Άρθρο 6
Τροποποίηση άρθρου 65 του ν. 4636/2019
1. Η παρ. 1 του άρθρου 65 του ν. 4636/2019, τροποποιείται ως εξής: «1. Κάθε υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής έχει δικαίωμα υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας. Η αίτηση υποβάλλεται ενώπιον των Αρχών Παραλαβής, οι οποίες διενεργούν αμέσως την πλήρη καταγραφή της. Η πλήρης καταγραφή περιλαμβάνει τουλάχιστον τα στοιχεία ταυτότητας, τη χώρα καταγωγής του αιτούντος, το όνομα του πατέρα, της μητέρας, του/της συζύγου και των τέκνων του, τη διεύθυνση ηλεκτρονικής αλληλογραφίας εφόσον υπάρχει, βιομετρικά στοιχεία αναγνώρισης, πλήρη αναφορά των λόγων για τους οποίους ο αιτών ζητά διεθνή προστασία, διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής, τη γλώσσα στην οποία επιθυμεί να εξεταστεί η αίτησή του καθώς και, αν ο αιτών επιθυμεί, ορισμό αντικλήτου».
2. Η παρ. 2 του άρθρου 65 του ν. 4636/2019, τροποποιείται ως εξής: «2. Σε περίπτωση που, για οποιονδήποτε λόγο, δεν είναι δυνατή η πλήρης καταγραφή, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, μετά από απόφαση του Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου, οι Αρχές Παραλαβής μπορούν να προβαίνουν, το αργότερο εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών από την υποβολή της αίτησης, σε απλή καταγραφή των ελάχιστων απαραίτητων στοιχείων μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται υποχρεωτικά η γλώσσα στην οποία επιθυμεί να εξεταστεί η αίτησή του και στη συνέχεια να προβαίνουν κατά προτεραιότητα στην πλήρη καταγραφή της παραγράφου 1, σε συγκεκριμένη ημερομηνία, για την οποία ενημερώνεται ο αιτών, η οποία δεν μπορεί να απέχει πέραν των δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από τη μερική καταγραφή της αίτησης. Στην περίπτωση αυτή χορηγείται στον αιτούντα έγγραφο, που φέρει τα στοιχεία του και φωτογραφία του, το οποίο παραδίδει κατά την οριστική καταγραφή, οπότε και αυτό αντικαθίσταται από το δελτίο αιτούντος ασύλου σύμφωνα με το άρθρο 70 του παρόντος».
3. Η παρ. 7 του άρθρου 65 του ν. 4636/2019 τροποποιείται ως εξής: «7. α. Υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής δύναται να καταθέσει αίτηση διεθνούς προστασίας, ενόσω υπάγεται σε διαδικασίες Υποδοχής και Ταυτοποίησης της παρ. 4 του άρθρου 39 του παρόντος, τελώντας σε καθεστώς περιορισμού της ελευθερίας εντός Κέντρου Υποδοχής και Ταυτοποίησης. Η αίτηση δύναται να υποβάλλεται ενώπιον των Περιφερειακών Αρχών Υποδοχής και Ταυτοποίησης, οι οποίες διενεργούν αμέσως πλήρη καταγραφή σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του παρόντος.
β. Υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής, ο οποίος βρίσκεται υπό κράτηση κατά την κείμενη νομοθεσία δύναται να δηλώσει ότι επιθυμεί να καταθέσει αίτηση διεθνούς προστασίας. Στην περίπτωση αυτή, οι Αρμόδιες Αρχές Κράτησης μεριμνούν για την άμεση σύνταξη και υποβολή έγγραφης σχετικής δήλωσης. Στη συνέχεια, η αίτηση διεθνούς προστασίας, καταγράφεται από τις Αρχές Κράτησης σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 (απλή καταγραφή), σε διασυνδεδεμένο με την Αρχή Παραλαβής ηλεκτρονικό σύστημα εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών. Οι αρχές κράτησης, σε συνεργασία με την Αρχή Παραλαβής, μεριμνούν για τη μεταγωγή του κρατουμένου ενώπιον της αρχής αυτής, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η πλήρης καταγραφή της αίτησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την παράγραφο 1, σε συγκεκριμένη ημερομηνία η οποία έχει καθορισθεί από την Αρχή Παραλαβής για την οποία ενημερώνεται ο αιτών από τις αρχές κράτησης ή τις περιφερειακές υπηρεσίες Υποδοχής και Ταυτοποίησης και η οποία δεν μπορεί να απέχει πέραν των επτά (7) εργάσιμων ημερών από τη μερική καταγραφή της αίτησης. Σε περίπτωση που ο αιτών αφεθεί ελεύθερος πριν την πραγματοποίηση πλήρους καταγραφής, οφείλει να προσέλθει κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία για την οποία έχει ενημερωθεί σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, στην αρμόδια Αρχή Παραλαβής, ώστε να προγραμματιστεί η πλήρης καταγραφή της αίτησης διεθνούς προστασίας. Στην περίπτωση αυτή χορηγείται στον αιτούντα έγγραφο που φέρει τα στοιχεία του και φωτογραφία του, το οποίο παραδίδει κατά την οριστική καταγραφή, οπότε και αυτό αντικαθίσταται από το δελτίο αιτούντος ασύλου σύμφωνα με το άρθρο 70 του παρόντος. Σε περίπτωση που ο αιτών δεν επιθυμεί την πλήρη καταγραφή της αίτησής του, εφαρμόζεται αναλογικά η παράγραφος 5.»
4. Η παράγραφος 8 του άρθρου 65, τροποποιείται ως εξής: «Το πρόσωπο που εκφράζει επιθυμία κατάθεσης αίτησης διεθνούς προστασίας είναι αιτών άσυλο, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης γ’ του άρθρου 2.»
Τονίζεται ότι η απουσία πρόβλεψης για τον ρόλο του διερμηνέα συνιστά σοβαρό νομικό κενό το οποίο θα πρέπει να καλυφθεί δεδομένης της κρισιμότητας της διερμηνείας σε όλη τη διαδικασία ασύλου και στην πραγματική πρόσβαση σε δικαιώματα και υπηρεσίες. Όπως αναφέρθηκε και στο σχόλιο που υπεβλήθη για το άρθρο 1 του παρόντος νομοσχεδίου, πρέπει να καθίσταται σαφής και δεδομένη η παρουσία διαπιστευμένων διερμηνέων σε όλα τα στάδια των διαδικασιών. Παράλληλα, η απουσία των μέσων που θα εξασφάλιζαν την ορθή και ακριβή αποτύπωση των στοιχείων του αιτούντος ή της αιτούσας άσυλο, σε συνδυασμό με την υποχρεωτική αναγραφή της γλώσσας που κατανοεί ο αιτών/ η αιτούσα (με δεσμευτικά μάλιστα αποτελέσματα) στο στάδιο της καταγραφής, είναι πιθανό να οδηγήσει σε σφάλματα και παρανοήσεις σχετικά με τη γλώσσα που κατανοεί ο αιτών/ η αιτούσα, που θα αποβαίνουν τόσο σε βάρος της διαδικασίας (καθυστερήσεις κ.λπ.) όσο και των δικαιωμάτων των αιτούντων/αιτουσών.
Άρθρο 6 παρ. 3: Θετική η πρόβλεψη για την πλήρη καταγραφή από την ΥΠΥΤ αρκεί το προσωπικό να είναι άριστα καταρτισμένο ενόψει της ιδιαίτερης βαρύτητας που αποδίδει η κείμενη νομοθεσία στην πλήρη καταγραφή, ειδικά όσον αφορά στους λόγους δίωξης. Επίσης θετική είναι η πρόβλεψη της προκαταγραφής από τις αστυνομικές αρχές στην περίπτωση των κρατουμένων, τουλάχιστον για την δίκαιη και αποτελεσματική εξέταση του αιτήματος ασύλου και για την αποφυγή καθυστερήσεων που οφείλονται σε γραφειοκρατικές διαδικασίες.
