1. Η δεύτερη παρ. 2 του άρθρου 69 του ν. 4636/2019 αναριθμείται σε παράγραφο 3 και αναδιατυπώνεται ως εξής:
«3. Οι αιτούντες έχουν δικαίωμα να απολαμβάνουν των υπηρεσιών διερμηνέα για να υποβάλουν την αίτησή τους και να εκθέσουν την υπόθεσή τους στις αρμόδιες Αρχές Παραλαβής, για τη διεξαγωγή συνέντευξης ή προφορικής ακρόασης, καθώς και σε όλα τα στάδια της διαδικασίας σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, εφόσον δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η αναγκαία επικοινωνία χωρίς αυτόν. Η δαπάνη της διερμηνείας βαρύνει το Δημόσιο. Η παροχή υπηρεσιών διερμηνείας, όπου αυτή απαιτείται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας, δύναται να παρέχεται και εξ αποστάσεως με τη χρήση κατάλληλων τεχνικών μέσων επικοινωνίας, σε περίπτωση που η φυσική παρουσία διερμηνέα δεν είναι πρόσφορη. Εφόσον είναι αποδεδειγμένα αδύνατη η παροχή διερμηνείας στη γλώσσα επιλογής του αιτούντος, παρέχεται διερμηνεία στην επίσημη γλώσσα της χώρας καταγωγής του αιτούντος. Οι αρμόδιες Αρχές απόφασης μεριμνούν, ώστε να λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου ξενόγλωσσων εγγράφων που τυχόν κατατίθενται ενώπιόν τους, ακόμη και αν αυτά δεν προσκομίζονται σε επίσημη μετάφραση.»
2. Στο άρθρο 69 οι παράγραφοι 3, 4, 5, 6 και 7 αναριθμούνται σε 4, 5, 6, 7 και 8 αντίστοιχα.
Άρθρο 7 Τροποποίηση άρθρου 69 του ν. 4636/2019
1. Η δεύτερη παρ. 2 του άρθρου 69 του ν. 4636/2019 αναριθμείται σε παράγραφο 3 και αναδιατυπώνεται ως εξής:
«3. Οι αιτούντες έχουν δικαίωμα να απολαμβάνουν των υπηρεσιών διερμηνέα για να υποβάλουν την αίτησή τους και να εκθέσουν την υπόθεσή τους στις αρμόδιες Αρχές Παραλαβής, για τη διεξαγωγή συνέντευξης ή προφορικής ακρόασης, καθώς και σε όλα τα στάδια της διαδικασίας σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, εφόσον δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η αναγκαία επικοινωνία χωρίς αυτόν. Η δαπάνη της διερμηνείας βαρύνει το Δημόσιο. Η παροχή υπηρεσιών διερμηνείας, όπου αυτή απαιτείται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας, δύναται να παρέχεται και εξ αποστάσεως με τη χρήση κατάλληλων τεχνικών μέσων επικοινωνίας, σε περίπτωση που η φυσική παρουσία διερμηνέα δεν είναι πρόσφορη. Εφόσον είναι αποδεδειγμένα αδύνατη η παροχή διερμηνείας στη γλώσσα επιλογής του αιτούντος, παρέχεται διερμηνεία στην επίσημη γλώσσα της χώρας καταγωγής του αιτούντος. Οι αρμόδιες Αρχές απόφασης μεριμνούν, ώστε να λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου ξενόγλωσσων εγγράφων που τυχόν κατατίθενται ενώπιόν τους, ακόμη και αν αυτά δεν προσκομίζονται σε επίσημη μετάφραση.»
2. Στο άρθρο 69 οι παράγραφοι 3, 4, 5, 6 και 7 αναριθμούνται σε 4, 5, 6, 7 και 8 αντίστοιχα.
