Το άρθρο 105 του ν. 4636/2019 τροποποιείται ως εξής:
«Άρθρο 105
Αναπομπή στον πρώτο βαθμό
Αναπομπή της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση. Ειδικότερα, δεν επιτρέπεται η αναπομπή στο πρώτο βαθμό για τη διενέργεια συνέντευξης ή συμπληρωματικής συνέντευξης. Στην περίπτωση που η Επιτροπή προσφυγών θεωρήσει ως αναγκαία τη διενέργεια συνέντευξης, αυτή πραγματοποιείται από την ίδια την Επιτροπή, τηρουμένων των οριζόμενων στο άρθρο 77. Η σχετική απόφαση αναγράφεται σε πρακτικό, με το οποίο αναβάλλεται η συζήτηση της υπόθεσης και ορίζεται η διενέργεια της συνέντευξης σε κάποια από τις επόμενες συνεδριάσεις η οποία δεν μπορεί να απέχει πέραν του ενός (1) μηνός.».
Η επανάληψη της άστοχης γενικής και άνευ εξαιρέσεων απαγόρευσης από το νέο Νόμο 4636/2019 της αναπομπής των υποθέσεων από την Αρχή Προσφυγών στο πρωτοβάθμιο όργανο, καταστρατηγεί στην πράξη θεμελιώδεις διαδικαστικές εγγυήσεις των διαδικασιών ασύλου. Η εισαγωγή στο δεύτερο εδάφιο της ρητής απαγόρευσης αναπομπής στο πρώτο βαθμό για τη διενέργεια συνέντευξης ή συμπληρωματικής συνέντευξης και η αναγνώριση της δυνατότητας της Επιτροπής να διεξάγει την συνέντευξη εφόσον την θεωρήσει ως αναγκαία, τηρουμένων των οριζόμενων στο άρθρο 77, οδηγεί στην ανεπίτρεπτη εκ του νόμου αλλά και από την Οδηγία απώλεια στην πράξη ενός βαθμού δικαιοδοσίας για τους αιτούντες, αφού η πρώτη απόφαση κατόπιν της συνέντευξης ασύλου των αιτούντων θα εκδοθεί απευθείας από το δευτεροβάθμιο όργανο για το οποίο η συνέντευξη δεν αποτελεί υποχρέωση καθώς επαφίεται στην κρίση του.
Στο στάδιο της εξέτασης αίτησης διεθνούς προστασίας απαιτείται η διενέργεια προσωπικής συνέντευξης κατ’ άρθρο 52 παρ. 1 του Ν. 4375/2016 του αιτούντος από αρμόδιο υπάλληλο της Αρχής Παραλαβής [χειριστή] με την συνδρομή διερμηνέα, υποχρέωση ανεπίδεκτη οποιασδήποτε εξαίρεσης. Εν συνεχεία στην παρ. 2 του άρθρου 52 προβλέπεται ρητά ότι «η συνέντευξη διενεργείται από αρμόδιο υπάλληλο της Αρχής Παραλαβής (χειριστή), ο οποίος διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα και ο οποίος λαμβάνει και εκδίδει την απόφαση επί της αίτησης διεθνούς προστασία. Ο εσωτερικός κανονισμός της Υπηρεσίας Ασύλου ορίζει τη διαδικασία ορισμού του αρμόδιου υπαλλήλου (χειριστή) από τον Προϊστάμενο του κάθε Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου και Αυτοτελούς Κλιμακίου Ασύλου.
