε διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) ευρώ και πρέπει να έχει καταβληθεί ολοσχερώς πριν την υποβολή του αιτήματος για τη χορήγηση της μόνιμης άδειας διαμονής επενδυτή.»
3. Μετά το πέμπτο εδάφιο της περίπτωσης 2 της παραγράφου Β του άρθρου 20 του ν. 4251/2014, προστίθενται νέα εδάφια ως εξής:
«Ο πολίτης τρίτης χώρας, κατά την υποβολή της αίτησης για τη χορήγηση της μόνιμης άδειας διαμονής επενδυτή, υποβάλλει βεβαίωση του συμβολαιογράφου, η οποία βεβαιώνει ότι η σχετική συμβολαιογραφική πράξη μεταβίβασης πληροί τις προϋποθέσεις της περίπτωσης 2 της παραγράφου Β του παρόντος άρθρου. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Δικαιοσύνης και Μετανάστευσης και Ασύλου καθορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο της βεβαίωσης, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.»
4. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης 2 της παραγράφου Β του άρθρου 20 του ν. 4251/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων και Μετανάστευσης και Ασύλου, το ύψος της ως άνω ακίνητης περιουσίας μπορεί να αναπροσαρμόζεται, καθώς και να καταρτίζονται κατάλογοι περιοχών της επικράτειας, με τουλάχιστον πενταετή διάρκεια, για τις οποίες δύναται να ισχύει διαφοροποίηση ως προς το ύψος της επένδυσης της άνω παραγράφου, λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία, όπως η αναπτυξιακή στόχευση, η τουριστική ανάπτυξη, η γεωγραφική θέση, καθώς και οι εμπορικές ή αντικειμενικές αξίες των ευρισκόμενων στις περιοχές αυτές ακινήτων και να ρυθμίζεται κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων.»
5. Στo τέλος της περίπτωσης 4 της παραγράφου Β του άρθρου 20 του ν. 4251/2014 προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής:
«Στα τέκνα των υποπεριπτώσεων (β) και (γ) που συμπληρώνουν το 21ο έτος της ηλικίας τους, χορηγείται αυτοτελής άδεια διαμονής για τρία έτη, κατ’ αναλογική εφαρμογή των οριζομένων στο άρθρο 76 παράγραφος 5 του παρόντος, με μόνη υποχρέωση την προσκόμιση της προηγούμενης άδειας διαμονής για οικογενειακή επανένωση».
6. Η παράγραφος Ζ του άρθρου 20 του ν. 4251/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«Ζ. Με απόφαση του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης χορηγείται άδεια διαμονής για ένα έτος, που μπορεί να ανανεώνεται για ισόχρονο διάστημα, σε πολίτη τρίτης χώρας, ο οποίος επιθυμεί να γνωρίσει το μοναχικό βίο ή να μονάσει, εφόσον προσκομισθεί βεβαίωση της οικείας Ιεράς Μονής ή Ησυχαστηρίου και σύμφωνη γνώμη του επιχώριου Μητροπολίτη, ότι έχει γίνει δεκτός για να γνωρίσει το μοναχικό βίο ή να μονάσει. Η αίτηση για τη χορήγηση της άδειας διαμονής πρέπει να συνοδεύεται από αντίστοιχη βεβαίωση ανάληψης των εξόδων ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.».
7. Μετά την παράγραφο Ζ του άρθρου 20 του ν. 4251/2014, προστίθεται παράγραφος Η, η οποία έχει ως εξής:
«Η. 1. Με απόφαση του Συντονιστή της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης μπορεί να χορηγείται άδεια διαμονής σε πολίτες τρίτων χωρών που εισέρχονται στη χώρα με εθνική θεώρηση εισόδου, προκειμένου να τους παρασχεθεί ιατρική – νοσηλευτική και παρηγορητική φροντίδα. Όταν πρόκειται για ανήλικο παιδί ή για ενήλικα πολίτη που λόγω του προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει έχει την ανάγκη συνοδού/ών, μπορεί να χορηγηθεί άδεια διαμονής και στους γονείς ή τους έχοντες την επιμέλεια του ανήλικου και στον/στην σύζυγο ή σε συνοδό/ούς για τον ενήλικα πολίτη τρίτης χώρας, ύστερα από αίτησή τους.
2. Η χορήγηση της εθνικής θεώρησης εισόδου και της άδειας διαμονής της παρούσας προϋποθέτει:
α) την προσκόμιση βεβαίωσης αποδοχής για νοσηλεία ή θεραπεία από νοσηλευτικό ίδρυμα της χώρας, στην οποία αναγράφονται ο εκτιμώμενος χρόνος και το εκτιμώμενο κόστος νοσηλείας – θεραπείας και, όταν πρόκειται για ενήλικα, αναφέρεται και η αναγκαιότητα ή μη συνοδείας του στη χώρα,
β) την ύπαρξη ασφάλισης για την κάλυψη των εξόδων νοσηλείας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Στην περίπτωση μη ύπαρξης επαρκούς ασφάλισης για την κάλυψη των εξόδων νοσηλείας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, δύναται να γίνεται αποδεκτή η προσκόμιση στοιχείων απόδειξης επαρκών πόρων για την αντιμετώπιση εξ ιδίων όλων των εξόδων νοσηλείας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης,
γ) την απόδειξη επαρκών πόρων διαβίωσης, για το διάστημα διαμονής στη χώρα του ιδίου και του/των συνοδού/ών του, όπου απαιτείται.
3. Η εν λόγω άδεια διαμονής, δεν παρέχει δικαίωμα πρόσβασης σε οποιαδήποτε μορφή εργασίας, ούτε δυνατότητα προσφυγής στο ασφαλιστικό ή προνοιακό σύστημα της Χώρας. Η άδεια διαμονής είναι ετήσια και μπορεί να ανανεώνεται για ισόχρονη διάρκεια, εφόσον πληρούνται οι ίδιες προϋποθέσεις και μέχρι τέσσερα (4) έτη, κατ’ ανώτατο όριο. Αλλαγή σκοπού της άδειας διαμονής της παρούσας δεν επιτρέπεται και ο πολίτης τρίτης χώρας, καθώς και ο/οι συνοδός/οί του, μετά το πέρας του προγράμματος νοσηλείας – θεραπείας, και σε κάθε περίπτωση πριν τη λήξη ισχύος της άδειας διαμονής, οφείλουν να αναχωρήσουν από τη χώρα.
4. Ειδικότεροι όροι και προϋποθέσεις για το πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης, καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εξωτερικών, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας και Μετανάστευσης και Ασύλου. Το ύψος και ο τρόπος απόδειξης των επαρκών πόρων διαβίωσης, καθορίζεται με την κοινή υπουργική απόφαση της παρ. 7 του άρθρου 136 του ίδιου νόμου.