Η προσθήκη αυτή έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το ά. 15 παρ. 3 περ. γ της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι [τα κράτη μέλη] «επιλέγουν διερμηνέα δυνάμενο να εξασφαλίσει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτούντος και του προσώπου που διεξάγει τη συνέντευξη. Η επικοινωνία διενεργείται στη γλώσσα που προτιμά ο αιτών εκτός εάν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποία κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει με σαφήνεια.». Ουδεμία αναφορά γίνεται σε διερμηνεία στην επίσημη γλώσσα της χώρας καταγωγής του αιτούντος, καθώς ο αιτών είναι δυνατόν να αγνοεί την επίσημη γλώσσα του κράτους προέλευσής του. Υπενθυμίζεται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πρόσφατα εκ νέου επεσήμανε ότι «[η] οδηγία για τις διαδικασίες ασύλου εγγυάται ότι παρέχεται στους αιτούντες άσυλο η δυνατότητα προσωπικής συνέντευξης σχετικά με την αίτησή τους για διεθνή προστασία, με ορισμένες περιορισμένες εξαιρέσεις. Όσον αφορά τη διερμηνεία, η οδηγία για τις διαδικασίες ασύλου προβλέπει ότι η επικοινωνία πραγματοποιείται στη γλώσσα που προτιμά ο αιτών/η αιτούσα, εκτός εάν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποία κατανοεί και στην οποία μπορεί να επικοινωνεί με σαφήνεια», https://www.europarl.europa.eu/doceo/document/P-9-2019-004017-ASW_EL.pdf. Σε κάθε περίπτωση, ο περιορισμός αυτός ήτοι η κατ’ αποκλειστικότητα διερμηνεία στην επίσημη γλώσσα του κράτους καταγωγής ελέγχεται και ως προς την συμβατότητα του με το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος, το δικαίωμα στην προηγούμενη ακρόαση. Συνεπώς προτείνεται η απαλοιφή της συγκεκριμένης πρόβλεψης.
Η τροποποίηση της παραγράφου 2 του άρθρου 69 του Ν. 4636/2019, όπως αναριθμείται εις το ορθόν σε παράγραφο 3, με την προσθήκη του εδαφίου «Εφόσον είναι αποδεδειγμένα αδύνατη η παροχή διερμηνείας στη γλώσσα επιλογής του αιτούντος, παρέχεται διερμηνεία στην επίσημη γλώσσα της χώρας καταγωγής του αιτούντος» δεν ορίζει τί συμβαίνει στις περιπτώσεις που ο/η αιτών/ούσα αδυνατεί να επικοινωνήσει επαρκώς και με σαφήνεια στην επίσημη γλώσσα του κράτους της χώρας καταγωγής του/της, περιπτώσεις που φυσικά δεν είναι λίγες καθώς, επί παραδείγματι, μεγάλος αριθμός των χωρών προέλευσης των αιτούντων άσυλο παρουσιάζουν μεγάλα ποσοστά αναλφαβητισμού. Αφετέρου, η αόριστη αναφορά «αποδεδειγμένης αδυναμίας παροχής διερμηνείας» χωρίς να ορίζεται ειδικώς ως προϋπόθεση η εξάντληση όλων των υπαρχουσών εναλλακτικών μεθόδων διερμηνείας (όπως πχ η μέθοδος της τηλεδιερμηνείας, της διπλής διερμηνείας, συνεργασία με άλλα κράτη μέλη για την εύρεση κατάλληλης διερμηνείας) ενέχει κίνδυνο καταστρατήγησης βασικών δικαιωμάτων των αιτούντων άσυλο και εγγυήσεων μίας δίκαιης και αποτελεσματικής εξέτασης αιτήσεων ασύλου. Η προτεινόμενη ρύθμιση παραγνωρίζει τη βασική υποχρέωση παροχής υπηρεσιών διερμηνείας στους/στις αιτούντες/αιτούσες άσυλο όταν δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία χωρίς διερμηνέα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 12 παρ. 1 β’ της Οδηγίας 2013/32 σε συνδυασμό με το άρθρο 15 παρ. 3 γ’ της ίδιας Οδηγίας το οποίο ειδικότερα προς τη διασφάλιση της διεξαγωγής της προσωπικής συνέντευξης του/της αιτούντα/αιτούσας άσυλο σε συνθήκες που επιτρέπουν τη διεξοδική έκθεση των λόγων της αίτησης ασύλου υποχρεώνει τα κράτη μέλη να μεριμνούν για την παροχή διερμηνείας σε γλώσσα που ο/η αιτών/αιτούσα κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει με σαφήνεια.
