1. Η παρ. 2 του άρθρου 86 του ν. 4636/2019 αντικαθίσταται ως εξής: «2. Η συνδρομή των ως άνω κριτηρίων εξετάζεται ανά περίπτωση και για κάθε αιτούντα ξεχωριστά, εκτός αν η τρίτη χώρα έχει χαρακτηριστεί ως γενικά ασφαλής και εμπεριέχεται στον εθνικό κατάλογο ασφαλών τρίτων χωρών. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο αιτών διεθνή προστασία, δύναται να αντικρούει την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς τρίτης χώρας, επικαλούμενος ως λόγο το γεγονός ότι η τρίτη χώρα δεν είναι ασφαλής υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες στις οποίες αυτός ευρίσκεται.»
2. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 86 καταργείται.
Ένας κατάλογος μπορεί να εισαχθεί μόνο για τις «Ευρωπαϊκές ασφαλείς τρίτες χώρες» (πρβλ. Άρθρο 39 Οδηγία 2013/32 / ΕΕ). Με γραμματική διατύπωση και συστηματική ερμηνεία της Οδηγίας, ένας τέτοιος κατάλογος μπορεί να καταρτιστεί μόνο σε σχέση με τα «ευρωπαϊκά κράτη» (άρθρο 39). Εξ αντιδιαστολής, πιθανότατα μόνο αυτός ο τύπος καταλόγου να μπορεί να εισαχθεί και προφανώς όχι ένας αντίστοιχος με περιεχόμενο πέραν αυτού. Εάν καταρτιστεί ένας τέτοιος κατάλογος, θα μπορούσε να αποτελείται μόνο από κράτη μέλη της ΕΕ και άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Νορβηγία ή η Ελβετία.
Ως εκ τούτου, η διατύπωση της διάταξης πρέπει ασφαλώς να αποσαφηνιστεί ή να απορριφθεί, διαφορετικά συνιστά αναμφίβολα παραβίαση του ευρωπαϊκού δικαίου. Αυτό επιβεβαιώνεται επίσης από ιστορικά επιχειρήματα καθώς το κριτήριο εισήχθη ακολουθώντας το μοντέλο του αρθ. 16α του Γερμανικού Συντάγματος, το οποίο στην παράγραφο 2 επιτρέπει έναν κατάλογο που εφαρμόζεται μόνο σε ευρωπαϊκές ασφαλείς τρίτες χώρες (βλ. επίσης § 26α Γερμανικός Νόμος για το Άσυλο).
Το ισχύον σύστημα σχετικά με τον χαρακτηρισμό μιας χώρας ως «ασφαλούς τρίτης χώρας» είναι ούτως ή άλλως προβληματικό. Η εξατομικευμένη εξέταση της συνδρομής αυτού του κριτηρίου, και η ανάθεση του βάρους της αντίκρουσης στον αιτούντα, ώστε να αποδείξει ότι υπό τις συνθήκες που αυτός βρίσκεται, δεν είναι γι’ αυτόν ασφαλής η χώρα, θα έπρεπε να συνοδεύεται από συγκεκριμένους κανόνες διερεύνησης, τους οποίους θα πρέπει να ακολουθεί η Υπ. Ασύλου, αντλώντας αξιόπιστες πληροφορίες από συγκεκριμένες διαθέσιμες πηγές.
Άρθρο 17 | Τροποποίηση του Άρθρου 86 του ν. 4643/2019.