H διενέργεια της υλικής πράξης της συνέντευξης, η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο του προαναφερθέντος ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, συνοδεύεται και πιστοποιείται από σχετική έκθεση, η οποία εδράζεται στην απομαγνητοφώνηση της συνέντευξης ή το σχετικώς τηρηθέν πλήρες πρακτικό αυτής και περιλαμβάνει τους βασικούς ισχυρισμούς του αιτούντος. Και η σύνταξη της ανωτέρω έκθεσης συνιστά τμήμα του ουσιώδους τύπου της διαδικασίας εξέτασης σε πρώτο βαθμό της αίτησης διεθνούς προστασίας. Τυχόν παράλειψη, δε, αυτής συνιστά την σχετική απόφαση επί της αίτησης διεθνούς προστασίας ακυρωτέα. (βλ. κατωτέρω, ΣτΕ 2348)
Επιπλέον όσον αφορά την υποχρέωση διεξαγωγής της συνέντευξης από την αποφαινόμενη αρχή, ήτοι του πρώτου χαρακτηριστική είναι η απόφαση C-348/16 – Sacko ECLI:EU:C:2017:591 σύμφωνα με την οποία : «26 […] Δεύτερον, είναι αληθές ότι το άρθρο 14 της οδηγίας 2013/32, το οποίο επίσης περιλαμβάνεται στο ως άνω κεφάλαιο II, επιβάλλει στην αποφαινόμενη αρχή την υποχρέωση να παράσχει στον αιτούντα, πριν από τη λήψη της αποφάσεώς της, ευκαιρία προσωπικής συνεντεύξεως σχετικά με την αίτηση διεθνούς προστασίας του με πρόσωπο αρμόδιο, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, για τη διεξαγωγή ανάλογων συνεντεύξεων. Πλην όμως, από το γράμμα της διατάξεως αυτής, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο στ΄, της οδηγίας 2013/32, προκύπτει ότι η υποχρέωση αυτή βαρύνει αποκλειστικώς την αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας και έχει αρμοδιότητα να κρίνει τις αιτήσεις αυτές σε πρώτο βαθμό, και ως εκ τούτου δεν ισχύει για τις διαδικασίες προσφυγής […] 43. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, εφόσον, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32, η έκθεση ή το κείμενο της απομαγνητοφωνήσεως κάθε προσωπικής συνεντεύξεως με τον αιτούντα πρέπει να περιληφθούν στον φάκελο, το περιεχόμενο της ως άνω εκθέσεως ή του ως άνω κειμένου της απομαγνητοφωνήσεως συνιστά σημαντικό στοιχείο που θα εκτιμηθεί από το αρμόδιο δικαστήριο όταν αυτό πραγματοποιήσει την πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων την οποία προβλέπει το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής» Περαιτέρω, το δικαίωμα ακρόασης της ΕΕ απαιτεί γραπτή έκθεση της προσωπικής συνέντευξης. Η έκθεση αυτή θα πρέπει να τίθεται στη διάθεση του αιτούντος πριν από τη λήψη της απόφασης περί ασύλου και εγκαίρως, ώστε να µπορεί ο αιτών να διατυπώνει τις παρατηρήσεις του. [βλ. ECRE (Ευρωπαϊκό Συµβούλιο για Πρόσφυγες και Εξόριστους), The application of EU Charter to Asylum procedural law (Η εφαρµογή του Χάρτη της ΕΕ στο δίκαιο διαδικασίας ασύλου), σ. 71]
Ομοίως έχει κρίνει και το ΣτΕ, στην απόφαση 2348/2017, κατά την οποία «η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, επιβάλλει στην αποφαινόμενη αρχή την υποχρέωση να παράσχει στον αιτούντα διεθνή προστασία, πριν από την λήψη της απόφασής της, ευκαιρία προσωπικής συνέντευξης σχετικά με την αίτησή του, με πρόσωπο αρμόδιο, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, για την διεξαγωγή ανάλογων συνεντεύξεων. Από το γράμμα της διάταξης αυτής, όμως, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 στοιχ. στ΄ της οδηγίας, περί της εννοίας της «αποφαινόμενης αρχής» («κάθε οιονεί δικαστική ή διοικητική αρχή κράτους μέλους υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας και αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων πρωτοβαθμίως στις εν λόγω υποθέσεις»), προκύπτει ότι η κατά τα ανωτέρω υποχρέωση βαρύνει αποκλειστικώς την Αρχή, η οποία είναι υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας και έχει αρμοδιότητα να κρίνει τις αιτήσεις αυτές σε πρώτο βαθμό, και, ως εκ τούτου, δεν ισχύει για τις διαδικασίες προσφυγής.