Κατόπιν αυτών, προτείνεται η συνέντευξη να μπορεί να πραγματοποιηθεί σε άλλη γλώσσα από αυτή που δηλώθηκε, μόνο σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως, π.χ. όταν η χρήση της δηλωθείσας γλώσσας ή διαλέκτου στη χώρα δεν προκύπτει από κανένα διαθέσιμο στοιχείο στην Αρχή Παραλαβής ή όταν υπάρχουν στοιχεία καταχρηστικής συμπεριφοράς των αιτούντων, όπως η διενέργεια προγενέστερων διαδικαστικών πράξεων σε άλλη γλώσσα, και όταν συμπεραίνεται εύλογα και ειδικά αιτιολογημένα ότι οι αιτούντες κατανοούν και μπορούν να επικοινωνήσουν σε μία από τις γλώσσες ή διαλέκτους που αποδεδειγμένα ομιλούνται στη χώρα και την περιοχή καταγωγής, στην οποία υπάρχει διαθέσιμη διερμηνεία.
Η αδυναμία παροχής διερμηνείας χωρίς ταυτόχρονη αναλυτική περιγραφή των συγκεκριμένων μέτρων που πρέπει να έχουν ληφθεί για την εξασφάλισή της, αποτελεί αφηρημένη έννοια και ως τέτοια αφήνει ανοικτό το πεδίο για την λανθασμένη, αυθαίρετη και μη εναρμονισμένη εφαρμογή της.
Η πρόσβαση στις υπηρεσίες διερµηνείας έχει αναγνωριστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων ως ουσιαστική διαδικαστική εγγύηση στο πλαίσιο διαδικασίας ασύλου. Τυχόν απουσία τέτοιων υπηρεσιών κατά πάσα πιθανότητα θα έχει ως αποτέλεσμα την παραβίαση του δικαιώµατος αποτελεσµατικής προσφυγής, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 13 της ΕΣΔΑ. Άλλωστε, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων του ΟΗΕ έχει επιβεβαιώσει ότι τα κράτη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι όλοι οι αιτούντες άσυλο έχουν πρόσβαση σε συµβουλές, νοµική βοήθεια και διερµηνέα.
Περαιτέρω, η επιλογή της επίσημης κρατικής γλώσσας είναι εξαιρετικά προβληματική, ιδίως στις περιπτώσεις χωρών καταγωγής με απολυταρχικά καθεστώτα που καταπιέζουν μειονότητες ή αγνοούν πλήρως τα δικαιώματα μελών μειονοτήτων που καθίστανται θύματα δίωξης (π.χ. τα Κιρμαντζί – κουρδική διάλεκτος – στα οποία ο αριθμός διαθέσιμων διερμηνέων είναι μικρός σε σχέση με τα αραβικά, είναι η δεύτερη πιο ομιλούμενη γλώσσα στην Συρία. ) .
Η διαπίστωση της «αποδεδειγμένης αδυναμίας παροχής διερμηνείας» στην γλώσσα που κατανοεί ο αιτών, δεν πρέπει να έχει αρνητικές συνέπειες για την εξέταση της υπόθεσής του. Θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα ελέγχου των απαραίτητων διοικητικών ενεργειών για την εξεύρεση κατάλληλης διερμηνείας. Στην πράξη είναι πάντα δυνατόν να μην στερηθεί ο αιτών την δυνατότητα να εκφραστεί στην μόνη γλώσσα ή διάλεκτο που κατανοεί πλήρως, αν υπάρχει έγκαιρος προγραμματισμός και συγχρονισμός των ενεργειών.
Με την διατύπωση «Εφόσον είναι αποδεδειγμένα αδύνατη η παροχή διερμηνείας στη γλώσσα επιλογής του αιτούντος, παρέχεται διερμηνεία στην επίσημη γλώσσα της χώρας καταγωγής του αιτούντος» αφήνονται περιθώρια για ευρύτατες ερμηνείες και σχετικές αυθαιρεσίες. Η μη αναφορά συγκεκριμένων κριτηρίων για την απόδειξη της αδυναμίας παροχής διερμηνείας καταλύει κάθε έννοια ασφάλειας δικαίου. Η επιτάχυνση των διαδικασιών και οι τασσόμενες εκ του νόμου ασφυκτικές προθεσμίες πιθανόν να οδηγήσουν σε κατάχρηση του όρου της «αποδεδειγμένης αδυναμίας παροχής διερμηνείας. Τέλος η υποχρέωση διεξαγωγής διερμηνείας στην επίσημη γλώσσα του κράτους καταγωγής πέραν της αντικειμενικής αδυναμίας για τα άτομα που δεν τις ομιλούν ή κατανοούν πλήρως υπάρχουν και περιπτώσεις που η ίδια η δίωξη συνίσταται στη χρήση διαλέκτων και όχι της επίσημης γλώσσας κλονίζοντας ταυτόχρονα τη σχέση εμπιστοσύνης του/της αιτούντος/σας με τον χειριστή/ρια αλλά και την πίστη στο ίδιο το σύστημα διεθνούς προστασίας. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν και ο ρόλος και το mandate του EASO.