Τροποποίηση της παρ. 2 του Άρθρου 86:
Στην τροποποίηση αυτή, παρ’ ότι προστίθεται στο τέλος αυτής της παραγράφου (το αυτονόητο) ότι: «Στην τελευταία αυτή περίπτωση (σ.σ. που η χώρα καταγωγής εμπεριέχεται σε κατάλογο ασφαλών χωρών) ο αιτών διεθνή προστασία, δύναται να αντικρούει την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς τρίτης χώρας, επικαλούμενος ως λόγο το γεγονός ότι η τρίτη χώρα δεν είναι ασφαλής υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες στις οποίες αυτός ευρίσκεται», μολαταύτα, επισημαίνουμε εκ νέου τον μεγάλο κίνδυνο από τον αυθαίρετο καθορισμό χωρών ως ασφαλείς, καθώς υπάρχουν χώρες που μπορεί γενικά να θεωρούνται ασφαλείς, όμως σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεθνούς Αμνηστίας, υπάρχουν 72 χώρες των Ηνωμένων Εθνών (και άλλες 4 που εξετάζονται) που με τον Α’ ή Β’ τρόπο ποινικοποιούν τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου. Εδώ υπάρχει μεγάλος κίνδυνος αυθαίρετων κρίσεων. Για εμάς αυτές οι αναφορές είναι πάρα πολύ προβληματικές και δεδομένου του γεγονότος, ότι σε αυτά τα 2 άρθρα παραπέμπουν άλλα άρθρα για ταχύρρυθμες διαδικασίες, θα έχουμε μεγάλο, μέγιστο πρόβλημα, όπως είχαμε επισημάνει και σε παλαιότερο δελτίο τύπου μας . Η παρατήρησή μας αυτή, αφορά, ακόμη, για τους ίδιους λόγους και το Άρθρο 87 του ιδίου νόμου.
Το αρ. 17 του Σχεδίου Νόμου αναδιατυπώνει το αρ. 86 Ν 4636/2019 με στόχο τη νομοτεχνική του βελτίωση. Στο σημείο αυτό, η RSA επανέρχεται στις επιφυλάξεις που είχε εγείρει κατά τη συζήτηση της ισχύουσας διάταξης, η οποία, καίτοι ελλιπής και εσφαλμένη ως προς την ερμηνεία της έννοιας της «ασφαλούς τρίτης χώρας», τυγχάνει εφαρμογής σε ιδιαίτερα αυξημένο αριθμό αιτήσεων από την έναρξη ισχύος του νόμου.
Κριτήριο συνδέσμου: Ειδικά όσον αφορά τα κριτήρια για την εξέταση της ύπαρξης συνδέσμου μεταξύ του αιτούντος και της τρίτης χώρας, βάσει του οποίου η επιστροφή σε αυτή θα ήταν εύλογη, το αρ. 86, παρ. 1, περ. στ΄ Ν 4636/2019 προβλέπει ότι η διέλευση μπορεί, σε συνδυασμό με συγκεκριμένες περιστάσεις, να στοιχειοθετεί τέτοιο σύνδεσμο. Ωστόσο, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) έχει αποσαφηνίσει σε πρόσφατη νομολογία του ότι η διέλευση από το έδαφος τρίτης χώρας δεν μπορεί, αφεαυτής, να αποτελεί βάσιμο κριτήριο για την ύπαρξη συνδέσμου του αιτούντος με αυτή (C-564/18 LH, σκέψεις 45-50). Καίτοι αναφερόμενη σε σειρά κριτηρίων, πολλά εκ των οποίων δεν ενδεικνύουν προσωπικό σύνδεσμο με μία τρίτη χώρα, η ισχύουσα νομοθεσία διατηρεί τη διέλευση ως πρωταρχικό κριτήριο για τον καθορισμό ενός επαρκούς συνδέσμου, αντίθετα με την ερμηνεία του εν λόγω κριτηρίου από το ΔΕΕ στην υπόθεση LH.