Ωστόσο, όπως καταλήγει το ΣτΕ ακόμα για την περίπτωση άσκησης πραγματικής προσφυγής και την διεξαγωγή ακρόασης ενώπιον του επιληφθέντος της προσφυγής «δικαστηρίου», το άρθρο 46 της ως άνω Οδηγίας, ερμηνευόμενο υπό το φως του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύεται στην εθνική αρχή που επιλαμβάνεται – ως «δικαστήριο» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής – προσφυγής κατά αποφάσεως απορριπτικής αιτήματος διεθνούς προστασίας ως απαραδέκτου, να απορρίψει την εν λόγω προσφυγή χωρίς να προβεί σε ακρόαση του προσφεύγοντος, όταν τα πραγματικά περιστατικά δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ως προς το βάσιμο της αποφάσεως αυτής, υπό την προϋπόθεση, αφ’ ενός, ότι κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία παρεσχέθη στον αιτούντα η ευκαιρία προσωπικής συνεντεύξεως σχετικά με το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, σύμφωνα με το άρθρο 14 της ως άνω οδηγίας και την συνάδουσα προς την διάταξη αυτή εθνική νομοθεσία, και ότι το πρακτικό της εν λόγω συνεντεύξεως περιελήφθη στον φάκελο της υποθέσεως, και αφ’ ετέρου ότι η επιληφθείσα της προσφυγής αρχή μπορεί να διατάξει μια τέτοια ακρόαση εφ’ όσον το κρίνει αναγκαίο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της». [Βλ. ΣτΕ 2348/2017]
Επιπρόσθετα, η υποχρεωτικότητα της συνέντευξης για την Αρχή αλλά και η σημασία της για την διαδικασία καταδεικνύεται και από τα προβλεπόμενα στις Οδηγίες Εξέτασης των Αιτημάτων Ασύλου της Ευρωπαϊκή Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο- ΕΑSO «Guidance on asylum procedure: operational standards and indicators», αναφορικά με την εξασφάλιση ενός κατάλληλου και επαρκή αριθμού διερμηνέων για την διεξαγωγή της συνέντευξης. Η ρητή πρόβλεψη λύσεων προκειμένου να διασφαλιστεί η διεξαγωγή της συνέντευξης σε περίπτωση που δεν υπάρχει διαθέσιμη διερμηνεία στη γλώσσα που κατανοεί ο αιτών, όπως, π.χ, αναβολή της συνέντευξης στην συντομότερη δυνατή ημερομηνία ή συνεργασία με άλλα κράτη μέλη για την ανεύρεση κατάλληλου διερμηνέα, δεν καταλείπει καμία αμφιβολία για την υποχρέωση διεξαγωγής συνέντευξης ακόμα και στις περιπτώσεις αιτούντων ομιλούντων «σπάνιες» γλώσσες. [Βλ. European Asylum Support Office (EASO), ‘Guidance on asylum procedure: operational standards and indicators’, EASO practical guides series, (March 2015), p. 19, available at: https://easo.europa.eu/sites/default/files/Guidance_on_asylum_procedure_operational_standards_and_indicators_EN.pdf%5D
Εξάλλου, η υποχρέωση για την αρχή, της διεξαγωγής της συνέντευξης συνοδεύεται από την υποχρέωση αυτοπρόσωπης εμφάνισης του αιτούντος σ’ αυτή αλλά και τις άκρως δυσμενείς συνέπειες [ήτοι πράξη διακοπής του αιτήματος λόγω τεκμαιρόμενης σιωπηρής ανάκλησης κατ’ άρθρο 47 του Ν. 4375/2016] που επιφέρει η μη εμφάνισή του (που δεν οφείλεται σε λόγους ανωτέρας βίας) για την προσωπική συνέντευξη.
Τέλος, χαρακτηριστικές στα ως άνω ζητήματα είναι τόσο η απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής [https://www.europarl.europa.eu/doceo/document/P-9-2019-004017-ASW_EL.html] σε ερώτηση [https://www.europarl.europa.eu/doceo/document/P-9-2019-004017_EL.html] σχετικά με τη συμβατότητα με το ενωσιακό δίκαιο της απόρριψης από το Περιφερειακό Γραφείο Ασύλου Λέσβου 28 αιτούντων άσυλο χωρίς τη διεξαγωγή συνέντευξης [ όσο και οι εκδοθείσες αποφάσεις της Αρχής Προσφυγών που ανέπεμψαν στον πρώτο βαθμό υποθέσεις για τις οποίες δεν είχαν διεξαχθεί συνεντεύξεις ή διέταξαν την συμπλήρωση του φακέλου με τη διεξαγωγή συνέντευξης από τον πρώτο βαθμό.