Και εδώ επισημαίνεται το κενό σχετικά με την πρόβλεψη του ρόλου του διερμηνέα, το οποίο δυσχεραίνει το ζήτημα της αποσαφήνισης σχετικά με το πώς αποδεικνύεται η αδυναμία παροχής διερμηνέα στη γλώσσα που κατανοεί ο αιτών/ η αιτούσα. Συμφωνούμε τόσο με το σχόλιο της Υποστήριξης Προσφύγων στο Αιγαίο (RSA) (Για την κάλυψη των αναγκών διερμηνείας σε ιδιάζουσες περιπτώσεις όπου δεν διατίθενται διερμηνείς, προτείνονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) ενέργειες όπως η αναβολή της συνέντευξης, η χρήση τεχνολογικών μέσων – που ήδη προβλέπεται στο Ν 4636/2019 – και η συνεργασία με υπηρεσίες άλλων κρατών μελών) όσο και με εκείνο της Terre des hommes Hellas (Περαιτέρω, υπάρχουν πολίτες εθνοτικής καταγωγής τέτοιας που υφίστανται δίωξη επειδή ακριβώς χρησιμοποιούν τη γλώσσα τους και όχι την επίσημη του κράτους τους, επομένως είναι ανεπίτρεπτο να υποχρεώσουμε σ’ αυτούς τους ανθρώπους να καταθέτουν στη γλώσσα αυτή, ενώ ταυτόχρονα κλονίζουμε την εμπιστοσύνη τους στη διαδικασία και επομένως στη δυνατότητά τους να καταθέσουν).
Πολλοί αιτούντες άσυλο ανήκουν σε μειονοτικές εθνοτικές ομάδες και χρησιμοποιούν γλώσσα διαφορετική από την επίσημη της χώρας καταγωγής τους. Συχνά, αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος δίωξής τους. ΟΙ άνθρωποι, ειδκότερα γυναίκες και παιδιά, που δεν έχουν πάει σχολείο, πιθανόν να μην μπορούν να εκφραστούν καλά ή και να μην μιλούν καθόλου την επίσημη γλώσσα του κράτους τους.
Η παροχή διερμηνείας σε γλώσσα που κατανοούν και μιλούν, και όχι περιοριστικά στην επίσημη γλώσσα της χώρας καταγωγής τους, είναι απαραίτη για την εξασφάλιση της πρόσβασής όλων σε μία διαδικασία που διασφαλίζει βασικές εγγυήσεις, ώστε να μπορούν να διατυπώσουν τους ισχυρισμούς τους αλλά και να περιγράψουν τα πραγματικά γεγονότα.
Αν υπάρξει ανάγκη που δεν μπορεί να καλυφθεί από διερμηνείς στη Ελλάδα, να χρησιμοποιηθούν διερμηνείς της EASO ή Υπηρεσίας Ασύλου άλλου κράτους της ΕΕ.
Προτείνεται η απάλειψη της διάταξης αυτής.
Η προτεινόμενη ρύθμιση σχετικά με την παροχή διερμηνείας στην επίσημη γλώσσα της χώρας καταγωγής του αιτούντος, εφόσον είναι αποδεδειγμένα αδύνατη η παροχή διερμηνείας στη γλώσσα επιλογής του, είναι ασαφής, καθώς δεν προσδιορίζονται οι τρόποι απόδειξης της αδυναμίας παροχής της διερμηνείας. Επιπροσθέτως, θα δημιουργήσει σημαντικά ζητήματα ως προς την εφαρμογή μιας δίκαιης και αποτελεσματικής εξέτασης των αιτημάτων ασύλου, καθώς η παροχή διερμηνείας σε γλώσσα που κατανοεί ο αιτών αποτελεί θεμελιώδη διαδικαστική εγγύηση της διαδικασίας εξέτασης. Προτείνεται η απάλειψη της συγκεκριμένης διάταξης.