Άρθρο 6 παρ. 2: Η τροποποίηση της διάταξης για την υποχρεωτική αναγραφή της γλώσσας στην οποία επιθυμεί ο αιτών άσυλο να εξεταστεί η αίτησή του στη διαδικασία της προκαταγραφής δημιουργεί ερωτηματικά αναφορικά με τη γλώσσα στην οποία διεξάγεται η συνέντευξη για την προκαταγραφή. Θα είναι η γλώσσα στην οποία επικοινωνεί ο αιτών άσυλο ή η γλώσσα που εξυπηρετεί την ΥΠΥΤ για να προχωρήσει στην προκαταγραφή; Επισημαίνεται ότι η εξάλειψη κάθε γλωσσικού εμποδίου στην επικοινωνία του αιτούντα άσυλο με τις αρχές ασύλου είναι καίριας σημασίας ακόμη και σε αυτό το στάδιο όπου καταγράφονται τα προσωπικά στοιχεία. Η κείμενη νομοθεσία θα πρέπει να καλύπτει όλες τις περιπτώσεις που ενδέχεται να κληθεί να αντιμετωπίσει η Υπηρεσία Ασύλου και η ΥΠΥΤ. Έχει άραγε ποτέ αντιμετωπίσει ο συντάκτης της τροποποίησης άνθρωπο που αδυνατεί να επικοινωνήσει έστω σε μια γλώσσα γιατί λόγω συνθηκών εμπορίας ανθρώπου από τη γέννησή του δεν έχει μάθει να επικοινωνεί τουλάχιστον με προφορικό λόγο;
Στην παρ. 1 προτείνεται στο τέλος να προστεθεί περίοδος με το περιεχόμενο : «Ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνεται για την καταγραφή των στοιχείων ασυνόδευτων παιδιών και χωρισμένων παιδιών, ενώ σε κάθε περίπτωση για την νόμιμη ολοκλήρωση της καταγραφής τους, απαιτείται η παρουσία επιτρόπου ή νομικού εκπροσώπου.
Υπηκόος τρίτης χώρας που έχει αιτηθεί διεθνούς προστασίας/ασύλου και διαπιστωθεί ότι έχει καταθέσει ψευδή στοιχεία ή συλλαμβάνεται για παραβατική συμπεριφορά να οδηγείται σε άμεση απέλαση
Η RSA επισημαίνει ότι, παρά τις πολλαπλές νομοθετικές τροποποιήσεις που έχουν επέλθει τα τελευταία χρόνια, ουδέποτε έχει θεσμοθετηθεί στην ελληνική έννομη τάξη ο ρόλος του διερμηνέα, ήτοι τα καθήκοντα, τα απαιτούμενα προσόντα και η πιστοποίησή τους, στη διαδικασία ασύλου. Η έλλειψη αυτή συνιστά κρίσιμο κενό στην ποιότητα της διαδικασίας και τη διασφάλιση των εγγυήσεων που δικαιούνται οι αιτούντες διεθνή προστασία βάσει του αρ. 69, παρ. 2 Ν 4636/2019.
Η καταγραφή της γλώσσας στην οποία ο αιτών επιθυμεί να εξεταστεί η αίτησή του, καθ’εαυτήν, δύναται να διευκολύνει το διοικητικό έργο της Υπηρεσίας Ασύλου, παρέχοντας περαιτέρω πληροφορίες για την καλύτερη προετοιμασία του χειριστή και την έγκαιρη αναζήτηση και διασφάλιση των αναγκαίων υπηρεσιών διερμηνείας. Τονίζεται, παρά ταύτα, ότι η επίσημη γλώσσα της χώρας καταγωγής του αιτούντος δεν συνιστά κατ’ανάγκη γλώσσα την οποία ο αιτών κατανοεί ή ευλόγως θεωρείται ότι κατανοεί.