Μεθοδολογία: Όπως είχε επισημάνει η RSA στις παρατηρήσεις της, το αρ. 86, παρ. 2 Ν 4636/2019 δεν προβλέπει καμία ρύθμιση σχετικά με τη μεθοδολογία που πρέπει να να ακολουθούν οι αρχές για να κρίνουν εάν μία χώρα είναι «ασφαλής τρίτη χώρα» για ένα συγκεκριμένο αιτούντα, ήτοι τους κανόνες βάσει των οποίων αξιολογείται αν πληρούνται τα κριτήρια της παρ. 1 του άρθρου στην ατομική περίπτωσή του. Στην πρόσφατη νομολογία του, το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι η μεθοδολογία που ακολουθείται από τις αρχές για την εξατομικευμένη εξέταση των κριτηρίων πρέπει να θεσπίζεται στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών για την ορθή εφαρμογή του αρ. 38 της Οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου (C-564/18 LH, σκέψη 48).
Επομένως, είναι απαραίτητη μία σε βάθος τροποποίηση του άρθρου, με στόχο την αναλυτική ρύθμιση των εν λόγω κανόνων μεθοδολογίας, όπου θα πρέπει να αναγράφεται πλήρως το διαδικαστικό πλαίσιο και τα βήματα τα οποία καλείται να ακολουθεί η αποφαινόμενη αρχή για να κρίνει κατά πόσο το σύστημα ασύλου και η πρακτική της τρίτης χώρας πληρούν τα κριτήρια του αρ. 38 της Οδηγίας σε γενικό επίπεδο και στην ατομική περίπτωση του αιτούντος. Οι κανόνες μεθοδολογίας περιλαμβάνουν, επίσης, τις αξιόπιστες πηγές πληροφοριών στις οποίες θα πρέπει να στηρίζεται η κρίση της αποφαινόμενης αρχής ως προς την εφαρμογή των κριτηρίων της «ασφαλούς τρίτης χώρας» στην ατομική περίπτωση του αιτούντος. Τέτοιες πηγές πρέπει να συμπεριλαμβάνουν εκθέσεις αξιόπιστων οργανώσεων προάσπισης ανθρώπινων δικαιωμάτων σχετικά με την κατάσταση των αιτούντων άσυλο στην τρίτη χώρα, σε συμφωνία με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) (Ilias και Ahmed κατά Ουγγαρίας, σκέψεις 99, 235).
Η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση LH διευκρινίζει ότι η έννοια της «ασφαλούς τρίτης χώρας» βάσει της Οδηγίας απαιτεί τη θέσπιση μίας διαδικασίας μέσω νομοθετικών ρυθμίσεων σε εθνικό επίπεδο για να καταστεί δυνατή η χρήση της από την αποφαινόμενη αρχή. Ελλείψει τέτοιων κανόνων, η χρήση της εν λόγω έννοιας δεν είναι σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο. Η ερμηνεία της Οδηγίας στην υπόθεση LH συνάδει με τη νομολογία του Δικαστηρίου, που επιβάλλει κατ’αναλογία υποχρεώσεις θέσπισης νομοθετικών ρυθμίσεων για την εφαρμογή της έννοιας της «ασφαλούς χώρας καταγωγής» δυνάμει του αρ. 36 της Οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου (C-404/17 A) και αυτή του «σοβαρού κινδύνου διαφυγής» δυνάμει των αρ. 2 και 28 του Κανονισμού του Δουβλίνου (C-528/15 Al Chodor).
Για τους λόγους αυτούς, η RSA συνιστά τη διεξαγωγή διαβούλευσης με στόχο τη θέσπιση ειδικότερων νομοθετικών διατάξεων που θα ενσωματώνουν ορθώς τους κανόνες μεθοδολογίας για την εφαρμογή της έννοιας της «ασφαλούς τρίτης χώρας», σύμφωνα με τις απαιτήσεις του αρ. 38, παρ. 2 της Οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου. Μέχρι τη θέσπιση νομοθετικών ρυθμίσεων, η έννοια της «ασφαλούς τρίτης χώρας» στο ελληνικό δίκαιο είναι αντίθετη με το ενωσιακό δίκαιο και δεν μπορεί να εφαρμόζεται βάσει του υπάρχοντος νόμου.