H υποχρέωση του αιτούντα να επικοινωνήσει στην «επίσημη γλώσσα της χώρας καταγωγής του» πέραν των σοβαρών νομικών ζητημάτων που θέτει (για παράδειγμα ο αιτών ανήκει σε μειονοτική ομάδα η οποία διώκεται από τις αρχές της χώρας καταγωγής του, οι οποίες δεν αναγνωρίζουν τη γλώσσα όπου ομιλεί) θα δημιουργήσει υπέρμετρο διοικητικό βάρος στις αρχές εξέτασης των αιτήσεων ασύλου. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι θα καλούνται να διαπιστώνουν κάθε φορά ποια είναι η επίσημη γλώσσα της χώρας καταγωγής με αναφορά στο σχετικό νομικό πλαίσιο, εάν η χώρα καταγωγής έχει θεσμοθετήσει την προστασία τυχόν μειονοτικής γλώσσας, ενώ ανοίγει παράθυρο για λόγους προσφυγής/ακύρωσης που αφορούν στο σεβασμό των διαδικαστικών εγγυήσεων του αιτούντα άσυλο δημιουργώντας δηλαδή λόγους για ακόμη πιο χρονοβόρα διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου. Εν τέλει τι είναι πιο σημαντικό: να υπάρχει επικοινωνία με τον αιτούντα άσυλο ώστε να διαπιστωθεί εάν κινδυνεύει ή να δυσκολέψει για όλα τα μέρη η διαδικασία εξέτασης του αιτήματος; Για να σκιαγραφηθεί το πρόβλημα που δημιουργείται με αυτήν την νομοθετική πρόβλεψη παρατίθεται, ενδεικτικά, κατάλογος των επίσημων αλλά και των ομιλούμενων γλωσσών σε όλα τα κράτη σε: https://www.infoplease.com/world/countries/languages-spoken-in-each-country-of-the-world. Άραγε πόσοι γνωρίζουν ότι η ελληνική είναι η επίσημη γλώσσα της Ελλάδας επειδή θεσμοθετήθηκε για την εκπαίδευση (άρθρ0 1 παρ. 4 Ν. 1566/1985); Τέλος, επισημαίνεται ότι η Οδηγία 2013/32/ΕΕ η οποία μεταφέρεται με το παρόν σχέδιο νόμου στην ελληνική έννομη τάξη ουδόλως αναφέρεται στην «επίσημη γλώσσα» (στη με στοιχείο 25 παράγραφοι του Προοιμίου αναφέρεται «γλώσσα την οποία κατανοεί ή ευλόγως θεωρείται ότι κατανοεί» , διατύπωση που επαναλαμβάνεται στο άρθρο 12 (α) και (στ), στο άρθρο 15 που αφορά στην προσωπική συνέντευξη αναφέρεται σε: «γλώσσα που προτιμά ο αιτών εκτός εάν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποία κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει με σαφήνεια», στο άρθρο 25 που ορίζει τις εγγυήσεις για τους ασυνόδευτους ανηλίκους αναφέρεται σε: « γλώσσα την οποία κατανοούν ή τεκμαίρεται ευλόγως ότι κατανοούν», ενώ η αναφορά στη «γλώσσα της χώρας αυτής» στα άρθρα 38 και 39 είναι εύλογη αφού οι αρχές της τρίτης ασφαλούς χώρας ή οι αρχές της ευρωπαϊκής ασφαλούς τρίτης χώρας πρέπει να ενημερωθούν ότι δεν έχει εξεταστεί το αίτημα ασύλου).
Συμφωνούμε με τα σχόλια των RSA.
Σε κάθε περίπτωση προτείνεται να προστεθεί διάταξη με το περιεχόμενο : «Ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνεται για την διενέργεια της συνέντευξης ασυνόδευτων παιδιών, όχι μόνο σε γλώσσα που κατανοούν αλλά και με φιλικό προς αυτά τρόπο. Για την νόμιμη ολοκλήρωση της καταγραφής τους, απαιτείται η παρουσία επιτρόπου ή νομικού εκπροσώπου.