Ωστόσο, η δεσμευτική αναγραφή της γλώσσας κατά το στάδιο της καταγραφής της αίτησης ασύλου, χωρίς εχέγγυα για την ακριβή αποτύπωση των στοιχείων του αιτούντος, ήτοι ηχητική καταγραφή συνέντευξης, δημιουργεί κινδύνους σφαλμάτων στην καταγραφή της γλώσσας την οποία κατανοεί ο αιτών. Τέτοια σφάλματα ενδέχεται να οδηγήσουν σε διακοπές συνεντεύξεων ή και να ληφθούν αδίκως εις βάρος του αιτούντος ως ένδειξη αναξιοπιστίας ή έλλειψη συνεργασίας.
H RSA προτείνει την τροποποίηση του αρ. 6 παρ. 1 ως εξής:
1. Η παρ. 1 του άρθρου 65 του ν. 4636/2019, τροποποιείται ως εξής: «1. Κάθε υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής έχει δικαίωμα υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας. Η αίτηση υποβάλλεται ενώπιον των Αρχών Παραλαβής, οι οποίες διενεργούν αμέσως την πλήρη καταγραφή της. Η πλήρης καταγραφή περιλαμβάνει τουλάχιστον τα στοιχεία ταυτότητας, τη χώρα καταγωγής του αιτούντος, το όνομα του πατέρα, της μητέρας, του/της συζύγου και των τέκνων του, τη διεύθυνση ηλεκτρονικής αλληλογραφίας εφόσον υπάρχει, βιομετρικά στοιχεία αναγνώρισης, πλήρη αναφορά των λόγων για τους οποίους ο αιτών ζητά διεθνή προστασία, διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής, καθώς και, αν ο αιτών επιθυμεί, ορισμό αντικλήτου. Στην πλήρη καταγραφή εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 13 του άρθρου 77 του παρόντος.»
H RSA συνιστά απόρριψη του αρ. 6, παρ. 2.
Στην παρ. 1 του άρθρου 6 να συμπληρωθεί ως ακολούθως (βλ. αγκύλες): «1. Κάθε υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής έχει δικαίωμα υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας. Η αίτηση υποβάλλεται ενώπιον των Αρχών Παραλαβής, οι οποίες διενεργούν αμέσως την πλήρη καταγραφή της. Η πλήρης καταγραφή περιλαμβάνει τουλάχιστον τα στοιχεία ταυτότητας, τη χώρα καταγωγής του αιτούντος, το όνομα του πατέρα, της μητέρας, του/της συζύγου και των τέκνων του, τη διεύθυνση ηλεκτρονικής αλληλογραφίας εφόσον υπάρχει, βιομετρικά στοιχεία αναγνώρισης, πλήρη αναφορά των λόγων για τους οποίους ο αιτών ζητά διεθνή προστασία, διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής, τη γλώσσα στην οποία επιθυμεί να εξεταστεί, η αίτησή του, {συμπεριλαμβανομένης της Διεθνούς Νοηματικής Γλώσσας}, καθώς και, αν ο αιτών επιθυμεί, ορισμό αντικλήτου». Η νομοθεσία θα πρέπει να εναρμονίζεται πλήρως με το αρ. 9 και το αρ. 21 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, αλλά και με τις Τελικές Παρατηρήσεις (Concluding Observations)1 της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, στην αρχική έκθεση της Ελλάδας κατά την 504η συνεδρίασή της, οι οποίες δημοσιοποιήθηκαν στις 24.09.2019.