Η απαγόρευση αναπομπής υποθέσεων από την Αρχή Προσφυγών στην Υπηρεσία Ασύλου, συνιστά αδικαιολόγητη μείωση των βαθμών δικαιοδοσίας από τη διαδικασία ασύλου. Η διενέργεια συνέντευξη από την ίδια την Επιτροπή, μπορεί να οδηγήσει σε λάθη καθώς τα μέλη της δεν έχουν απαραίτητα τις απαιτούμενες εξειδικευμένες γνώσεις. Προτείνεται η κατάργηση της διάταξης.
Με την προτεινόμενη ρύθμιση καταργείται η δυνατότητα αναπομπής μιας υπόθεσης στον πρώτο βαθμό για τη διενέργεια συνέντευξης ή συμπληρωματικής συνέντευξης. Στην περίπτωση που η Επιτροπή προσφυγών θεωρήσει ως αναγκαία τη διενέργεια συνέντευξης, αυτή πραγματοποιείται από την ίδια την Επιτροπή. Η ρύθμιση αυτή δεν ανταποκρίνεται στο διακηρυγμένο στόχο του νομοθέτη περί επιτάχυνσης της διαδικασίας, καθώς πρόκειται να επιφέρει επιπλέον διοικητικό φόρτο στις Επιτροπές. Παράλληλα, τονίζεται, εδώ, ότι τα μέλη των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών στερούνται κατάλληλης εξειδίκευσης και γνώσης ως προς τη διενέργεια προσωπικών συνεντεύξεων με τους αιτούντες και ως εκ τούτο η ανάληψη τέτοιων καθηκόντων είναι εξόχως προβληματική για την ίδια τη διαδικασία.
Προτείνεται η κατάργηση της διάταξης και η πρόβλεψη για αναπομπή στον πρώτο βαθμό.
Υπάρχουν καταγεγραμμένες περιπτώσεις προφανών και καταφανών λαθών ή έλλειψης διαδικαστικών εγγυήσεων, όπως η έκδοση απόφασης βασιζόμενης σε στοιχεία άλλου προσώπου από αυτά του αιτούντα, η μη διενέργεια συνέντευξης, η διενέργεια συνέντευξης ασυνόδευτου ανηλίκου χωρίς επίτροπο ή νομικό εκπρόσωπο, η κατάργηση της αναπομπής στον πρώτο βαθμό στερεί έναν βαθμό από τους αιτούντες για την πραγματική εξέταση του αιτήματός τους. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρχει πρόβλεψη για αναπομπή στον πρώτο βαθμό.
Άρθρο 29 | Τροποποίηση του Άρθρου 105 του ν. 4636/2019.
Εδώ επαναλαμβάνεται η κατάργηση της αναπομπής στον πρώτο βαθμό. Επαναλαμβάνουμε την εκπεφρασμένη θέση μας, ότι η διαδικασία αυτή ήταν κατ’ εξαίρεσιν σε περιπτώσεις που υπήρχαν πολύ κραυγαλέα λάθη στην απόφαση, και είναι απαραίτητη.
Εξαιρετικά σημαντική η υπαναχώρηση από την προηγούμενη μορφή και η παροχή πλέον δυνατότητας διενέργειας συνέντευξης, η οποία όμως εξαρχής έπρεπε να παρέχεται χωρίς προϋποθέσεις και εξαιρέσεις.
Το αρ. 29 τροποποιεί το αρ. 105 Ν 4636/2019 με στόχο να διευκρινίσει την απαγόρευση της αναπομπής υποθέσεων από την Αρχή Προσφυγών στην Υπηρεσία Ασύλου. Η ρύθμιση αυτή στερεί ένα βαθμό δικαιοδοσίας από τη διαδικασία ασύλου, ο οποίος καθίσταται κρίσιμος ιδίως σε περιπτώσεις όπου η προσωπική συνέντευξη ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου έχει παραλειφθεί.
Η RSA προτείνει την τροποποίηση του αρ. 29 ως εξής:
Το άρθρο 105 του ν. 4636/2019 καταργείται.