Για την κάλυψη των αναγκών διερμηνείας σε ιδιάζουσες περιπτώσεις όπου δεν διατίθενται διερμηνείς, προτείνονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) ενέργειες όπως η αναβολή της συνέντευξης, η χρήση τεχνολογικών μέσων – που ήδη προβλέπεται στο Ν 4636/2019 – και η συνεργασία με υπηρεσίες άλλων κρατών μελών (https://bit.ly/2RoSlgj., σ. 19).
Η RSA προτείνει επίσης την τροποποίηση του αρ. 7, παρ. 1 ως εξής:
1. Η δεύτερη παρ. 2 του άρθρου 69 του ν. 4636/2019 αναριθμείται σε παράγραφο 3 και αναδιατυπώνεται ως εξής:
«3. Οι αιτούντες έχουν δικαίωμα να απολαμβάνουν των υπηρεσιών διερμηνέα για να υποβάλουν την αίτησή τους και να εκθέσουν την υπόθεσή τους στις αρμόδιες Αρχές Παραλαβής, για τη διεξαγωγή συνέντευξης ή προφορικής ακρόασης, καθώς και σε όλα τα στάδια της διαδικασίας σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, εφόσον δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η αναγκαία επικοινωνία χωρίς αυτόν. Η δαπάνη της διερμηνείας βαρύνει το Δημόσιο. Η παροχή υπηρεσιών διερμηνείας, όπου αυτή απαιτείται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας, δύναται να παρέχεται και εξ αποστάσεως με τη χρήση κατάλληλων τεχνικών μέσων επικοινωνίας, σε περίπτωση που η φυσική παρουσία διερμηνέα δεν είναι πρόσφορη. Εφόσον είναι αποδεδειγμένα αδύνατη η παροχή διερμηνείας στη γλώσσα επιλογής του αιτούντος, διερευνάται η διαθεσιμότητα υπηρεσιών διερμηνείας από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) και η συνεργασία με υπηρεσίες άλλων κρατών μελών. Οι αρμόδιες Αρχές απόφασης μεριμνούν,ώστε να λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου ξενόγλωσσων εγγράφων που τυχόν κατατίθενται ενώπιόν τους, ακόμη και αν αυτά δεν προσκομίζονται σε επίσημη μετάφραση.»
Σχετικά με το εδάφιο «Εφόσον είναι αποδεδειγμένα αδύνατη η παροχή διερμηνείας στη γλώσσα επιλογής του αιτούντος, παρέχεται διερμηνεία στην επίσημη γλώσσα της χώρας καταγωγής του αιτούντος.»
Θα πρέπει να εξαιρεθούν οι ευάλωτες ομάδες και ιδίως οι ασυνόδευτοι ανήλικοι από την εν λόγω ρύθμιση, καθώς όλες οι κατευθυντήριες οδηγίες (UNHCR, EASO) επί της διαδικασίας εξέτασης αιτημάτων ασύλου ασυνόδευτων ανηλίκων επιτάσσουν τη διασφάλιση των βασικών εγγυήσεων προκειμένου οι ασυνόδευτοι ανήλικοι να μπορούν να διατυπώσουν τους ισχυρισμούς τους αλλά και να περιγράψουν τα πραγματικά γεγονότα. Συνεπώς, η παροχή διερμηνείας σε γλώσσα που κατανοούν και ομιλούν και όχι περιοριστικά στην επίσημη γλώσσα της χώρας καταγωγής τους είναι μείζονος σημασίας για την εξασφάλιση της πρόσβασής τους σε μία διαδικασία που διασφαλίζει το βέλτιστο συμφέρον τους.