1.https://www.esamea.gr/publications/others/4657-telikes-paratiriseis-kai-systaseis-tis-epitropis-ton-ie-gia-ta-dikaiomata-ton-atomon-me-anapiries-gia-tin-ellada
Σχετικά με την παράγραφο 3β όπου προβλέπεται ότι “Σε περίπτωση που ο αιτών αφεθεί ελεύθερος πριν την πραγματοποίηση πλήρους καταγραφής, οφείλει να προσέλθει κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία για την οποία έχει ενημερωθεί σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, στην αρμόδια Αρχή Παραλαβής, ώστε να προγραμματιστεί η πλήρης καταγραφή της αίτησης διεθνούς προστασίας.”:
Με δεδομένο ότι οι αρμόδιες αρχές, συχνά αρνούνται να δεχτούν αιτουμένους θα πρέπει να υπάρξει τεκμήριο υπέρ τους ως προς την έγκαιρη προσέλευσή τους σε περίπτωση που δεν αποδεικνύει το δημόσιο τη μη προσέλευσή τους, πιθανώς διά της πρόβλεψης περί απόδοσης εντύπου προσέλευσης στις εισόδους των εν λόγω υπηρεσιών.
Περαιτέρω, η απαίτηση για «πλήρη αναφορά των λόγων για τους οποίους ο αιτών ζητά διεθνή προστασία» είναι πιθανόν να προκαλέσει στη συνέχεια, κατά την εξέταση του αιτήματος, ζητήματα αξιοπιστίας των αιτούντων/ ουσών που πιθανόν να μη γνωρίζουν ότι δικαιούνται άσυλο, να μην αναγνωρίζουν δηλαδή ότι υπάρχουν γεγονότα στη ζωή τους που συνιστούν αυτοτελείς λόγους δίωξης, λόγω νομικής άγνοιας, ή να μη μπορούν να τα καταθέσουν εκείνη τη στιγμή (επιζώντες/ ώσες έμφυλης βίας που δε γνωρίζουν ότι δικαιούνται άσυλο, ή δε μπορούν σε κάθε περίπτωση να το αναφέρουν κατά την καταγραφή, καθώς ο κακοποιητής τους/τις συνοδεύει. Επίσης, θύματα βασανιστηρίων που χρειάζονται ψυχολογική υποστήριξη προτού μπορέσουν να καταθέσουν την ιστορία τους).
Επειδή η ενεργοποίηση του παραπάνω δικαιώματος υποβολής του αιτήματος διεθνούς προστασίας με την απόδοση ημερομηνίας καταγραφής μέσω της διαδικτυακής εφαρμογής Skype αποδείχτηκε de facto αδύνατη για μεγάλο μέρος υπηκόων τρίτων χωρών, δυσχεραίνοντας – αν όχι αποτρέποντας – την άσκηση του δικαιώματος αυτού, θα ήταν ωφέλιμο το εξής: να προβλέπονται έστω ενδεικτικά οι τρόποι – δυνατότητες υποβολής του αιτήματος, όπως πχ μέσω ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας για την υποβολή αίτησης για απόδοση ημερομηνίας καταγραφής. Σε περίπτωση μη λειτουργίας ή μη απόκρισης της Αρχής Παραλαβής, να είναι δυνατόν στον ενδιαφερόμενο να αποκτά ένα στοιχείο – αποδεικτικό έγγραφο ή αντίγραφο της αίτησής του με τα στοιχεία του, που να αποτρέπει την εξαναγκασμένη επιστροφή του τουλάχιστον μέχρι την καταγραφή του αιτήματός του. Με τον τρόπο αυτόν θα αποσυμφορηθούν τα ΠΓΑ και τα ΑΚΑ και περαιτέρω θα επιταχυνθεί η διαδικασία. Η μη δυνατότητα υποβολής αίτησης είτε με αυτοπρόσωπη παρουσία στα ΠΓΑ είτε μέσω skype δεν εξυπηρετεί ούτε την πολιτική της αποτροπής υποβολής αίτησης, αφού σε κάθε αστυνομικό έλεγχο υπηκόων τρίτων χωρών, που δεν έχουν κατορθώσει να υποβάλουν αίτηση, είναι επόμενο ότι αυτή θα υποβληθεί κατά την διάρκεια της διοικητικής τους κράτησης, ματαιώνοντας στην πράξη τον επιδιωκόμενο σκοπό των κυβερνώντων, καταφέρνοντας απλά να μεταθέσουν χρονικά τον υπηρεσιακό φόρτο και μάλιστα σε περισσότερες πλέον υπηρεσίες.