Η παρ. 1 του άρθρου 7 να συμπληρωθεί ως ακολούθως (βλ. αγκύλες): «3. Οι αιτούντες έχουν δικαίωμα να απολαμβάνουν των υπηρεσιών διερμηνέα, {συμπεριλαμβανομένης της διερμηνείας στη Διεθνή Νοηματική Γλώσσα}, για να υποβάλουν την αίτησή τους και να εκθέσουν την υπόθεσή τους στις αρμόδιες Αρχές Παραλαβής, για τη διεξαγωγή συνέντευξης ή προφορικής ακρόασης, καθώς και σε όλα τα στάδια της διαδικασίας σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, εφόσον δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η αναγκαία επικοινωνία χωρίς αυτόν. Η δαπάνη της διερμηνείας βαρύνει το Δημόσιο. Η παροχή υπηρεσιών διερμηνείας, όπου αυτή απαιτείται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας, δύναται να παρέχεται και εξ αποστάσεως με τη χρήση κατάλληλων τεχνικών μέσων επικοινωνίας, σε περίπτωση που η φυσική παρουσία διερμηνέα δεν είναι πρόσφορη. Εφόσον είναι αποδεδειγμένα αδύνατη η παροχή διερμηνείας στη γλώσσα επιλογής του αιτούντος, παρέχεται διερμηνεία στην επίσημη γλώσσα της χώρας καταγωγής του αιτούντος, {μόνο με τη σύμφωνη γνώμη του αιτούντος. Σε περίπτωση που ο αιτών δεν συμφωνήσει, οι αρμόδιες Αρχές οφείλουν να διασφαλίσουν με κάθε πρόσφορο μέσο, την πρόσβαση στην πληροφορία και επικοινωνία}. Οι αρμόδιες Αρχές απόφασης μεριμνούν, ώστε να λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου ξενόγλωσσων εγγράφων που τυχόν κατατίθενται ενώπιόν τους, ακόμη και αν αυτά δεν προσκομίζονται σε επίσημη μετάφραση». Η νομοθεσία θα πρέπει να εναρμονίζεται πλήρως με το αρ. 9 και το αρ. 21 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, αλλά και με τις Τελικές Παρατηρήσεις (Concluding Observations)1 της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, στην αρχική έκθεση της Ελλάδας κατά την 504η συνεδρίασή της, οι οποίες δημοσιοποιήθηκαν στις 24.09.2019.
1. https://www.esamea.gr/publications/others/4657-telikes-paratiriseis-kai-systaseis-tis-epitropis-ton-ie-gia-ta-dikaiomata-ton-atomon-me-anapiries-gia-tin-ellada
Σχετικά με την πρόβλεψη ότι:
«Εφόσον είναι αποδεδειγμένα αδύνατη η παροχή διερμηνείας στη γλώσσα επιλογής του αιτούντος, παρέχεται διερμηνεία στην επίσημη γλώσσα της χώρας καταγωγής του αιτούντος.»…
θεωρούμε ότι θα πρέπει να αναθεωρηθεί καθώς επιτρέπει ευρύτατες αυθαιρεσίες. Ο όρος «αποδεδειγμένα» καταλύει κάθε έννοια νομικής βεβαιότητας, δεδομένου ότι η αποδειξιμότητα της αδυναμίας παροχής δεν προσδιορίζεται βάσει οποιουδήποτε κριτηρίου.
Αν, για παράδειγμα, δεν υφίσταται διαθέσιμος διερμηνέας εντός των προβλεπομένων ολιγοήμερων προθεσμιών, προκύπτει αποδεδειγμένη αδυναμία παροχής εμπρόθεσμης διερμηνείας και άρα –υπό όρους- διερμηνείας, εν γένει;
Περαιτέρω, υπάρχουν πολίτες εθνοτικής καταγωγής τέτοιας που υφίστανται δίωξη επειδή ακριβώς χρησιμοποιούν τη γλώσσα τους και όχι την επίσημη του κράτους τους, επομένως είναι ανεπίτρεπτο να υποχρεώσουμε σ’ αυτούς τους ανθρώπους να καταθέτουν στη γλώσσα αυτή, ενώ ταυτόχρονα κλονίζουμε την εμπιστοσύνη τους στη διαδικασία και επομένως στη δυνατότητά τους να καταθέσουν.
«Εφόσον είναι αποδεδειγμένα αδύνατη η παροχή διερμηνείας στη γλώσσα επιλογής του αιτούντος, παρέχεται διερμηνεία στην επίσημη γλώσσα της χώρας καταγωγής του αιτούντος.»
Καλό θα ήταν -έστω ενδεικτικά και λαμβανομένου υπόψη και του ρόλου της EASO- να αναφερθούν περιπτώσεις «αποδεδειγμένα αδύνατης» παροχής διερμηνείας.